Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ομάδα υπό τον Γ. Χουλιαράκη στις Βρυξέλλες έχει φέρει πιο κοντά την Ελλάδα και τους δανειστές της σε μια πιθανή συμφωνία. Όμως δεν έχουμε ακόμα συμφωνία, ούτε είμαστε δίπλα της. Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες στις οποίες οι απαντήσεις του ενός και του άλλου (των εταίρων) δεν είναι σαφείς:
-Υπάρχει μια απόσταση στα δημοσιονομικά που δεν είναι μικρή. Το ΔΝΤ μιλάει για 4 δισ., η ελληνική κυβέρνηση για 2 δισ., τα οποία η Αθήνα επιχειρεί να καλύψει αποκλειστικά με εισπρακτικά μέτρα, όπως επισήμανε το Βερολίνο που επιμένει: «Πρέπει να κάνετε περικοπές δαπανών». Η κυβέρνηση δεν θέλει να ακούσει για περικοπές. Αυτό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα στην παρούσα φάση της διαπραγμάτευσης.
-Η κυβέρνηση θεωρεί δεδομένες τις ιδιωτικοποιήσεις στο λιμάνι και τα 14 επαρχιακά αεροδρόμια. Όταν όμως η Fraport, που διεκδικεί τα αεροδρόμια, ζήτησε να μάθει τι προκύπτει μετά από μια συνάντηση αντιπροσωπείας με τον κ. Σταθάκη, πήρε αντιφατικά μηνύματα από την κυβέρνηση. Οι Κινέζοι, απο την πλευρά τους, παρά τις διαβεβαιώσεις, δεν έχουν πεισθεί πλήρως για τις κυβερνητικές προθέσεις.
-Ακόμα και το ζήτημα της φορολογίας, που φαίνεται το πιο βατό, θα δημιουργήσει προβλήματα, καθώς οι προβλέψεις για τις εισπράξεις από την αύξηση των φόρων είναι αβέβαιες και έχουν σχέση με την κατεύθυνση της οικονομίας, την διόγκωση ή τον περιορισμό της και την αντίστοιχη ελαστικότητα της ζήτησης.
Αλλά κάθε συμφωνία -ακόμα και μια κακή συμφωνία- είναι καλύτερη από την αιώρηση, στην οποία βρισκόμασταν στις 100 μέρες της νέας διακυβέρνησης και τους προηγούμενους 6 μήνες της διαρκούς προεκλογικής περιόδου. Τα κόμματα, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση, φαίνεται να μην έχουν αποβάλει τις κακές συνήθειες της περιόδου αυτής. Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν ασκήσεις επί χάρτου για μια ρήξη, ενώ η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ καταγγέλλουν τώρα την κυβέρνηση για μια «κακή συμφωνία». Έτσι απλά επιβεβαιώνουν την υποψία των Ευρωπαίων ότι είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους, διότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε για τα στοιχειώδη.