Η είσοδος του πολυεθνικού γίγαντα της Unilever στην ελληνική αγορά έγινε σε μία εμβληματική περίοδο για την ελληνική οικονομία. Συνέβη το 1962, ένα χρόνο μετά από την σύνδεση της Ελλάδα με την τότε ΕΟΚ – και ήταν από τους πρώτους ξένους ομίλους που επένδυσαν στην ελληνική οικονομία. Και έγινε με έναν ιδιαίτερο τρόπο – όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή – εξαγοράζοντας μέρος του μετοχικού κεφαλαίου της Ελαΐς, της πιο σημαντικής ελληνικής μονάδας τυποποίησης ελαιολάδου.
Ηταν το φθινόπωρο του 1961 όταν ο τότε επικεφαλής της εταιρείας, ο Β. Μελάς, κάλεσε το προσωπικό της Ελαΐς ΑΕ και του ανακοίνωσε πως το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε, ενόψει του ανταγωνισμού που θα προκαλούνταν από την σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ, να προχωρήσει σε συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με την πολυεθνική εταιρεία Unilever N.V. Τον επόμενο χρόνο, το 1962, υπογράφηκε η σχετική σύμβαση που προέβλεπε την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ελαΐς με έκδοση 10.800 νέων μετοχών,τις οποίες απέκτησε η Unilever έναντι 825.000 δολαρίων Η.Π.Α., δηλαδή 25.380.000 δρχ.
Από τότε βέβαια κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ελληνικής οικονομίας. Ο αγγλο-ολλανδικός όμιλος απέκτησε πληθωρική παρουσία στην ελληνική αγορά και το σύνολο των μετοχών της εταιρείας. Κατέκτησε και διατηρεί, ακόμη και στην περίοδο της κρίσης, την πρώτη θέση στην ελληνική αγορά καταναλωτικών προϊόντων, παρά την μείωση των πωλήσεων και την συρρίκνωση της κατανάλωσης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις κατηγορίες των τροφίμων (μαργαρίνες, ελαιόλαδο, παγωτό, προϊόντα τομάτας, τσάι, μαγιονέζα, κέτσαπ, μαγειρικοί κύβοι) η Unilever – Ελαΐς κατέχει ηγετική θέση, ενώ στις κατηγορίες των ειδών προσωπικής υγιεινής και καθαρισμού κατέχει την πρώτη θέση στις αγορές των αποσμητικών, των προϊόντων περιποίησης σώματος και των καθαριστικών χώρου.
Αλλά από τον Σεπτέμβριο του 2018 – όταν θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης της Ελάνθης ΑΕ, στην οποία ανήκει η τυποποίηση του ελαιολάδου, τα σπορέλαια και οι μαργαρίνες – o πολυεθνικός όμιλος θα αποβάλει πλέον και το πρώτο συνθετικό του από την επωνυμία του Ελαΐς-Unilever Hellas AE. Για πρώτη φορά στη διάρκεια των 56 χρόνων παρουσίας του στην Ελλάδα θα περιοριστεί απλώς στο UnileverHellas AE.
Οπως έχει γίνει γνωστό το fund KKR – που τα τελευταία χρόνια αναζητά επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα – συμφώνησε να εξαγοράσει το σύνολο της διεθνούς δραστηριότητας του ομίλου Unilever στις μαργαρίνες, τα σπορέλαια και το ελαιόλαδο αντί 6,825 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το χαρτοφυλάκιο που πρόκειται να αποκτήσει το KKR, περιλαμβάνει 400 εμπορικά σήματα διεθνώς, οι πωλήσεις των οποίων το 2016 πλησίασαν τα 3,03 δισ. ευρώ.
