Την ώρα που η κυβέρνηση συζητάει μετ' επιτάσεως τη μείωση σε μια σειρά φορολογικούς συντελεστές συμπληρώνεται, την 1η Αυγούστου, ένας χρόνος από τότε που τέθηκε σε ισχύ η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση στο 13% (απο 23%). Ενδεικτική της λογικής της κυβέρνησης Σαμαρά, τόσο του συντηρητικού όσο και του προοδευτικού της πόλου, ήταν ότι η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση θεωρήθηκε σημαντικότερο φορολογικό μέτρο από τη διατήρηση ενός ελάχιστου αφορολόγητου ή την πρόβλεψη ειδικού φορολογικού συντελεστή για είδη πρώτης ανάγκης (γάλα, τρόφιμα). Τι απέγινε λοιπόν με τον μειωμένο ΦΠΑ;
Είχε το μέτρο αυτό τα αποτελέσματα που εξήγγειλλε η κυβέρνηση; Πέρασε στις τιμές καταναλωτή; Είδαν οι εστιάτορες περισσότερο κόσμο στα καταστήματά τους; Τονώθηκε η κατανάλωση στον χώρο της εστίασης;
Σε ολόκληρη τη χώρα ελάχιστες επιχειρήσεις «πέρασαν» τη μείωση του φόρου στις τελικές τους τιμές. Η συντριπτική πλειψηφία τους διατήρησε τις ίδιες τιμές ενθυλακώνοντας -σε βάρος του καταναλωτή- τη διαφορά. Έτσι αυξήθηκε η ρευστότητα -νόμιμα- των επιχειρηματιών που προηγούμενα έκλεβαν τον ΦΠΑ και τον χρησιμοποιούσαν σαν κεφάλαιο κίνησης.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα Μέσα του Ηρακλείου μόνο 13 καταστήματα στην πόλη προχώρησαν στη μείωση του ΦΠΑ, ενώ τα υπόλοιπα εισέπραξαν απλώς τη διαφορά. Ταυτοχρόνως, όμως, ανακοινώνοντας τα τελευταία αποτελέσματα της «ΕΡΓΑΝΗ» -του συστήματος που αποτυπώνει τις ροές απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα- ο υπουργός Γιάννης Βρούτσης παραδέχθηκε ότι κατά τον πρώτο μήνα της σεζόν, τον Ιούνιο, υπήρχαν τουριστικές περιοχές με αρνητικό ισοσύγιο, οπως το Λασίθι, η Κως, η Ανατολική Αττική, ενώ συνολικά αρνητικές ροές απασχόλησης σημειώθηκαν σε 500 από 900 επιχειρήσεις. Να σημειωθεί ότι εκτός από τη μείωση του ΦΠΑ, η κυβέρνηση μείωσε σε συνενόηση με την τρόικα και τις ασφαλιστικές εισφορές. Και όλα αυτά υπό τον συνεχή βομβαρδισμό των 20 εκατομμυρίων αφίξεων που θα σημειωθούν φέτος στη χώρα.
Αν σε αυτή την εικόνα προστεθεί και η… λεπτομέρεια ότι οι εταιρείες των ξενοδοχείων είναι από τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις στις τράπεζες, με δάνεια που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν όσους επισκέπτες και να φέρουν, αναρωτιέται κανείς πόση ακριβώς επαφή έχει με την πραγματικότητα της αγοράς η ασκούμενη πολιτική (το σύνολο της πολιτικής αυτής). Το αντεπιχείρημα είναι ότι οι πολλοί επιχειρηματίες του παρελθόντος που συνεχίζουν να κάνουν ό,τι έμαθαν, δεν είναι αντιπροσωπευτικοί ενός ολόκληρου κλάδου. Ότι υπάρχει μια ολόκληρη σειρά επιχειρήσεων που προσπαθούν να αναβαθμίσουν το τουριστικό προϊόν. Οι αριθμοί, ωστόσο, δείχνουν ότι αυτό που επετεύχθη με τη μείωση της φορολογίας το 2013, είναι ότι απλά ενίσχυσε το ίδιο μοντέλο με καλύτερους όρους για τους πρωταγωνιστές του.
Η Ελλάδα ήταν μία χώρα, μέχρι το 2010, που σχεδόν ημιεπίσημα «πουλούσε» την έλλειψη ελέγχων σαν συγκριτικό της πλεονέκτημα. Οι επιχειρηματίες της δεν υπερχρεώθηκαν από την υψηλή φορολογία, αλλά από την έλλειψη προϊόντων, πολιτικών και διαδικασιών στις επιχειρήσεις, που να τους κάνουν ανταγωνιστικούς (π.χ. σήμερα κατηγορούν το δημόσιο ότι δεν εφαρμόζει την αξιολόγηση στο προσωπικό του, όταν η έννοια είναι άγνωστη στο 60-70% των μεγάλων επιχειρήσεων). Πριν αποφασίσει η κυβέρνηση να κάνει νέα «δώρα», ας σκεφτεί τι θέλει να πετύχει με τη μείωση της φορολογίας. Και ας μας εξηγήσει τι συνέβη εκεί που τη μείωσε…