Ο Ριουίτσι Σακαμότο είναι ένα όνομα που εμπνέει σεβασμό σε πολλών ειδών φιλότεχνους και σε μεγάλο εύρος ηλικιών, από τη δεκαετία του ’70 ακόμα. Μουσικός, συνθέτης, παραγωγός δίσκων, πιανίστας, ακτιβιστής, συγγραφέας, ηθοποιός και χορευτής, ζει μεταξύ Τόκιο και Νέας Υόρκης. Σπούδασε μουσική στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών και Μουσικής του Τόκιο, όπου διακρίθηκε στη σύνθεση και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην ηλεκτρονική και στην έθνικ μουσική. Από το 1977 άρχισε να εργάζεται ως συνθέτης. Η καριέρα του ξεκίνησε ως μέλος του ηλεκτρονικού γκρουπ Yellow Magic Orchestra. Στη σόλο καριέρα του συνεργάστηκε με πολλά, μεγάλα διεθνή ονόματα και πειραματίστηκε πολύ επάνω σε μουσικά είδη, από την ηλεκτρονική μέχρι την κλασική μουσική και την έθνικ.
Η πραγματικότητα, όμως, για αυτόν άνθρωπο, δεν εξαντλείται μόνο στις παραπάνω λέξεις.
Τι να πρωτογράψεις για αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη; Εχει συνθέσει μέχρι και τη μουσική για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης, το 1992.
Ως κινηματογραφικός συνθέτης ξεκίνησε με το «Καλά Χριστούγεννα κύριε Λόρενς», σε εκείνη την ταινία-σταθμό για την Εβδομη Τέχνη, στην οποία συμπρωταγωνιστούσε δίπλα στον Ντέιβιντ Μπάουι.
Εχει κερδίσει πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων Οσκαρ, BAFTA, Γκράμι και δύο Χρυσές Σφαίρες για τις κινηματογραφικές συνθέσεις του. Η πιο γνωστή κινηματογραφική του μουσική είναι για την ταινία «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας».
Το 2014 ο Σακαμότο απείχε για έναν χρόνο από κάθε δραστηριότητα, έπειτα από διάγνωση ότι έπασχε από στοματοφαρυγγικό καρκίνο. Επιστρέφοντας στην καλλιτεχνική δημιουργία, το 2015, δήλωσε: «Τώρα, είμαι καλά. Νιώθω καλύτερα. Πολύ, πολύ καλύτερα. Νιώθω μέσα μου ενέργεια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ο καρκίνος μπορεί να επιστρέψει σε τρία χρόνια, σε πέντε χρόνια, ίσως και σε 10 χρόνια. Επιπλέον, η ακτινοθεραπεία καταπονεί πολύ το ανοσοποιητικό σου σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα μου είναι αυτή τη στιγμή ανοιχτό σε έναν άλλο καρκίνο».
Τρία χρόνια μετά, o Σακαμότο μίλησε στον Guardian, όπου ο δημοσιογράφος τον συνάντησε στην ταράτσα ενός κτιρίου με θέα στο λιμάνι του Οσλο. Ο Ριουίτσι Σακαμότο, «νονός» της μουσικής techno και του hip-hop, μπορεί να φτιάξει μουσική με οτιδήποτε. Με μια τσατσάρα, με γρατζουνίσματα επάνω σε ένα τσέλο, με τον ήχο του ανέμου, τον παφλασμό της θάλασσας. Εάν του αρέσει κάποιος ήχος, τον μεταφέρει στον φορητό υπολογιστή του και του κάνει μια πρώτη επεξεργασία. Αργότερα, στο σπίτι του -όπου κι αν είναι αυτό επάνω στον πλανήτη- υπάρχει πάντα ένα δωμάτιο το οποίο είναι διαμορφωμένο σε στούντιο. Πολλές φορές μπαίνει εκεί μέσα και χάνεται για πολλά μερόνυχτα. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε να φάει ούτε να πιει. Και αυτός είναι ο ορισμός του στοχοπροσηλωμένου καλλιτέχνη. Θα χαθεί στις συνθέσεις του προκειμένου να αποδώσει όλα όσα έχει φτιάξει ήδη στο μυαλό του: μουσικές κομψές, εκλεπτυσμένες, συναισθηματικές, πλούσιες από «θησαυρούς» πολιτισμών από όλον τον κόσμο. Κάποιες φορές, οι ήχοι του είναι λίγο παραπάνω «ομιχλώδεις», λόγω της περιπέτειας της υγείας του, λόγω του καρκίνου που θρονιάστηκε στον λαιμό του. Αυτή η διάθεση αποτυπώθηκε στον δίσκο «Async» – την πρώτη σόλο προσπάθειά του έπειτα από επτά χρόνια αποχής από τη δισκογραφία.
