Η οικονομική κρίση αποκάλυψε τα τρωτά σημεία της ρύθμισης και εποπτείας του τραπεζικού συστήματος σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα, η κρίση των τραπεζών προήλθε κυρίως από την κρίση του Ελληνικού Δημοσίου και την άλογη δανειοδότηση. Τα κεφαλαιακά προβλήματα στις ελληνικές τράπεζες ξεκίνησαν κυρίως όταν, μέσω του PSI+, το 2012 τους επήλθε κούρεμα στα ελληνικά ομόλογα που είχαν στο χαρτοφυλάκιο τους. Η απώλεια στα κεφάλαιά τους ήταν πολύ μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να μηδενιστούν ή και να γίνουν αρνητικά. Έως το 2014 το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ είχε δαπανήσει περίπου €40 δις στο τραπεζικό σύστημα, από τα οποία τα €25 δις στις 4 συστημικές τράπεζες που ανακεφαλαιοποίησε και τα υπόλοιπα για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος.
Μέσω του κουρέματος της διαδικασίας του PSI+ και της μετέπειτα επαναγοράς των νέων κουρεμένων ομολόγων από το κράτος, το ελληνικό Δημόσιο κέρδισε αρκετά δις, ενώ τον Απρίλιο του 2014 είχε (μέσω του ΤΧΣ) επιπλέον στην κατοχή του τραπεζικές μετοχές αξίας περίπου €20 δις, η οποία χρηματιστηριακή αξία θ’ αυξανόταν, καθώς η οικονομία θα βελτιωνόταν. Βέβαια, κάτι τέτοιο τους τελευταίους μήνες δεν έχει επιβεβαιωθεί αφού οι μετοχές των τραπεζών έχουν υποστεί τεράστια πίεση λόγω της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πολιτική αβεβαιότητα των τελευταίων 12 μηνών.
Με βάση την ενημέρωση που παρέχεται στον οικονομικό τύπο, αυτές τις μέρες συντάσσεται το νέο νομικό πλαίσιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και θα κατατεθεί σύντομα στη Βουλή , τροποποιώντας τον συστατικό νόμο 3864/2010, όπως αυτός είχε τροποποιηθεί με το ν.4254/2014, επί τη βάση του οποίου έγινε η δεύτερη επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση.
Χρήσιμο θα ήταν να απαντήσουμε σε ερωτήματα που επανέρχονται ενόψει της νέας ανακεφαλαιοποίησης κάνοντας και μια αναδρομή σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, μόλις πέρισυ.. Υπενθυμίζεται, ότι βασικοί πυλώνες το 2014 ήταν: α) η διευκόλυνση της συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών προκειμένου να μην επιβαρυνθεί εκ νέου ο φορολογούμενος, όπως και έγινε αφού οι ΑΜΚ καλύφθηκαν αποκλειστικά από ιδιώτες επενδυτές και β) η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπως και έγινε, αφού εισέρευσαν περίπου 8 δις ιδιωτικά κεφάλαια στις συστημικές.
Το ίδιο πλαίσιο, ως προς τους γενικούς κανόνες αναφοράς και προσδοκώμενους στόχους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα , περιγράφεται στη συμφωνία που ψήφισε η Ελληνική Βουλή τον Αύγουστο του 2015.
1.Γιατί χρειάστηκε δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2014 και πώς φτάσαμε λίγο πριν την τρίτη ύστερα από ένα περίπου χρόνο.
Η ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια το 2014 προήλθε από την μη αναμενόμενη το 2011 μεγαλύτερη επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας τα έτη 2012 και 2013, και τη συνεπαγόμενη αύξηση των « κόκκινων δανείων», αφού νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Το 2014 ολοκληρώθηκε επιτυχώς η διαδικασία και οι τράπεζές μας θεωρήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών επαρκώς ανακεφαλαιοποιημένες. Επιπροσθέτως, η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας είχε οδηγήσει σε σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η παραπάνω , όμως, τάση ανεκόπη από το τέλος του 2014 όταν η πολιτική αβεβαιότητα δημιούργησε αναταράξεις στην οικονομία, μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων και στάση πληρωμών.
Αυτή την ανωμαλία, έρχεται να καλύψει η νέα ανακεφαλαιοποίηση.
