Αλλιώς τον ονειρευόταν, τον επίλογο της μυθικής του καριέρας. Μπροστά σε γεμάτες εξέδρες (η επαφή του με τον κόσμο υπήρξε, ανέκαθεν, το καύσιμό του, είτε τον χειροκροτούσαν είτε τον αποδοκίμαζαν), έπειτα από ένα σημαντικό ματς, ή, ακόμη καλύτερα, από μια μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, ο Θεός του μπάσκετ -αν υπάρχει τέτοιος- του επιφύλασσε ένα τέλος άδοξο και βουβό. Ολα για κάποιο λόγο γίνονται, όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος ο Βασίλης Σπανούλης.
Ηθελε να παίξει και του χρόνου στον Ολυμπιακό. Αρκεί να τον διαβεβαίωναν οτι θα εξακολουθούσε να έχει σημαντικό ρόλο. Οτι δεν θα ήταν ένας, ακόμη, «γκαρντ», ένας από τους πολλούς. Αλλά τέτοια εγγύηση, ήταν αδύνατο να του δοθεί.
Από τη μια, το κατανοούσε. Ηταν λογικό. Από την άλλη, όμως, ο εγωϊσμός του δεν του επέτρεπε να καταντήσει κομπάρσος εκεί που επί 11 χρόνια το όνομά του ήταν πρώτο στη μαρκίζα. Το 2010 διέβη τον Ρουβίκωνα, μόνο και μόνο για να γίνει πρωταγωνιστής. Εγκατέλειψε το ασφαλές περιβάλλον του Παναθηναϊκού (του Ζέλικο Ομπράντοβιτς), για να πάει στον Ολυμπιακό που είχε να κερδίσει το πρωτάθλημα από το 1997. Τεράστιο ρίσκο, σε μια εποχή που δεν ήταν ακόμη… ο Σπανούλης.
Ετσι ήταν ο «V Span» από μικρός. Κάποιοι το λένε έπαρση και αλαζονεία, όμως αυτή η νοοτροπία είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των πραγματικά μεγάλων αθλητών, που «γεννήθηκαν» για να είναι ηγέτες, σε όλα τα σπορ. Ηταν και η δική του κινητήριος δύναμη. Αυτή που τον ανέβασε στην κορυφή και τον έκανε θρύλο του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Το εναλλακτικό σχέδιο για ένα αξιοπρεπές φινάλε ήταν η συμμετοχή του στο προ-Ολυμπιακό τουρνουά, με ορίζοντα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Αλλά, ούτε αυτό έμελλε να πραγματοποιηθεί. Μετά τους τραυματισμούς του Παπανικολάου, του Παπαπέτρου και του Πρίντεζη, που αποδεκάτισαν την Εθνική, ήρθε και ο δικός του. Μια θλάση στο γαστροκνήμιο τον υποχρέωσε να πάρει τη μεγάλη, τη δύσκολη για κάθε αθλητή που είναι «ερωτευμένος» με το άθλημά του, απόφαση.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τα 22 του χρόνια στο επαγγελματικό μπάσκετ;
– Την εκτόξευση του σπάνιου ταλέντου του στον Παναθηναϊκό (από το καλοκαίρι του 2005), όπου κατέκτησε το νταμπλ και βρέθηκε στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα της Ευρωλίγκας;
– Την κατάκτηση της κορυφής της Ευρώπης με την Εθνική Ελλάδας, στο Ευρωμπάσκετ του 2005, παρέα με τον Δημήτρη Διαμαντίδη, τον Θοδωρή Παπαλουκά και τ’ άλλα παιδιά;
– Την εμφάνισή του απέναντι στην Dream Team των ΗΠΑ, στη Σαϊτάμα, όπου η Εθνική μας θριάμβευσε με 101-96 και προκρίθηκε στον τελικό του Μουντομπάσκετ 2006;
– Τη θητεία του στο ΝΒΑ, τη σεζόν 2006-2007, όπου συμμετείχε σε 31 αγώνες με τη φανέλα των Χιούστον Ρόκετς;
– Τη βράβευσή του ως MVP στην Ευρωλίγκα του 2009, τη χρονιά που ο Παναθηναϊκός πέτυχε το «triple crown» (Πρωτάθλημα, Κύπελλο και ευρωπαϊκή Κούπα);
– Τη μετακίνησή του από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό, στις 11 Ιουλίου του 2010, που έκανε πάταγο όσο καμία άλλη μεταγραφή στο μπάσκετ;
– Τις δύο διαδοχικές Ευρωλίγκες (2012, 2013) που κέρδισε με τον Ολυμπιακό, οι οποίες έφεραν φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του;
– Τον πρώτο τίτλο πρωταθλήματος που έφερε στον Πειραιά (2012) έπειτα από 15 χρόνια κυριαρχίας του Παναθηναϊκού;
– Τα αδιανόητα ρεκόρ του (πρώτος σκόρερ όλων των εποχών, αλλά και πρώτος σε ασίστ), με τα οποία αποχαιρετά το ευρωπαϊκό μπάσκετ;
Ο Σπανούλης ανήκει στη λέσχη των ελάχιστων μεγάλων μπασκετμπολιστών που «μάγεψαν» το κοινό, τόσο ως μέλη μιας υπέροχης ορχήστρας (στην dream team του Παναθηναϊκού με τους πανάκριβους παίκτες), όσο και ως σολίστες (στον Ολυμπιακό, όπου όλοι και όλα περιστρέφονταν γύρω του). Το… Οσκαρ, όμως, το κέρδισε για τον ρόλο του στους «ερυθρόλευκους». Τους πήρε από το χέρι και τους οδήγησε σε θριάμβους που ούτε, καν, είχαν ονειρευτεί. Είναι η απόδειξη πως ένας παίκτης μπορεί να αλλάξει τη μοίρα μιας ομάδας.