Ο Σακαμότο μιλά ήρεμα, αργά και ήσυχα, ώστε να μην ερεθίζει τον λαιμό του και μπορεί να αναφέρεται την ίδια στιγμή στα εγκόσμια, αλλά και στον θάνατο, κάνοντας και «μαύρο» χιούμορ. «Γνώριζα το θέμα της κατάστασης της υγείας μου, περίπου από το 2009», λέει ο ίδιος. «Η ανθρώπινη αποσύνθεση μπορεί να αποδοθεί συμβολικά μέσω ενός πιάνου», τονίζει ο ίδιος. Περισσότερο από όλα, του αρέσει ο ήχος του πιάνου. «Ηταν το πρώτο όργανο που απέκτησα. Είναι μέρος του κορμιού μου. Μέρος του εαυτού μου. Ο ήχος του πιάνου πάντα μοιάζει να σβήνει και μετά να χάνεται. Σαν τις ζωές των ανθρώπων. Γεννιέσαι και μετά αντίο», σημειώνει ο ίδιος με ένα πικρό χαμόγελο και είναι προφανές ότι έχει κάνει ώρες διαλογισμού επάνω στο συγκεκριμένο θέμα, επάνω στα πλήκτρα ενός πιάνου. «Ενα έγχορδο όργανο έχει μία αιώνια φωνή. Σαν τα όνειρα των ανθρώπων. Εχει φαντασία και μπορεί να ζει αιώνια», υπογραμμίζει, με λέξεις που θα μπορούσαν να σκαλιστούν επάνω σε μαρμάρινες πλάκες. Εκεί όπου θα μπορούσαν, δυνητικά, να γραφούν οι 10 Εντολές της Μουσικής.
Φυσικά, αυτή η εμπειρία τού να είναι πολύ κοντά στον θάνατο, τον έκανε, πιο ταπεινό. Αλλαξε. Αναθεώρησε πολλά από αυτά που πίστευε ως σταθερές στη ζωή του. «Η διάρκεια του χρόνου κάνει τη μουσική πιο απλή. Η απλότητα, όμως, είναι κάτι πολύ δύσκολο. Τι είναι η απλότητα; Ψάχνω την απάντηση τώρα πια», δηλώνει, με λόγια τόσα απλά, αλλά με σύνθετες έννοιες μέσα τους.
Οπως ακριβώς είναι και η ίδια η μουσική, άλλωστε. Πιτσιρικάς, άκουγε Beatles και Rolling Stones, όπου δεν γνώριζε ποιοι είναι Βρετανοί και ποιοι Αμερικανοί – ήταν, απλώς, Δυτικοί, για εκείνον. Αλλά τους αγαπούσε. Είχε την ποπ μουσική από τη μια μέσα του και τον Μπαχ από την άλλη. Αργότερα φώλιασαν στα εντός του κι άλλες μουσικές, όπως ο δικός μας, ο Ιάννης Ξενάκης, ο πρόδρομος της ηλεκτροακουστικής μουσικής.
