Photo: Bill Vaccaro
"Ευτυχισμένο το δυσοίωνο", ήταν η καλύτερη ευχή που πήρα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Το εύχομαι κι εγώ σε εσάς. Το ότι το 2011 είναι δυσοίωνο δεν σημαίνει ότι δεν εγκυμονεί το καλό κ' αγαθό. Έως ότου το "γεννήσει", ας κρατήσουμε την σκέψη μας καθαρή και, πάνω από όλα, ας μην πέσουμε στην παγίδα που μας έχει στήσει η Κρίση: το να στραφούμε εναντίον αλλήλων σε κλίμα διχόνοιας όπου όλοι βλέπουν παντού εθνοπροδότες ή γραικύλους. Ας κρατήσουμε το μυαλό κοφτερό και την ψυχή γαλήνια. Αν η προηγούμενη μεγάλη Κρίση, του 1929, μας έμαθε κάτι είναι ακριβώς αυτό: ότι ο πρώτος θριαμβευτής μιας μεγάλης ύφεσης είναι η διχόνοια και ο μισανθρωπισμός. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μειώσουμε την διάθεσή μας για κριτική. Απλώς, καλό είναι η κριτική μας να περιέχει γενναίες δόσεις αυτοκριτικής. Πρακτικά, να μην πειθόμαστε εύκολα από τα επιχειρήματά μας (ιδίως όταν αυτά στρέφονται εναντίον επιχειρημάτων των άλλων). Ας κάνω λοιπόν ποδαρικό σήμερα με έναν συνδυασμό κριτικής και αυτοκριτικής, με μεγαλύτερη έμφαση στην δεύτερη.
Ακούσατε για την είσοδο της Εσθονίας στο ευρώ; Μου έφερε στο νου την εξής εικόνα: Το ημερολόγιο δείχνει 11 Απριλίου 1912. Στο ιρλανδικό λιμάνι του Κουίνσταουν ανεβαίνουν στο τεράστιο πλοίο οι τελευταίοι επιβάτες με προορισμό την Αμερική. Πρόκειται για εμιγκρέδες, επιβάτες τρίτης θέσης, που αποχαιρέτησαν για πάντα την μιζέρια και ανεβαίνουν στον απαστράπτοντα Τιτανικό γεμάτοι ελπίδα για μια νέα ζωή μακριά από την δυστυχία του παρελθόντος. Το τελευταίο εισιτήριο για τον Τιτανικό – κάπως έτσι βλέπω την "επιτυχία" της Εσθονίας. Μετά από δύο χρόνια κρίσης (η χώρα έχασε το 14% του ΑΕΠ της), ανέβηκε σε ένα καράβι που πλέει ολοταχώς προς το παγόβουνο. Η διαφορά είναι ότι για την Εσθονία, και για εμάς τους ήδη ταξιδεύοντες, ακόμα υπάρχει ελπίδα οι καπεταναίοι του δικού μας ευρω-πλοίου, αντίθετα, με τον καπετάνιο Edward J. Smith του Τιτανικού, να αποφύγουν το παγόβουνο, αλλάζοντας την σημερινή πορεία.
Κάποιοι θα πουν ότι η παρομοίωση του Τιτανικού με το ευρώ αντανακλά μια προκατάληψη καθαρά δική μου που ίσως να μην συνάδει με αυτά που έγραψα παραπάνω περί αυτοκριτικής διάθεσης. Άδικη η κατηγορία αναγνώστη. Η παρομοίωση μου ήρθε κατά νου ακούγοντας τον Υπουργό Οικονομικών της Εσθονίας να εξηγεί στο BBC γιατί, παρά την Κρίση της ευρωζώνης, η χώρα που επέμεινε να εισέλθει σε αυτήν. Η απάντησή του; "The euro is unsinkable" (το ευρώ είναι αβύθιστο). Ξέρετε, η λέξη unsinkable δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε ποτέ, στα σοβαρά, για πλοίο μετά την 15η Απριλίου 1912 ακριβώς επειδή ήταν ο επιθετικός προσδιορισμός που είχε δοθεί στον Τιτανικό κατά την καθέλκυσή του από τους περήφανους ιδιοκτήτες και αρχιτέκτονές του. Δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω…
Και τώρα η ώρα της αυτοκριτικής. Την χρονιά που πέρασε έγραψα πολλά και συχνά, συνήθως ασκώντας έντονη κριτική στην ασκούμενη πολιτική. Τα άρθρα μου δημοσιεύτηκαν επειδή κάτω από το όνομά μου αναγράφεται η ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου στα οικονομικά. Αν ήμουν χημικός ή κοσμηματοπώλης, τα άρθρα μου πιθανότητα δεν θα είχαν δημοσιευτεί. Κι όμως: Με πλήρη συναίσθηση του τι σας λέω δηλώνω απερίφραστα ότι η επιστημονική μου ιδιότητα δεν μου δίνει δικαίωμα να αυτο-παρουσιάζομαι ως "ειδικός', "ειδήμων", "expert", "τεχνοκράτης". Για να το πω διαφορετικά, δεν είμαι ειδικότερος επί οικονομικών θεμάτων από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος. Γιατί; Επειδή η οικονομική επιστήμη δεν είναι επιστήμη. Είναι μια τεράστια πλάνη, μια επιτήδεια απάτη, μια προκατάληψη που όμως αμπαλάρεται με πολλές ακατανόητες εξισώσεις που το μόνο που καταφέρνουν είναι να εκφράζουν κοινοτυπίες σε μια γλώσσα που κανείς δεν καταλαβαίνει. Υπό μία έννοια, η οικονομική "επιστήμη" έχει πολλά κοινά με τα τοξικά παράγωγα που μας έφεραν την παρούσα κρίση. Δεν είναι καθόλου τραβηγμένο να πούμε ότι πρόκειται για Τοξική Θεωρία.
