Protagon A περίοδος

Oφείλουμε να ξεπληρώσουμε το χρέος;

Ας υποθέσουμε ότι τα χρήματα, κατά την προσφιλή έκφραση του κ. Πάγκαλου, «τα φάγαμε όλοι μας». Σημαίνει, άραγε, αυτό το γεγονός, αν ισχύει, ότι «όλοι μας» έχουμε την υποχρέωση να τα ξεπληρώσουμε; Όχι ακριβώς.

Τάκης Μίχας

Έχω επανειλημμένα υποστηρίξει στην αρθρογραφία μου ότι το μόνο στοιχείο που διαφοροποιεί τη φορολογία από την έννομη αρπαγή είναι η ανταποδοτικότητα. Αν αυτό το στοιχείο απουσιάζει, όπως συμβαίνει στο ελληνικό φορολογικό σύστημα, τότε πράγματι η φορολογία ισοδυναμεί με ληστεία και ο πολίτης έχει κάθε ηθικό δικαίωμα να προσπαθήσει να την αποφύγει.

Μία ένσταση σε αυτή την άποψη με την οποία αξίζει να ασχοληθούμε είναι η εξής:

Στην προκειμένη περίπτωση ένα τμήμα των φόρων που πληρώνουμε διοχετεύεται στην εξόφληση του χρέους της χώρας. Άρα, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, δηλαδή λόγω της ύπαρξης του χρέους, η φορολογία δεν μπορεί να είναι ανταποδοτική ακόμα και αν αυτό ήταν το ιδεώδες. Πόσο ισχύει αυτό:

Ας υποθέσουμε -για να κάνουμε το επιχείρημα των επικριτών μας ακόμα πιο ισχυρό- ότι τα χρήματα δεν τα «έφαγαν» οι λίγοι προνομιούχοι πολιτικοί αλλά ότι, κατά την προσφιλή έκφραση του κ. Πάγκαλου, «τα φάγαμε όλοι μας». Σημαίνει, άραγε, αυτό το γεγονός, αν ισχύει, ότι «όλοι μας» έχουμε την υποχρέωση να τα ξεπληρώσουμε; Όχι ακριβώς.

Ας υποθέσουμε ότι η κυρία που μένει απέναντι από το σπίτι μου, εντυπωσιασμένη από τα κάλλη και την ευφυία μου, μου στέλνει ανελλιπώς κάθε εβδομάδα μερικές μπουκάλες σαμπάνιας Ντομ Περινιόν και μερικά κιλά χαβιάρι μπελούγκα. Στο δέμα δεν υπάρχει ποτέ κανένα σημείωμα ούτε μου έχει μιλήσει ποτέ. Απλώς χαμογελάμε ο ένας στο άλλον όταν τύχει να ανταμώσουμε. Η ιστορία συνεχίζεται για πολλά χρόνια. Κάθε Δευτέρα έρχεται το δέμα και κάθε Παρασκευή μαζεύω τους κολλητούς μου και… του δίνουμε να καταλάβει!

Περνάνε τα χρόνια, η ιστορία συνεχίζεται μέχρι που έρχεται ένα μοιραίο πρωινό: Στις 6 η ώρα το πρωί με ξυπνάει το επίμονο κουδούνισμα στην πόρτα. Ντύνομαι όπως, όπως και τρέχω να ανοίξω την πόρτα. Εκεί βρίσκω σε κατάσταση πανικού τη γειτόνισσά μου. Και ακολουθεί ο ακόλουθος διάλογος:

(Εγώ) Τι σας συμβαίνει;

(Γειτόνισσα) Χάνομαι, γείτονα! Οι δανειστές μού ζητάνε τα χρήματα για τις σαμπάνιες και τα χαβιάρια που σου έστελνα όλα αυτά τα χρόνια! Πρέπει να με πληρώσεις αμέσως, για να μπορέσω να τους ξεπληρώσω!

(Εγώ) Είσαι καλά;

(Γειτόνισσα) Φυσικά! Όλα αυτά τα χρόνια έπινες και έτρωγες τζάμπα. Πρέπει να πληρώσεις τώρα!

(Eγώ) Μα, σου τα ζήτησα; Σου είπα ποτέ να πας να δανεισθείς στο όνομά μου για να με ταΐζεις χαβιάρια και σαμπάνιες;

(Γειτόνισσα) Αν δεν τα ήθελες όφειλες να μου τα επιστρέψεις!

(Εγώ) Εσύ έπρεπε να μου τα είχες ζητήσει! Εγώ θεώρησα ότι μου τα έκανες δώρο!

Ο κάθε αναγνώστης μπορεί να αξιολογήσει με τον τρόπο του τα επιχειρήματα των δύο πλευρών. Όμως, αυτό που νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι είναι ότι η γειτόνισσα δεν έχει αυτονόητα δίκιο και ότι το θέμα είναι αρκετά περίπλοκο. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει, για να έρθουμε στη σημερινή κατάσταση, ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι επειδή «τα φάγαμε όλοι μας» θα πρέπει και να τα πληρώσουμε όλοι μας. Αυτοί που θα πρέπει πρώτα απ' όλα να πληρώσουν -με τα προσωπικά περιουσιακά τους στοιχεία- είναι όλοι οι πολιτικοί που όλα αυτά τα χρόνια μάς έκαναν τα «δωράκια».

Αρχής γενομένης, φυσικά, με όλους τους πρωθυπουργούς των περασμένων τριών δεκαετιών.