Στο Πανεπιστήμιο, όπου πήγε για να σπουδάσει σύγχρονη μουσική, έπαιξε με τζαζ μπάντες, σε μικροσκοπικά μπαρ, και πειραματίστηκε με την ηλεκτρονική ψυχεδέλεια των Kraftwerk, γνώρισε μουσικές τεχνοτροπίες, τις εφάρμοζε σε αυτά τα κομμάτια που άρχισε να γράφει και τα κρατούσε κρυφά από όλους. Το 1978, μαζί με άλλους τύπους που έπαιζαν μουσική καλύτερα από ό,τι ανέπνεαν, σχημάτισαν τη Yellow Magic Orchestra (YMO). Μια μπάντα που σκόρπισε μουσική μαγεία.
Επειτα, όλα τα υπόλοιπα περιγράφονται σαν το ιδανικό όνειρο που θα ήθελε να δει κάθε μουσικός στη ζωή του. Μόνο που ο Σακαμότο τα είδε όλα ξύπνιος, είδε live την επανάσταση που ο ίδιος ξεκίνησε. Από techno-pop με κοστούμια φανταχτερά, μέχρι νότες cyborg, να και το hip-hop, το electro και το techno – θεωρείται ένας εκ των «πατεράδων» τους. Ο Σακαμότο σήμερα δηλώνει ευγνώμων για το ότι άκουσε τους Kraftwerk και του μπόλιασαν την ιδέα να γράψει «τρελές» μουσικές για την εποχή του. Και να έχει και αποδοχή – αυτό ήταν το σημαντικότερο. Να γνωρίσει παγκόσμιους σταρ και να συνεργαστεί μαζί τους, όπως τον Ντέιβιντ Μπερν, τον Ιγκι Ποπ, τον Μπερτολούτσι, τον Ντέιβιντ Μπάουι. Οπου όταν και οι δύο ζούσαν στη Νέα Υόρκη, μετά την επιτυχία της κοινής εμφάνισής τους στα «Χριστούγεννα του κ. Λόρενς», δεν συναντήθηκαν ποτέ. Δεν είχε γίνει εσκεμμένα, αλλά συνέβη. Και αυτό είναι κάτι που ο Σακαμότο, ειδικά τώρα που ο «Λεπτός, Λευκός Δούκας» κίνησε για άλλους πλανήτες, το κουβαλά ακόμα μέσα του: «Εχω μεγάλη λύπη που χαθήκαμε και δεν βρεθήκαμε ξανά με τον Μπάουι», επισημαίνει ο ίδιος, σε μια από τις μεγαλύτερες εξομολογήσεις του.
Ο σημαντικός ιάπωνας συνεχίζει να πηγαίνει ακόμα στη Νέα Υόρκη, άλλωστε έχει λύσει, πολλά χρόνια τώρα, το οικονομικό πρόβλημά του. Εκεί, πίνει καφέ σε καφετέριες παρακολουθώντας τον κόσμο, γυρνά σπίτι και βλέπει στην τηλεόραση Family Guy και στο σινεμά κορεατικές ταινίες. Παίζει Μπαχ στο αγαπημένο πιάνο του και διαβάζει ευρέως: ειδικά Ανθρωπολογία, μουσική των εθνών, καθώς και Αρχαιολογία και Παλαιοντολογία – αυτά του έχουν μείνει από τότε που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο.
Ακούει πάντα πολλές μουσικές και τώρα τελευταία του αρέσει το βιολί, το οποίο προσπαθεί να το «παντρέψει» με ηλεκτρονικούς ήχους, θεωρώντας ότι αυτοί οι ήχοι συμβολίζουν την αθανασία.
Την οποία, όμως, ο ίδιος, την έχει κερδίσει μέσα μας, εδώ και πολλά χρόνια.
Βασικά, με τις μουσικά αδιαπραγμάτευτες αλήθειες του.