Και μην νομίζετε ότι, λέγοντας αυτά, προσπαθώ να πω ότι οι δικές μου δοξασίες είναι επιστημονικές, αντίθετα με των συναδέλφων μου που λένε τα αντίθετα από εμένα ως προς το Μνημόνιο, το ΔΝΤ, την κυβερνητική και ευρωπαϊκή πολιτική κλπ. Το ίδιο ψευδο-επιστήμονες είμαστε όλοι μας! Ουσιαστικά, σας λέω το εξής: Μην παίρνετε στα σοβαρά τους τίτλους μας. Όταν διαβάζετε κείμενο οικονομολόγου (συμπεριλαμβανομένων και των δικών μου), να κρατάτε μικρό καλάθι. Να είστε καχύποπτοι. Να κρίνετε τα γραφόμενά μας σαν να σας τα είχε πει ο οδηγός ταξί που σας πήγε σπίτι – με την ίδια κριτική διάθεση. Κι αν παρ' όλα αυτά κάτι που λέμε εμείς οι οικονομολόγοι σας φανεί ενδιαφέρον, να θυμάστε ότι σας φάνηκε ενδιαφέρον παρόλο που το είπε οικονομολόγος, και όχι επειδή το είπε οικονομολόγος.
Μήπως παραείμαι σκληρός με το σινάφι μου; Σε καμία περίπτωση. Επιτρέψτε μου να διανθίσω την αυτοκριτική αυτή με μία (φανταστική) ιστοριούλα που νομίζω ότι τα λέει όλα. Φανταστείτε λοιπόν την εξής διαμάχη μεταξύ ιατρών-καρδιολόγων: Αφορά την περίπτωση ενός ασθενούς, έστω του Μάκη. Αν και ο Μάκης ήταν ένα υγιέστατο, δωδεκάχρονο αγόρι (περί το 1993), επειδή η οικογένειά του είχε μια προϊστορία καρδιοπαθειών, οι συνετοί γονείς του συμβουλεύτηκαν τους ιατρούς μιας φημισμένης καρδιολογικής κλινικής. Οι γιατροί σύστησαν στους γονείς του Μάκη να του δίνουν κάθε μέρα, πρωί-βράδυ, ένα μπλε χάπι το οποίο θα τον προφύλαττε, υποτίθεται, από μελλοντικά προβλήματα με την καρδιά του. Όμως αυτό το χάπι δεν ταίριαζε στη φυσιολογία του Μάκη, με αποτέλεσμα, αντί να αποσοβήσει την καρδιοπάθεια, δημιούργησε εκ του μη όντος οξεία καρδιακή αρρυθμία. Στην περίπτωση του Μάκη (και άλλων νέων όπως ο Μάκης) τα μπλε χάπια ήταν καταστροφικά.