Τα νικητήρια σουτ της τελευταίας στιγμής τού έδωσαν το παρατσούκλι «Kill-Bill». Οι πρωτοβουλίες και οι εμπνεύσεις του, που έκριναν αγώνες, και η ατσάλινη καρδιά του που ποτέ δεν λιγοψύχησε, έγιναν σημείο αναφοράς στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Οι μέρες του στα γήπεδα ήταν γεμάτες από προσωπικές υπερβάσεις, μεγάλα και μικρά κατορθώματα, από μάχες που κερδήθηκαν ή χάθηκαν, αλλά, σε κάθε περίπτωση, δόθηκαν μέχρι τέλους, όπως και ο ίδιος τόνισε στην αποχαιρετιστήρια ανάρτησή του στο Instagram.
Ακόμη και ενάντια στο χρόνο, σε έναν αγώνα «χαμένο από χέρι», πάλεψε γενναία. Οσο αντιλαμβανόταν πως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, οτι το σώμα του δεν ήταν όπως τα προηγούμενα χρόνια, τόσο περισσότερες ώρες της μέρας του ξόδευε στην προπόνηση. Λες και η καριέρα του μόλις άρχιζε! Ο Σπανούλης του 2020-2021, αν και με λιγότερο χρόνο συμμετοχής και με μικρότερες αντοχές, ήταν το σημείο αναφοράς του Ολυμπιακού. Κατάφερε να παραμείνει ανταγωνιστικός, σε υψηλό επίπεδο, μέχρι τα 39 (θα τα κλείσει τον Αύγουστο). Με το δικό του ιστορικό τραυματισμών, άλλοι σπουδαίοι μπασκετμπολίστες σταμάτησαν να παίζουν πολύ νωρίτερα. Οποιοι τον είχαν δει να προπονείται, είχαν πιστέψει πως θα συνέχιζε… μέχρι τα πενήντα. Στο τέλος, όμως, ο πανδαμάτωρ χρόνος όλους τους νικά.
Περιμέναμε να τον δούμε να αγωνίζεται στον Καναδά, όμως ξαφνικά έκανε ένα άλμα, κι από το παρκέ πέρασε στο άλμπουμ με τις αναμνήσεις των μεγάλων στιγμών -και των μεγάλων μορφών- του ελληνικού μπάσκετ. Εκεί που θα βρεις τη «Βασίλισσα της Ευρώπης» ΑΕΚ του 1968, τον «Αυτοκράτορα» Αρη των ’80s, το έπος του Ευρωμπάσκετ ’87, αλλά και του ’89, τον φοβερό ΠΑΟΚ των ’90s, τον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη, τον «Εξάστερο» Παναθηναϊκό, τους γαλανόλευκους θριάμβους της δεκαετίας του 2000, τον Ολυμπιακό των δύο διαδοχικών ευρω-τροπαίων. Τον Κολοκυθά, τον Αμερικάνο, τον Γκούμα, τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα, τον Φάνη, τον Παπαλουκά, τον Διαμαντίδη. Και, από χθες, τον Σπανούλη. Με τον επίγονο να μη φαίνεται στον ορίζοντα, η απόσυρση του Βασίλη μοιάζει με τέλος εποχής.
Ούτε ο ίδιος δεν το γνώριζε τότε, αλλά εκείνος ο πόντος που σκόραρε στις 9 Απριλίου, 33″ πριν από το τέλος του αγώνα εναντίον της Χίμκι, ήταν ο τελευταίος του Σπανούλη. Δεν προλάβαμε να τον ευχαριστήσουμε. Για τη συμβολή του στο ελληνικό μπάσκετ. Για τις συγκινήσεις που μας χάρισε. Για τα χιλιάδες παιδιά που έπιασαν μια πορτοκαλί μπάλα με όνειρο να του μοιάσουν. Για το παράδειγμα που έδωσε -κι εκτός μπάσκετ- οτι η θέληση μπορεί να κάνει το αδύνατο, δυνατό.