Ο Χρήστος Λούλης στο ρόλο του κακοποιού Μακχίθ μαζί με τον Νίκο Καραθάνο που έχει τον ρόλο του αστυνόμου αλλά και του αφηγητή | Παλλάς
Επικαιρότητα

Μαχαιροβγάλτες του Μπρεχτ και του Βάιλ στην Αθήνα

Σοσιαλιστική κριτική στον ωμό καπιταλισμό. Ο εντυπωσιακός τρόπος που η τζαζ απείλησε τη γερμανική παράδοση. Και μια ιστορία που ακόμα στοιχειώνει και συγκινεί όλο τον κόσμο: Η «Οπερα της Πεντάρας» ανεβαίνει στο θέατρο Παλλάς
Ματούλα Κουστένη

Τον Μάιο του 1928 η Γερμανία ζούσε στο ρυθμό των βουλευτικών εκλογών. Οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές κέρδιζαν δυνάμεις, ενώ αμελητέο θεωρήθηκε το ποσοστό ενός ηγέτη που την επόμενη δεκαετία θα ξεκινούσε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Αδόλφος Χίτλερ μετρούσε 2,6% σε ομοσπονδιακό επίπεδο και έμπαινε στην πτέρυγα των χαμένων με 12 βουλευτές σε σύνολο 491. Κι όμως, η εποχή ανήκε στους εθνικοσοσιαλιστές, ακόμη κι αν δεν ήταν νικητές.

Στον ρόλο του μαφιόζου Τζόναθαν Πίτσαμο ο Αγγελος Παπαδημητρίου. Την κόρη του υποδύεται η Νάντια Κοντογεώργη και τη σύζυγό του η Καριοφυλλιά Καραμπέτη

Κάτω από την επιφάνεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι τεκτονικές πλάκες είχαν αρχίσει να μετακινούνται. Η αστική δημοκρατία δεν είχε πολλούς φίλους. Ακόμη και οι καλλιτέχνες ή οι πλέον διαπρεπείς «διανοούμενοι της Βαϊμάρης» (Άρνολντ Τσβάιχ, Γιοχάνες Μπέχερ, Άννα Σέγκχερς) είχαν ως όραμά τους την ανατροπή του καθεστώτος και τη δημιουργία της «σοβιετικής Γερμανίας».

Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, που την ίδια περίοδο με τις εκλογές ολοκλήρωνε το λιμπρέτο για την «Όπερα της πεντάρας», σε μουσική του Κουρτ Βάιλ. Η πρεμιέρα θα δοθεί τελικά στις 31 Αυγούστου 1928 στο Θέατρο του Σιφμπάουερνταμ (έδρα αργότερα του Berliner Ensemble, το οποίο ιδρύουν οι Μπρεχτ και Χελένε Βάιγκελ). Έκτοτε, το παράνομο σύμπαν του Μακ του Μαχαιροβγάλτη (Μακίθ), της Πόλι Πίτσαμ και της Τζένι, με σκηνικό το βικτωριανό Λονδίνο, θα περάσει στη μεγάλη οθόνη (πρώτη εκδοχή εκείνη του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ το 1931), θα γνωρίσει δεκάδες παραλλαγές για την όπερα και το θέατρο και θα μεταφραστεί σε πάνω από 18 γλώσσες.

Η «Οπερα της πεντάρας» έχει αναμετρηθεί, λοιπόν, με το κοινό αίσθημα με διάφορους τρόπους και σε άπειρες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας. Κι αυτός ο παράγοντας της βαθιάς μας γνωριμίας με το έργο αλλά και των αναφορών που εξακολουθεί να έχει στην ζωή όλων μας είναι μία από τις πολλές δυσκολίες που ξέρει ότι αντιμετωπίζει ο Γιάννης Χουβαρδάς. Επιστρατεύοντας για άλλη μια φορά μια εθνική ομάδα ηθοποιών ο σκηνοθέτης ανεβάζει στο Θέατρο Παλλάς, την δική του εκδοχή σε αυτό το τόσο δημοφιλές κείμενο.

«Το έργο μπορεί να δανείζεται στοιχεία από διαφορετικά είδη θεάτρου, αλλά τελικά αποτελεί ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος από μόνη της. Και αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη δυσκολία, αλλά και η μεγάλη πρόκληση για ένα σύγχρονο ανέβασμα» Γιάννης Χουβαρδάς

Στον ρόλο του Τζόναθαν Πίτσαμ, που ως γνήσιος διεφθαρμένος μαφιόζος πουλάει μεν προστασία στους ζητιάνους του Λονδίνου αλλά συγχρόνως ασκεί κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, θα δει κανείς τον Αγγελο Παπαδημητρίου. Την σύζυγό του, Κυρία Πίτσαμ, ερμηνεύει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Την κόρη του Πόλι και αρραβωνιαστικιά του περιβόητου κακοποιού Μακχίθ (Χρήστος Λούλης) η οποία κάτι έχει κληρονομήσει από το επιχειρηματικό δαιμόνιο του πατέρα της, αναλαμβάνει η Νάντια Κοντογεώργη. Ενώ την πρώην αγαπημένη του Μακχίθ, την πόρνη Τζένι, υποδύεται η Λυδία Φωτοπούλου. Διττός ο ρόλος του Νίκου Καραθάνου ο οποίος επωμίστηκε τον αφηγητή και τον αστυνόμο Μπράουν, κολλητό του Μακχίθ.