Στο μεταξύ ένας σπουδαίος γιατρός, ο κ. Στιγλίδης, καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Stanford και με διεθνή αναγνώριση μεταξύ των απανταχού καρδιολόγων (ο οποίος μάλιστα μερικά χρόνια αργότερα τιμήθηκε με Νόμπελ Ιατρικής), εκδίδει μια ανακοίνωση με την οποία κατακεραυνώνει τους συναδέλφους του για τον τρόπο που χειρίστηκαν την περίπτωση όχι μόνο του νεαρού Μάκη, αλλά και πολλών άλλων ασθενών. Την καταγγελία αυτή ο κ. Στιγλίδης την επισφραγίζει με την κοινοποίηση της παραίτησής του από το εν λόγω νοσοκομείο καθώς και με μια σειρά διαλέξεων στις οποίες αναλύει διεξοδικά γιατί η πρακτική που ακολουθεί η καρδιολογική κλινική είναι επικίνδυνη για τους ασθενείς. Οι καταγγελίες του κ. Στιγλίδη παίρνουν μεγάλη έκταση στον Τύπο και, συνοπτικά, εστιάζουν σε δύο βασικά σημεία:
(1) Όταν κάποια στιγμή (περί τα 1997/98) οι γονείς του Μάκη τον πήγαν στο νοσοκομείο με έντονες τις ενδείξεις της καρδιακής αρρυθμίας, οι θεράποντες ιατροί (οι ίδιοι που του είχαν δώσει τα μπλε χάπια τα οποία προκάλεσαν το καρδιακό επεισόδιο) προέβησαν σε εσφαλμένη διάγνωση και του χορήγησαν και άλλα φάρμακα τα οποία χειροτέρευσαν κατά πολύ την κατάστασή του. Αντί να περιορίσουν το πρόβλημα της αρρυθμίας με τη σωστή φαρμακευτική αγωγή, πρόβλημα για το οποίο βέβαια ευθύνονταν οι ίδιοι, τελικά το μεγέθυναν και οδήγησαν τον οργανισμό του Μάκη στα πρόθυρα του θανάτου. Ευτυχώς ο οργανισμός του νεαρού αποδείχτηκε ισχυρός και, παρόλα τα ακατάλληλα φάρμακα που του είχαν χορηγηθεί ανά τα έτη (αλλά και μέσα στην κλινική), η κατάσταση του Μάκη άρχισε να βελτιώνεται.
(2) Ο κ. Στιγλίδης καταγγέλλει ότι, αν και ο ίδιος κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες να πείσει τη διοίκηση του νοσοκομείου ότι η ακολουθούμενη αγωγή είναι καταστροφική για την υγεία του Μάκη, και παρόλο το κύρος που διαθέτει στο ιατρικό στερέωμα, δεν κατάφερε τελικά τίποτα. Οι διοικούντες τον απέφευγαν, οι παροτρύνσεις του για σύγκλιση ιατρικού συμβουλίου για το ζήτημα αυτό έπεφταν στο κενό και, γενικά, ένιωθε ότι δεν του δινόταν η ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του.
Πέρασαν δύο χρόνια από την παραίτηση του κ. Στιγλίδη και ο Μάκης βγήκε από το νοσοκομείο. Η υγεία του βελτιώθηκε σταθερά αν και δεν ξαναέπαιξε ποτέ ποδόσφαιρο με τους φίλους, ούτε διαθέτει το σφρίγος που τον χαρακτήριζε πριν αρχίσει να παίρνει τα μπλε χάπια. Ο κ. Στιγλίδης συνέχισε την ερευνητική και κλινική του δραστηριότητα, παρέλαβε από την Σουηδική Ακαδημία Επιστημών το Νόμπελ του, αλλά ποτέ δεν ξέχασε την άσχημη εμπειρία του στην καρδιολογική κλινική από την οποία παραιτήθηκε. Για την ακρίβεια, παρέμεινε οξύς στην κριτική του εναντίον της κλινικής όπου και όποτε του δόθηκε η ευκαιρία. Σε επιστημονικό άρθρο που δημοσίευσε επανέλαβε τις παραπάνω κατηγορίες αλλά και προχώρησε περισσότερο σημειώνοντας ότι, αν και πολύ γνωστή και πλούσια, η κλινική αυτή δεν κατάφερε ποτέ να αποτελέσει πόλο έλξης των αριστούχων των Ιατρικών Σχολών, οι οποίοι προτιμούν να κάνουν καριέρα αλλού. Σε πολυσυζητημένο άρθρο του αναρωτιέται ο κ. Στιγλίδης: «Μήπως για όλα αυτά που παρατήρησα εκ των έσω φταίει το ότι προσλαμβάνονται αποκλειστικά δευτεροκλασάτοι απόφοιτοι;» και «Γιατί οι άριστοι της ιατρικής επιστήμης δεν είναι, τέλος πάντων, αυτοί που στελεχώνουν τις καλές καρδιολογικές κλινικές;»
Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού, στο πλαίσιο πολιτικής ίσων αποστάσεων από αντιμαχόμενα μέρη επιστημονικών διαμαχών, προσκάλεσε έναν άλλο γνωστό καρδιολόγο, τον κ. Δομπούρση, να γράψει τον αντίλογο ο οποίος και δημοσιεύτηκε δίπλα-δίπλα με το άρθρο του κ. Στιγλίδη. [Παρεμπιπτόντως, ο Κος Δομπούρσης, παρόλο που φημίζεται και αυτός στους κύκλους των καρδιολόγων, δεν έχει την «επιφάνεια» του Στιγλίδη. Ο τελευταίος υπερτερεί σαφώς σε δημοσιεύσεις (και ως προς τον αριθμό, και ως προς την ποιότητα, αλλά και ως προς τη διεθνή αναγνώριση των δημοσιεύσεων αυτών).] Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα του κ. Δομπούρση στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει την κριτική του Στιγλίδη.
