Πενήντα χρόνια μετά, οι διωκόμενοι εξακολουθούν να αναζητούν μια αναγνώριση γι’ αυτά που υπέστησαν από το πολιτικό κίνημα στην Κίνα που έμεινε στην Ιστορία ως «Πολιτιστική Επανάσταση». Ολα ξεκίνησαν στις 16 Μαΐου 1966 με εμπνευστή τον Μάο Τσε Τουνγκ. Ενα πογκρόμ κατά ανθρώπων που βαφτίζονταν εν μια νυκτί «αντεπαναστάτες» και οπαδοί της «δυτικής κουλτούρας» εξελίχθηκε και γιγαντώθηκε τα επόμενα χρόνια, βυθίζοντας τη χώρα στον τρόμο και στην καχυποψία. Μια σκοτεινή περίοδος που το Πεκίνο δεν θέλει πλέον να θυμάται. Και ως εκ τούτου να μην καταδικάζει…
Ο Αντριου Ουόλντερ, συγγραφέας του βιβλίου «China Under Mao: Α Revolution Derailed » («Η Κίνα υπό τον Μάο: Μια Επανάσταση που Εκτροχιάστηκε»), σημειώνει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα προέβη σε ένα «απίστευτο άνοιγμα» για τη ζημιά που προκλήθηκε από την Πολιτιστική Επανάσταση από το 1976 και μετά. Ητοι: μετά το θάνατο του γεννήτορα του κινήματος.
Τα θύματα των διώξεων αποκαταστάθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν και αντισταθμιστικές προσφορές. Αρκετοί δράστες φυλακίστηκαν, ενώ σε εφημερίδες του κόμματος υπήρξαν κείμενα επί κειμένων που έκαναν λόγο για τον πόνο που προκάλεσε η Πολιτιστική Επανάσταση. Επισήμως, δε, ονομάστηκε «σοβαρό σφάλμα».
Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του ’80, η προθυμία του κόμματος να σκαλίσει τα λάθη του παρελθόντος φάνηκε να μετριάζεται και κάποια στιγμή να «παγώνει».
Ο Ουόλντερ, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, εξηγεί το φαινόμενο: «Οι νέοι άνθρωποι, κατά τη δεκαετία του ’80 ήταν αρκετά ανήσυχοι για την έλλειψη δημοκρατίας και μεταρρυθμίσεων στη χώρα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιδείξουν κόπωση ως προς τα θέματα του παρελθόντος. Το μόνο που ήθελαν ήταν να προχωρήσουν μπροστά».
Από την άλλη, οι ηγέτες της Κίνας βλέποντας τι ακριβώς συνέβαινε στην Ανατολική Ευρώπη, επέστησαν την προσοχή τους στο προφανές: να επικεντρωθούν στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και να σκεφτούν το μέλλον και όχι το παρελθόν. Ηταν κι αυτός ένας τρόπος για να παραμείνουν στην εξουσία.
Oπως σημειώνει η βρετανική εφημερίδα Guardian, εδώ και τρεις δεκαετίες το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης εξακολουθεί να είναι θέμα ταμπού στην Κίνα.
Από το 2012, οπότε και ήρθε στην εξουσία ο Σι Τζινπίνγκ υπήρξε επιπλέον περιορισμός στην κριτική που ασκούνταν μέχρι εκείνη τη στιγμή στον Μάο. Η απάντηση του Τζινπίνγκ δεν χωράει αμφισβητήσεις για τις προθέσεις του: «Το να διαγράψουμε τον Μάο σημαίνει ότι αρνούμαστε την ένδοξη ιστορία του κόμματος». Τι κριτική να ασκήσει κανείς έπειτα από αυτή τη δήλωση;
Ζητούν δικαιοσύνη
Κάπως έτσι, υπάρχουν ακόμη και σήμερα συγγενείς των θυμάτων της Πολιτιστικής Επανάστασης που αποζητούν δικαιοσύνη και απαντήσεις και δεν είναι διατεθειμένοι να συγχωρήσουν τον «Μεγάλο Τιμονιέρη» και τους «κόκκινους φύλακες» εκείνης της εποχής.