Βαθιά επιθυμία του σκηνοθέτη είναι να ανταποκριθεί στις τεράστιες μουσικές απαιτήσεις, να παρουσιάσει μια παράσταση με σαφείς στόχους, που δεν θα απέχει πολύ από το πρωτότυπο, που θα είναι σοβαρή αλλά καθόλου σοβαροφανής, που θα αναδεικνύει την κωμική της πλευρά χωρίς να ρέπει σε ευκολίες, που θα καταφέρει να είναι ελκυστική στο μεγάλο αλλά και το ειδικό κοινό και που πέρα από το πολυφορεμένη στις μέρες ρήση «το πάντα επίκαιρο έργο» θα αποδεικνύει γιατί αξίζει ένα ακόμα ραντεβού με τον Μπρεχτικό σύμπαν.

«Η “Οπέρα της πεντάρας” έχει κατά καιρούς αντιμετωπιστεί ως μιούζικαλ, ως πολιτική σάτιρα με τραγούδια, ως κωμωδία ευρείας κατανάλωσης, ως μουσικό μπουλβάρ, ακόμα και ως επιθεώρηση εποχής. Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για τίποτε από αυτά», λέει ο Γιάννης Χουβαρδάς για την παράστασή του. «Το έργο μπορεί να δανείζεται στοιχεία από πολλά και διαφορετικά είδη θεάτρου, αλλά τελικά αποτελεί ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος από μόνη της. Και αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη δυσκολία, αλλά και η μεγάλη πρόκληση για ένα σύγχρονο ανέβασμα: μέσα από μια προσεκτική και θαρραλέα προσέγγιση, να αναδειχθούν η καθαρότητα, η εκρηκτικότητα και η ψυχαγωγική δύναμη που συνθέτουν τον κόσμο του υπέροχου αυτού έργου».

Αγγελος Παπαδημητρίου, Χρήστος Λούλης, Καριοφυλλιά Καραμπέτη: Τρεις κορυφαίοι ηθοποιοί υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Χουβαρδά

Οσο για το σκηνικό – με την υπογραφή της Εύας Μανιδάκη- είναι σύμφωνα με τον κ. Χουβαρδά «ένας μεγάλος, ενιαίος χώρος μαζικής εργασίας, όπου θα συνυπάρχουν, θα συμβιώνουν και θα συγκρούονται μέχρις εσχάτων, μέρα και νύχτα, όλες οι διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων που απαρτίζουν την τόσο ιδιότυπη, αλλά και τόσο οικεία κοινωνία της «Όπερας»: ζητιάνοι, πόρνες, μικροεγκληματίες, αστυνομικοί, μικρά και μεγάλα αφεντικά, αλλά και το υπέρτατο, αόρατο αφεντικό, πάνω από όλα και όλους».

Οπως συμβαίνει με τη φωτεινή πλευρά της ποπ κουλτούρας, το έργο στα 88 χρόνια ζωής του έχει γνωρίσει μία εκλαΐκευση ιστορικών προδιαγραφών. Από το «Mack the knife» του Λούις Άρμστρονγκ (1956) και του Μπόμπι Ντάριν (1959) ως τις εκδοχές του Νικ Κέιβ (1995), της Μαριάν Φέιθφουλ (1997) και του Ρόμπι Γουίλιαμς (2001), η μπαλάντα ενός μαχαιροβγάλτη ποτέ άλλοτε δεν ακούστηκε τόσο λαμπερή όσο με τους –παραλλαγμένους ανά εποχή- στίχους του Μπρεχτ. Με τη δική της αποστασιοποίηση, από την άλλη, λουσμένη στο λυρισμό της εκδίκησης, η «Τζένη των πειρατών» (Pirate Jenny) περιμένει το καράβι που θα φέρει την καταστροφή σε όσους την περιφρονούν. Και σ’ αυτήν την περίπτωση η Φέιθφουλ και ο Κέιβ διεκδικούν το μερίδιό τους, αλλά είναι η Νίνα Σιμόν που κλέβει την παράσταση.

Στην ελληνική δισκογραφία η πρώτη εκτέλεση περιέχεται στο άλμπουμ «Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδάει Μπρεχτ» (1979), ενώ ακολουθεί η Χάρις Αλεξίου στα «Απρόβλεπτα τραγούδια»: «Κύριοι μου καλοί τώρα πια δε γελάτε τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί/ κι όλα τα βρωμόσπιτα σας τα γκρέμισαν σε μια νύχτα/ απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο δω (κι απορείτε γιατί τ’ άφησαν αυτό)/ Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στην πόλη».

Βεβαίως στην εποχή του η μεγαλύτερη απειλή για τη γερμανική μουσική παράδοση ήταν η επιρροή της αμερικανικής τζαζ, η οποία για τους «καθαρολόγους» είχε διεισδύσει σε έργα όπως –ποια άλλη;- η «Όπερα της πεντάρας»

Η εικονογραφία του τραγουδιού δεν απέχει από την εποχή στην οποία αναφέρονται οι Βάιλ – Μπρεχτ. Όπως σημειώνει ο Ρίτσαρντ Έβανς στην «Έλευση του Γ’ Ράιχ» (Αλεξάνδρεια), «η ριζικά νεωτερική κουλτούρα της Βαϊμάρης χαρακτηριζόταν από μια εμμονή στην αποκλίνουσα συμπεριφορά, τον φόνο, την ωμότητα και το έγκλημα». Οι δολοφόνοι γίνονται κεντρικές φιγούρες όχι μόνο στην «Όπερα της πεντάρας», αλλά και στην ταινία «Ο δράκος του Ντίσελντορφ» του Φριτς Λανγκ ή στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Άλφρεντ Ντέμπλιν «Βερολίνο Αλεξάντερπλατς». Οι εγκληματίες γίνονται πηγή φόβου και σαγήνης, σε μια εποχή που ο πληθωρισμός εκτοξεύεται, η ανεργία καλπάζει και η αίσθηση ότι η ανομία βρίσκεται εκτός ελέγχου είναι η κυρίαρχη.

Αναγνωρίζοντας τις μουσικές απαιτήσεις ο Γιάννης Χουβαρδάς τοποθετεί στην σκηνή του θεάτρου Παλλάς μια 12μελή ορχήστρα που θα φροντίσει για τις κοφτές, κινήσεις, τους καταιγιστικούς ρυθμούς, τα πυκνά γκρουπαρίσματα των ηθοποιών, την υποστήριξη του σβέλτου, ειρωνικού ύφους στον λόγο και την ανυπέρβλητη, διεγερτική, τζαζίστικη μουσική του Κουρτ Βάϊλ (την ενορχηστρωτική επιμέλεια και διεύθυνση ορχήστρας έχει αναλάβει ο Θοδωρής Οικονόμου).

Η Λυδία Φωτοπούλου υποδύεται την πόρνη Τζένη και η Καριοφυλλιά Καραμπέτη την σύζυγο του αρχιμαφιόζου, την κυρία Πίτσαμ

Βεβαίως στην εποχή του η μεγαλύτερη απειλή για τη γερμανική μουσική παράδοση ήταν η επιρροή της αμερικανικής τζαζ, η οποία για τους «καθαρολόγους» είχε διεισδύσει σε έργα όπως –ποια άλλη;- η «Όπερα της πεντάρας». Το έργο θεωρήθηκε από την αρχή μια καυστική καταγγελία της εκμετάλλευσης που εκτυλισσόταν μέσα σε έναν κόσμο κλεφτών και εγκληματιών και μια σοσιαλιστική κριτική στον ωμό καπιταλισμό. Πέντε χρόνια αργότερα ο Βάιλ και ο Μπρεχτ εγκατέλειπαν την πατρίδα τους, καθώς οι μαχαιροβγάλτες είχαν αναλάβει την εξουσία… Και πολλά χρόνια μετά η ιστορία γράφεται ακόμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Ενορχηστρωτική επιμέλεια – διεύθυνση ορχήστρας: Θοδωρής Οικονόμου.
 Δημιουργία βίντεο: Δημοσθένης Γρίβας. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Πρωταγωνιστούν: Μακχίθ: Χρήστος Λούλης. Κυρία Πίτσαμ: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Κύριος Πίτσαμ: Άγγελος Παπαδημητρίου. Τζένι: Λυδία Φωτοπούλου.
Αφηγητής, Αστυνόμος Μπράουν: Νίκος Καραθάνος. Πόλι: Νάντια Κοντογεώργη.
 Λούσυ: Κίκα Γεωργίου.

Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή 19:30, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 20:30

Θέατρο Παλλάς

Διεύθυνση: Βουκουρεστίου 5, Αθήνα 105 64

Τηλέφωνο: 210 321 3100

 Ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε

Έπειτα από κλήρωση 3 τυχεροί, που θα αφήσουν το σχόλιό τους εδώ, θα κερδίσουν από μία διπλή πρόσκληση. Δύο διπλές για την παράσταση της Πέμπτης 3 Μαρτίου και μία διπλή για την παράσταση της Πέμπτης 10 Μαρτίου.*  

*(Παρακαλούμε, κατά την υποβολή σχολίων, να χρησιμοποιείτε έγκυρο email ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας σε περίπτωση που κληρωθείτε. Το protagon δεν φέρει καμία ευθύνη για τυχόν αλλαγές στην ημερομηνία των προσκλήσεων. Οι υπεύθυνοι οφείλουν να επικοινωνούν με τους νικητές σε τέτοιες περιπτώσεις, στο τηλέφωνο επικοινωνίας που έχουν δηλώσει οι ίδιοι απαντώντας στο ενημερωτικό email, το οποίο αποστέλλεται από το protagon.gr μετά την κλήρωση)