Με βάση τις υπάρχουσες εκτιμήσεις η ολοκλήρωση της συμφωνίας προβλέπεται να γίνει περί τον Σεπτέμβριο του 2018. Ετσι, τελικώς πωλούνται και οι μάρκες ελαιολάδου που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, Άλτις, Ελάνθη και Solon, καθώς και το εργοστάσιο της Ελαΐς στην Πειραιώς, όλα δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην Ελάνθη ΑΕ – τα συγκεκριμένα προϊόντα κατέχουν ηγετικά μερίδια στην εσωτερική αγορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύνολο των πωλήσεων των συγκεκριμένων προϊόντων στην Ελλάδα – συνυπολογιζομένων των σπορελαίων και των μαργαρινών – κυμαίνεται στα 100 εκατ. ευρώ ετησίως και αντιπροσωπεύει περίπου το 20% των συνολικών πωλήσεων του ομίλου στην ελληνική αγορά. Από την άλλη πλευρά ο πολυεθνικός όμιλος όχι μόνο δεν σκοπεύει να αποδυναμώσει τη θέση του στην Ελλάδα, αλλά αντιθέτως έχει προγραμματίσει την ενίσχυση της παραγωγικής του δραστηριότητας. Πρόκειται να μεταφέρει την παραγωγή 10.000 τόνων απορρυπαντικών από την Ιταλία στο εργοστάσιο του Ρέντη. Αλλωστε ο όμιλος διαθέτει στην ελληνική αγορά – με πωλήσεις ύψους 489 εκατ. ευρώ το 2016 – περί τους 1.200 κωδικούς προϊόντων στους τομείς των τροφίμων, των παγωτών, της οικιακής και προσωπικής φροντίδας και υγιεινής. Συνολικά δραστηριοποιείται σε 26 κατηγορίες προϊόντων, τα οποία είναι τοποθετημένα σε 35 σημεία των σούπερ μάρκετ. Και θεωρείται ο μεγαλύτερος προμηθευτής καταναλωτικών προϊόντων του λιανεμπορίου, ενώ στο 90% των προϊόντων στα οποία δραστηριοποιείται κατέχει ηγετική θέση.
Η εταιρία απασχολεί σήμερα συνολικά 750 εργαζόμενους – 700 στην Ελλάδα και 50 στην Κύπρο. Διαθέτει τρία εργοστάσια, στου Ρέντη, στο Νέο Φάληρο και στη Γαστούνη Ηλείας, καθώς και δύο σύγχρονα κέντρα διανομής και αποθήκευσης, στον Ρέντη και στο Σχηματάρι Βοιωτίας. Στην Κύπρο διαθέτει από το 2012 κοινή επιχείρηση με την εταιρία Τσεριώτης, την Unilever Tseriotis Cyprus, ένα εργοστάσιο και ένα κέντρο αποθήκευσης στη Λευκωσία.
Σε πάνω από 190 χώρες
Η Unilever είναι ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους καταναλωτικών προϊόντων διεθνώς, με πωλήσεις σε πάνω από 190 χώρες, προσεγγίζοντας καθημερινά περισσότερους από 2,5 δισεκατομμύρια καταναλωτές. Απασχολεί 169.000 εργαζομένους, ενώ ο κύκλος εργασιών της το 2016 ανήλθε στα 52,7 δισ. ευρώ. Και το 57% των ετήσιων πωλήσεων πραγματοποιείται στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες αγορές. Διαθέτει περισσότερα από 400 επώνυμα προϊόντα (Skip, Klinex, Dove, AIM, Axe, Knorr, Becel, Hellmann’s, Lipton, Algida, Ben & Jerry’s, Cornetto, κλπ.)
Η «πράσινη» πολυεθνική
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια του 2017, η Unilever κατέκτησε την πρώτη θέση του Δείκτη Αειφορίας Dow Jones στον κλάδο της. Στο FTSE4Good Index, πέτυχε την υψηλότερη βαθμολογία για το περιβάλλον, 5. Για έβδομη συνεχή χρονιά βρέθηκε στην κορυφή της λίστας με τους Παγκόσμιους Εταιρικούς Ηγέτες για την Αειφορία, η οποία αναδεικνύεται μέσω της ετήσιας έρευνας της Globescan/SustainAbility. Ο όμιλος έχει δεσμευτεί να έχει θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα για το σύνολο των δραστηριοτήτων του μέχρι το 2030.
Συγκεκριμένα, το Παγκόσμιο Σχέδιο Δράσης για την αειφορία της Unilever περιλαμβάνει τρεις βασικές δεσμεύσεις:
- Να βοηθήσει περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους να βελτιώσουν την υγεία και την ποιότητα ζωής τους με καλύτερες συνθήκες διατροφής και υγιεινής μέχρι το 2020.
- Να μειώσει στο μισό το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των προιόντων της μέχρι το 2030.
- Να βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων μέχρι το 2020.
Μάλιστα στη διάρκεια του σχεδίου αυτού τα προϊόντα βιώσιμης ανάπτυξης του ομίλου αναπτύχθηκαν 50% ταχύτερα από τα υπόλοιπα προϊόντα του, και συνέβαλαν πάνω από 60% στην συνολική του ανάπτυξη.