Κάποια στιγμή στις αρχές του χρόνου, ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου άρχισε να συζητά με μία ομάδα στενών του συνεργατών ένα σημαντικό πρόβλημα: σχεδόν το σύνολο της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας έβγαζε συστηματικά χρήματα στο εξωτερικό (Ελβετία και όχι μόνο) ενώ ταυτόχρονα απαιτούσε δάνεια και φοροαπαλλαγές. Το συμπέρασμα αυτών των συζητήσεων ήταν ότι έπρεπε να σταλεί ένα ηχηρό μήνυμα στην επιχειρηματική κοινότητα, κοινώς η κυβέρνηση «αν το αποφασίσει είναι ικανή να να καταστρέψει έναν επιχειρηματία όσο ισχυρός και αν είναι» όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του πρωθυπουργού. Την προσέγγιση αυτή υποστήριξαν σε συζητήσεις με Έλληνες αξιωματούχους Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι -ιδιαίτερα Γερμανοί- αξιωματούχοι, ενώ οι ελβετικές αρχές σηματοδότησαν την επιθυμία τους σε αρκετές περιπτώσεις να δώσουν στοιχεία έστω και δειγματοληπτικά.
Στη συνέχεια καταγράφτηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας και το υπουργείο Οικονομικών κινήσεις Ελλήνων επιχειρηματιών που πρωταγωνίστησαν στις εξαγωγές κεφαλαίων από την έναρξη της κρίσης. Τις παραμονές της συνόδου κορυφής του Ιουλίου ο κ Παπανδρέου είχε πάρει τις αποφάσεις του. Λίγες μέρες αργότερα εκδηλώθηκαν οι πρωτοβουλίες της αρχής για το «ξέπλυμα» του χρήματος κατά της Proton Bank που απλά θεωρείται η «κορυφή του παγόβουνου».
Βεβαίως υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί πρέπει να βγούν τα χρήματα στην Ελβετία για να αντιδράσει το ελληνικό δημόσιο όταν κατ' αρχήν τα ίδια κεφάλαια δεν θα έπρεπε να εχουν δοθεί ως δάνεια; Τις μέρες που ο κ Παπανδρέου ασχολείτο με το πρόβλημα αυτό, άλλοι συνεργάτες του ασχολούντο με τη διευκόλυνση του συγκεκριμένου επιχειρηματία από τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο για να διευκολύνουν την χορήγηση πιστώσεων πρός τις επιχειρήσεις του. Αυτή είναι η άλλη πλευρά του προβλήματος των χρημάτων του τραπεζικού συστήματος που εχουν καταλήξει σε τράπεζες της Γενεύης και της Ζυρίχης .