Πρώτο του, και βασικό, επιχείρημα είναι ότι ο Μάκης τελικά ανέκαμψε. «Είναι εμφανές λοιπόν», γράφει ο κ. Δομπούσρης, «ότι η θεραπευτική αγωγή την οποία ενέκριναν οι ιατροί της κλινικής ήταν η κατάλληλη.» Όσον αφορά τη γενικότερη κριτική του Στιγλίδη ότι η κλινική δεν μπορεί να προσλάβει τους άριστους εκ των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών, η απάντησή του έχει ως εξής: «Όποιος αριστεύει στην Ιατρική σημαίνει ότι παρα-είναι άρτια θεωρητικά καταρτισμένος/η. Για αυτό το λόγο δεν μας κάνει στις κλινικές. Εκεί χρειαζόμαστε κάτι σαν καλο-εκπαιδευμένους επαρχιώτες κτηνιάτρους – να είναι καλά εκπαιδευμένοι αλλά όχι δα κορυφές.»
Κλείνοντας το άρθρο του ο κ. Δομπούρσης δείνει συγχαρητήρια στους ιατρούς της κλινικής, παροτρύνοντάς τους να πράττουν στο μέλλον ακριβώς όπως έπραξαν και στην περίπτωση του Μάκη. Κι όταν μετά από χρόνια κατέφθασε στο ίδιο νοσοκομείο μια βαριά άρρωστη νοτιοευρωπαία ασθενής, μετά από σύσταση των γερμανικών υγειονομικών αρχών που δεν ήθελαν να αναλάβουν από μόνες τους την ευθύνη, το εν λόγω νοσοκομείο εφάρμοσε, με τις ευλογίες του κ. Δορμπούση, και παρά τις ενστάσεις του κ. Στιγλίδη, την ίδια ακριβώς αγωγή που είχε εφαρμοστεί στην περίπτωση του Μάκη…
Η παραπάνω περίπτωση είναι βέβαια κύημα της φαντασίας μου. Δεν θα μπορούσε ποτέ να διεξαχθεί ένας τέτοιος διάλογος μεταξύ ιατρών. Μόνο εμείς οι οικονομολόγοι μπορούμε να πέσουμε τόσο χαμηλά. Το ότι ο ασθενής δεν απέθανε δεν θα χρησιμοποιείτο από κανέναν αυτοσεβούμενο ιατρό ως απόδειξη ότι η θεραπεία ήταν η ενδεδειγμένη. Πόσο μάλιστα να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο επιχείρημα εναντίον ενός τόσο συγκροτημένου κατηγορητηρίου, όπως αυτό του καθηγητή Στιγλίδη, ενός εξέχοντα επιστήμονα, κορυφή του συγκεκριμένου κλάδου. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ο αντίλογος θα περιείχε εντελώς διαφορετικά επιχειρήματα. Π.χ. θα γινόταν μια προσπάθεια απόκρουσης των καταγγελιών Στιγλίδη μια προς μια. Θα παρουσιάζονταν στοιχεία που θα αποδείκνυαν πως η αρχική παροχή των μπλε χαπιών δεν ήταν εσφαλμένη, ότι η διάγνωση εντός της κλινικής ήταν σωστή και, τέλος, ότι οι αντιρρήσεις του κ. Στιγλίδη, αν και αβάσιμες, συζητήθηκαν εκτενώς και ανοικτά.