2. Οι επενδυτές που συμμετείχαν στην πρώτη άσκηση ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και εξασφάλισαν το απαιτούμενο 10% για ιδιωτική διοίκηση, σε τι θέση βρέθηκαν στη δεύτερη και τι μπορεί να προβλέπεται στη νέα;
A: Το πρώτο πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης προέβλεπε το 10% για να διατηρηθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας στη διοίκηση της τράπεζας. Το δεύτερο πλαίσιο νομοθετήθηκε από τη Βουλή το 2014 (ν.4254/2014) , ερχόταν σε καλύτερη συγκυρία από την προηγούμενη, με βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες να παρουσιάζουν βελτίωση και ισχυροποιούσε τη θέση των επενδυτών δίνοντάς τους την ευκαιρία να αυξήσουν το ποσοστό τους. Όσα χρήματα επένδυε κάποιος, τόσα δικαιώματα στη διοίκηση αποκτούσε. Άλλωστε, πάντοτε στόχος ήταν να συμμετέχουν κυρίως ιδιώτες επενδυτές στις τράπεζές μας ώστε να μην σηκώνει το βάρος ο φορολογούμενος. Κάθε ιδιώτης θα πρέπει να αναλαμβάνει και το ρίσκο του. Η διοίκηση παρέμεινε σε ιδιωτικά χέρια γιατί αυτό αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών, όπως και έγινε. Η ιστορία, έχει αποδείξει άλλωστε, ότι όπου το κράτος ενεπλάκη συστηματικά σε διοικήσεις τραπεζών, τα αποτελέσματα δεν ήταν και τα καλύτερα.
Όπως προκύπτει και από το νέο «Μνημόνιο» η κατεύθυνση είναι η διατήρηση του ιδιωτικού χαρακτήρα στη διοίκηση των τραπεζών και αυτή τη στιγμή φαίνονται πως εξετάζονται τρόποι (περιγράφονται κάποιοι στη νέα συμφωνία) με τους οποίους αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμα και αν η συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών δεν καλύψει το σύνολο των αναγκών ή των απαραίτητων ποσοστών που προβλέπει σήμερα ο νόμος για την άσκηση των δικαιωμάτων των μετόχων και του ΤΧΣ.
3. Το ΤΧΣ, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος, έχασε ό,τι έβαλε στις συστημικές τράπεζες με τον τρόπο που έγινε η ανακεφαλαιοποίηση; Πώς θα πάρει πίσω τα χρήματά του ο Έλληνας φορολογούμενος και μπορεί να γίνει αυτό τώρα;
Οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών το 2014 καλύφθηκαν αμιγώς από τον ιδιωτικό τομέα. Σε συνδυασμό με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών της χώρας υπήρχε η προσδοκία ότι οι τιμές των μετοχών θα ανέβαιναν και επομένως η αξία του χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ θα ήταν σημαντική. Σήμερα, όμως, η οικονομική κατάσταση και η πολιτική αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών ανέτρεψαν την αρχική αυτή εκτίμηση. Το 2014 η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν περίπου στα 20 δίς ενώ σήμερα είναι πολύ κάτω από τα 5 δις. Αντίστοιχη , απομείωση έχει γνωρίσει και το χαρτοφυλάκιο του ΤΧΣ Δυστυχώς, οι συνθήκες σήμερα είναι σημαντικά διαφορετικές από αυτές που υπήρχαν το 2014 και υπάρχει κίνδυνος και σημαντικής αποεπένδυσης του ΤΧΣ με δυσμενέστερους όρους. Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος και σταθερότητα στην οικονομία προκειμένου να μπορέσουν να καλυφθούν οι απώλειες.
Η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση που γίνεται στις τράπεζες από τότε που η χώρα βρίσκεται σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής (2010) γίνεται υπό δυσμενείς συνθήκες. Όσοι επένδυσαν σκέφτονται αν πρέπει –και αν μπορούν-να ξαναεπενδύσουν σε μια χώρα που δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει αλλά δεν θέλουν και να χάσουν την επένδυσή τους. Μετά και τις εκλογές επανέρχεται μια στοιχειώδης σταθερότητα αλλά τίποτα δεν μας κάνει περισσότερο σίγουρους, ότι αυτή θα εμπεδωθεί. Οι τράπεζες έχουν καταλήξει να είναι σημεία πληρωμής φορολογικών ή άλλων υποχρεώσεων και καταβολής συντάξεων. Οι χορηγήσεις απλά δεν υπάρχουν, η συμμετοχή των τραπεζών στην αναδιάρθρωση και εξυγίανση επιχειρήσεων είναι ακόμα περιορισμένη και τα « κόκκινα δάνεια» καλπάζουν.
Θα είναι αυτή η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση; Δύσκολο να απαντηθεί. Σίγουρα, όμως, μπορεί να αποδειχθεί αυτή που θα αλλάξει το τραπεζικό τοπίο στη χώρα. Η κατεύθυνση, όμως, θα παραμένει άγνωστη όσο πολιτική και οικονομία θα ασθενούν.
*Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος.