Τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου πληθυσμού (74%) θα είναι εκτεθειμένα σε θανατηφόρα κύματα καύσωνα έως το 2100, αν οι εκπομπές του άνθρακα στην ατμόσφαιρα συνεχίσουν να αυξάνουν με τον σημερινό ρυθμό τους.
Αυτή την προειδοποίηση απευθύνει μια νέα, διεθνής επιστημονική μελέτη, σύμφωνα με την οποία ακόμη κι αν οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων «αερίων του θερμοκηπίου» μειωθούν δραστικά, και πάλι σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Γης (το 48%) θα είναι εκτεθειμένος σε επελάσεις ζέστης η οποία θα είναι φονική. Σήμερα, το ποσοστό του εκτεθειμένου πληθυσμού σε θανατηφόρους καύσωνες για τουλάχιστον 20 μέρες μέσα στο έτος εκτιμάται σε περίπου 30%.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή γεωγραφίας Καμίλο Μόρα του Πανεπιστημίου της Χαβάης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής «Nature Climate Change», εντόπισαν περισσότερες από 1.900 τοποθεσίες παγκοσμίως, όπου μετά το 1980 οι υψηλές θερμοκρασίες έχουν σκοτώσει ανθρώπους.
Αναλύοντας τις κλιματικές συνθήκες για τα 783 πιο φονικά κύματα καύσωνα σε 164 πόλεις 36 χωρών, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι υπάρχει ένα παγκόσμιο «κατώφλι» πέρα από το οποίο η μέση ημερήσια θερμοκρασία και υγρασία γίνονται φονικές. Η συνολική έκταση του πλανήτη μας όπου αυτό το κατώφλι έχει ξεπερασθεί για τουλάχιστον 20 μέρες μέσα στο έτος, αυξάνει συνεχώς και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, ακόμη κι αν μπει «φρένο» στις εκπομπές των ρύπων του άνθρακα.
«Ξεμένουμε από επιλογές για το μέλλον», προειδοποίησε ο Μόρα. «Οι επιλογές μας, όσον αφορά τους καύσωνες, κυμαίνονται πλέον ανάμεσα στις κακές και στις τρομακτικές. Πολλοί άνθρωποι ανά τον κόσμο ήδη πληρώνουν το τίμημα των καυσώνων. Το ανθρώπινο σώμα μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε ένα στενό εύρος θερμοκρασιών γύρω στους 37 βαθμούς Κελσίου. Οι καύσωνες συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή, επειδή οι καυτές θερμοκρασίες, που επιδεινώνονται από την υψηλή υγρασία, μπορούν να αυξήσουν τη θερμοκρασία του σώματος, οδηγώντας σε απειλητικές για τη ζωή συνθήκες», πρόσθεσε.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα φονικών καυσώνων υπήρξαν το 2003 στην Ευρώπη με περίπου 70.000 νεκρούς, στη Μόσχα το 2010 με 10.000 θύματα και στο Σικάγο το 1995 με 700 θανάτους. Η Νέα Υόρκη, η Ουάσιγκτον, το Λος Αντζελες, το Τορόντο, το Λονδίνο, το Πεκίνο, το Τόκιο, το Σίδνεϊ, το Σάο Πάολο κ.α. είναι ανάμεσα στις μεγαλουπόλεις που έχουν βιώσει θανατηφόρα κύματα καύσωνα.
Οι ερευνητές δημιούργησαν μια διαδικτυακή εφαρμογή, η οποία, για οποιοδήποτε μέρος στη Γη, μπορεί να υπολογίσει τον αριθμό των ημερών του έτους που η θερμοκρασία και η υγρασία στο μέλλον εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν το φονικό «κατώφλι».
Για παράδειγμα, έως το 2100 η Νέα Υόρκη αναμένεται να έχει περίπου 50 μέρες το χρόνο με κλιματικές συνθήκες πάνω από το κατώφλι, στο οποίο οι άνθρωποι στο παρελθόν είχαν πεθάνει. Αντίστοιχα, στο τέλος του αιώνα μας οι φονικά καυτές μέρες του έτους πάνω από το όριο θα είναι 20 για το Σίδνεϊ, 30 για το Λος Αντζελες, αλλά όλο το καλοκαίρι για το Ορλάντο της Φλόριντα και το Χιούστον του Τέξας.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή από τους καύσωνες θα υπάρχει στις τροπικές περιοχές, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ στα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη ο κίνδυνος θανάτων λόγω της μεγάλης ζέστης θα περιορίζεται στα καλοκαίρια.
Οι ερευνητές δεν παρέλειψαν να επικρίνουν τη στάση της κυβέρνησης Τραμπ στο θέμα της κλιματικής αλλαγής. «Πρωτοβουλίες όπως η απόσυρση από τη συμφωνία του Παρισιού είναι ένα βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση, που αναπόφευκτα θα καθυστερήσει τη διόρθωση ενός προβλήματος για το οποίο απλούστατα δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για χάσιμο», δήλωσε ο Μόρα. Οπως είπε, η αυξανόμενη γήρανση του παγκόσμιου πληθυσμού και η εντεινόμενη αστικοποίηση θα καταστήσουν τις πόλεις ακόμη πιο ευάλωτες στο μέλλον.