Αρκετά όμως με την παραβολή. Ας επιστρέψουμε στην πραγματικότητα. Ο κ. Στιγλίδης δεν είναι άλλος από τον καθηγητή Joe Stiglitz, ο ασθενής Μάκης συμβολίζει τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, το νοσοκομείο το οποίο εκείνος κατηγόρησε είναι το ΔΝΤ (και η Διεθνής Τράπεζα), ενώ ο κ. Δορμπούσης ήταν ο καθηγητής Rudiger Dornbusch. Όσον αφορά τα μπλε χάπια που χορηγήθηκαν στον Μάκη αντιστοιχούν στην πολιτική απελευθέρωσης των χρηματαγορών (και, ιδιαίτερα, των δανειοληπτικών κανόνων) η οποία επιβλήθηκε στην Ν. Κορέα, την Ινδονησία και την Ταϋλάνδη από το ΔΝΤ το 1993 (μετά από ασφυκτικές Αμερικανικές πιέσεις). Βασικοί επωφελούμενοι της απελευθέρωσης ήταν οι ξένες τράπεζες οι οποίες κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια στο να πείσουν τον ιδιωτικό τομέα των χωρών αυτών να δανειστεί υπέρογκα ποσά. Τέλος, όταν η φούσκα που αυτά δημιούργησαν έσπασε, και τα ξένα κεφάλαια τράπηκαν σε φυγή, η θεραπεία που επεβλήθη μετά την μεταφορά του 'Μάκη' στο 'νοσοκομείο' ήταν η άκριτη αυστηρή λιτότητα που οδήγησε τις χώρες αυτές σε μια απάνθρωπη αφαίμαξη. Όσο για την νοτιοευρωπαία ασθενή…
Η ιστορία αυτή κρύβει πολλά διδάγματα για την σημερινή Κρίση – βλ. το σχετικό μήνυμα που μου έστειλε ο Gavan Butler, βαθύς γνώστης των οικονομιών της Ν.Α. Ασίας. Για τώρα όμως μόνο ένα θέλω να τονίσω: Την παθολογία της 'επιστήμης' μου. Είτε έχει δίκιο ο κ. Dornbusch είτε όχι, η παρέμβασή του είναι σημαντική και μπορεί να μας βοηθήσει στη διάγνωση της παθογένειας της οικονομική επιστήμης. Έστω ότι έχει δίκιο εκείνος και όχι ο κ. Stiglitz. Τότε πώς η οικονομική επιστήμη ανέδειξε τον Stiglitz ως σημαντικότατο οικονομολόγο (που ακόμα και ο Dornbusch παραδέχεται ότι του άξιζε το Νόμπελ); Πως είναι το ίδιο άτομο το οποίο καλά κάνουν οι κυβερνήσεις και το ΔΝΤ να αγνοούν όσον αφορά τη μακρο-οικονομική πολιτική και την διαχείριση της σημερινής Κρίσης; Μπορείτε να φανταστείτε ένα πανεπιστημιακό ιατρό ολκής να ισχυρίζεται ότι οι κορυφαίες των καρδιολογικών κλινικών καλά θα κάνουν να αποφεύγουν τόσο τους αριστούχους απόφοιτους της Ιατρικής όσο και τους καλύτερους των καθηγητών τους; Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αμέσως θα αναρωτιόμασταν τί δεν πάει καλά στην ιατρική επιστήμη. Ακόμα και ο Εισαγγελέας θα ενδιαφερόταν.
Η άλλη περίπτωση είναι να σφάλει ο κ. Dornbusch και να έχει δίκιο ο κ. Stiglitz. Γεννάται τότε το ερώτημα, που σωστά θέτει ο Dornsbusch στον αντίλογό του: Μπορεί τόσοι επαγγελματίες οικονομολόγοι στο ΔΝΤ να σφάλουν όλοι, και κατ’ εξακολούθηση, και τόσα χρόνια να μη το παίρνουν χαμπάρι οι πολιτικοί που τους ακούν; Τόσο κακοί επιστήμονες είναι (κι ας μη ήταν άριστοι); Πώς επέτρεψαν κάτι τέτοιο οι αρχιερείς της οικονομικής επιστήμης (συμπεριλαμβανομένου και του κ. Stiglitz); Και γιατί τους αφήνουμε να επαναλαμβάνουν τα σφάλματά τους πάνω στο κορμί των οικονομιών μας;
Το ηθικόν δίδαγμα της ιστοριούλας μας αυτής είναι ένα: Η οικονομική δεν είναι επιστήμη. Τόσο απλά. Όπερ μεθερμηνευόμενο, όταν διαβάζετε ή ακούτε τις σοφίες ή τις προτάσεις μας περί οικονομικής πολιτικής, να ξέρετε ότι η ακαδημαϊκή τήβεννος πίσω από την οποία καλυπτόμαστε δεν κρύβει τίποτα άλλο από την επιστημονική γύμνια μας. Αν λέμε κάτι ενδιαφέρον, αυτό σημαίνει ότι καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό ένα μέρος του μυαλού μας – εκείνο που ακόμα δεν προβλήθηκε από τον επιθετικό ιό της ψευδοεπιστήμης μας.
Καλή χρονιά!