Ο Τσέν, ένας συνταξιούχος δάσκαλος, έχασε τον πατέρα του εκείνη την περίοδο. Τώρα λέει: «Δεν έχω τι να πω για εκείνους τους ανθρώπους. Τι θα μπορούσα να πω; Το ότι έκαναν λάθος; Οτι δεν γνώριζαν; Οτι ήταν νέοι;»
Η Γιάο Σουπίνγκ έχασε τη μητέρα της όταν την δολοφόνησαν οι κομματικοί τον Αύγουστο του 1966, ενώ ο πατέρας του αυτοκτόνησε δύο χρόνια μετά. Τώρα λέει πως είναι σε θέση να τους συγχωρήσει αρκεί κι εκείνοι να αποφασίσουν να απολογηθούν. «Ολοι εκείνοι ήταν εργαλεία και όχι οι οργανωτές. Ηταν σχολιαρόπαιδα και δεν γνώριζαν τίποτα. Ηταν υποχρεωμένα να κάνουν αυτά που έκαναν λόγω της Επανάστασης».
Η αλήθεια είναι ότι αρκετά από εκείνα τα μέλη του κόμματος, τα κατοπινά χρόνια προχώρησαν σε αμφιλεγόμενες απολογίες. Ενας από αυτούς ήταν ο Σονγκ Μπινμπίν. Μιλώντας το 2014 σε κινεζική εφημερίδα, παραδέχθηκε: «Ελπίζω ότι όλοι αυτοί που έκαναν λάθος κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης και έβλαψαν τους καθηγητές και τους συμμαθητές τους, θα ψάξουν μέσα στη ψυχή τους και θα αναζητήσουν συγχώρεση και θα επιτύχουν μια συμφιλίωση».
Οι αργοπορημένες απολογίες
Ο Ρόντρικ ΜακΦάρκουαρ, συγγραφέας του βιβλίου «Mao’s Last Revolution» («Η Τελευταία Επανάσταση του Μάο»), λέει πως αυτές οι απολογίες ήρθαν πολύ αργά. Προσθέτει πως θα έπρεπε να υπάρξει ένα εθνικό κύμα απολογιών που να περιλαμβάνει και το τελευταίο χωριό της Κίνας, όμως κάτι τέτοιο πολύ δύσκολα θα το αποδεχόταν μια κυβέρνηση να το κάνει.
«Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι θα ήταν να παρελάσουν μπροστά σε πολύ κόσμο και να παραδεχθούν την ντροπή τους. Αυτό που ζητούσαν ήταν κάποιο είδος καθαρμού από το κόμμα, μια μονομερή αλήθεια και μια συμφιλίωση με το παρελθόν».
Φευ, ούτε κι αυτό μπορεί να γίνει, καθώς κάπως έτσι θα ανοίξει πάλι η πόρτα του παρελθόντος και θα φανούν πολλά από τα λάθη του Μάο και αυτό είναι κάτι που ο Τζινπίνγκ δεν θέλει με τίποτα να το βιώσει.
Υπάρχει περίπτωση θύματος, του Τσεν Γιανρόγκ, ο οποίος δολοφονήθηκε από μέλη του κόμματος. Το 1971, καθώς η Πολιτιστική Επανάσταση βρισκόταν στην τελευταία φάση της, ο θάνατος του Τσεν θεωρήθηκε «ατύχημα», εξήγηση που οι συγγενείς του δεν δέχθηκαν ποτέ. Οκτώ χρόνια μετά, η οικογένεια του έλαβε ένα ποσό 2.500 γουάν (337 ευρώ) από το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Τον Φεβρουάριο του 1979, αξιωματούχοι του κόμματος παρέδωσαν στους συγγενείς μια σύντομη «πολιτική ετυμηγορία» για τον θάνατο του Τσεν. Ωστόσο, δεν έκανε καμία μνεία στους υπαίτιους της δολοφονίας, αλλά κατηγορούσε την ομάδα «Gang of Four», μια ομάδα κομμουνιστών ηγετών μεταξύ των οποίων και η γυναίκα του Μάο, Τζιανγκ Κινγκ.
Κατά τον ΜακΦάρκουαρ, η άρνηση του Πεκίνου να αφήσει την αλήθεια να λάμψει (όπως συνέβη στην Αργεντινή, τη Χιλή, την Ουρουγουάη ή τη Ν. Αφρική), άφησε ανοιχτή την πόρτα για περαιτέρω βία. «Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί ξανά αν δεν το αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπο. Μια φοβερή επίπτωση της Πολιτιστικής Επανάστασης ήταν η βία που άσκησαν Κινέζοι σε Κινέζους».