Πόσες φορές η ιταλική Αριστερά γραπώθηκε από κάποιον ανερχόμενο πολιτικό ηγέτη, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής του αλλά και από την αριστεροσύνη του; Και πόσες φορές μετά την πτώση του δεν «κατέληξε να είναι περισσότερο απομονωμένη, σε άσχημη κατάσταση, αναίσχυντη και ουσιαστικά άχρηστη;», διερωτάται σε κείμενό του ο Φιλίπο Τσεκαρέλι, αρθρογράφος της La Repubblica, αναφερόμενος στην ήττα του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
«Συμβαίνει αρκετά συχνά, για να μην πω πάντα», απαντά ο ιταλός δημοσιογράφος και υπενθυμίζει στους αναγνώστες του ότι πριν από μερικά χρόνια ιδρύθηκε στην Ιταλία (ενόψει των ευρωεκλογών του 2014) μια πολιτική συμμαχία στο όνομα του Τσίπρα, γεγονός για το οποίο σημαντική μερίδα των ιταλών ψηφοφόρων ενημερώθηκε ως εξής: «Γεια. Ξεκίνησε η προεκλογική εκστρατεία και εγώ χρησιμοποιώ όλα τα μέσα. Ψηφίστε την “Αλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα”», ανέφερε η νεαρή εκπρόσωπος Τύπου της νεοσύστατης πολιτικής ομάδας, μέσω μηνύματός της στο Facebook, το οποίο συνόδευε μια φωτογραφία με πρωταγωνίστρια την ίδια να ποζάρει προκλητικά, φορώντας ένα άσπρο μπικίνι, πάνω σε ένα σκάφος με φόντο τιρκουάζ νερά (κάτω).
Μερικούς μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 2015, οι ιταλοί «σύντροφοι» του έλληνα πρώην πρωθυπουργού που είχαν αυτοκληθεί «Brigata Kalimera» (Ταξιαρχία Καλημέρα), μετέβησαν στην Αθήνα για να γιορτάσουν τη νίκη του νέου ηγέτη τους. Σήμερα, περισσότερο από τέσσερα χρόνια μετά, ο Τσίπρας δεν βρίσκεται, πλέον, στην εξουσία ενώ η ευπαρουσίαστη πρώην εκπρόσωπός Τύπου της «Αλλης Ευρώπης», ονόματι Πάολα Μπακίντου, εργάζεται στο τμήμα Επικοινωνίας της RΑΙ, της ιταλικής κρατικής Ραδιοτηλεόρασης την οποία ελέγχει, πλέον, η εθνικολαϊκιστική κυβέρνηση του Σαλβίνι και του Ντι Μάιο.
Σύμφωνα με τον Τσεκαρέλι η εν λόγω ιστορία (όσον αφορά το παροδικό«κόλλημα» μερίδας των ιταλών αριστερών με τον Τσίπρα) καθώς και άλλες παρόμοιες ιστορίες με πρωταγωνιστές άλλους, πολλά υποσχόμενους, αριστερούς ηγέτες της αλλοδαπής, συνοψίζουν την τραγική μοίρα της Αριστεράς στην Ιταλία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Γιατί «υπάρχει η υποψία ότι στη, διάτρητη από μικρότητες, συλλογική μνήμη της (ιταλικής) Αριστεράς, χάθηκε το μέτρημα των ακατάλληλων και άσκοπων ιδιοποιήσεων, των αντιγραφών, των παπαγαλισμών, των πιθηκισμών, των παιδιαρισμάτων, των παράφορων ερώτων για τον έναν ή τον άλλο Τσίπρα της σειράς, σε έναν ενιαίο, επιφανειακό αλλά διαρκή μεσσιανικό εκφυλισμό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιταλός αρθρογράφος, με τον εκάστοτε εν δυνάμει Μεσσία (ένας από αυτούς ήταν και ο Τσίπρας) να αποδεικνύεται τελικά αναλώσιμος.
Η φρενίτιδα των αριστερών της Ιταλίας με τους υπέρ-ηγέτες του εξωτερικού ανάγεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 όταν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (που κάποτε ήταν περισσότερο από στέρεο όσον αφορά τα ιδεολογικά και πολιτισμικά του θεμέλια) άρχισε, υπό την ηγεσία του Ακίλε Οκέτο, του τελευταίου γ.γ. του έως τη διάλυσή του το 1991, να χάνει τον ειρμό του, στρέφοντας την προσοχή του άλλοτε στον «Γκόρμπι», άλλοτε στην πρωθυπουργό της Νορβηγίας Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ και άλλοτε στον δήμαρχο της πόλης Μανάους στη Βραζιλία, το όνομα του οποίου ελάχιστοι θυμούνται, πλέον, στην Ιταλία.
Επειτα, κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 έκανε την εμφάνισή του στη διεθνή πολιτική σκηνή ο Μπιλ Κλίντον και αρκετές ηγετικές φυσιογνωμίες της ιταλικής Αριστεράς όπως ο Φραντσέσκο Ρουτέλι, αρχικά, και ο Μάσιμο Ντ’Αλέμα, στη συνέχεια, σαγηνεύτηκαν και αποφάσισαν να τον μιμηθούν, κυρίως στο επίπεδο του στιλ και της πόζας. Την ίδια ώρα, οι αριστεροί της Ιταλίας λάτρευαν επίσης τον «ηρωικό» Μαντέλα, τη «φωτογενή απόφοιτη της Εθνικής Σχολής Διοίκησης της Γαλλίας και μητέρα τριών παιδιών» Σεγκολέν Ρουαγιάλ και τον «ευγενή πρωθυπουργό» της Ισπανίας Χοσέ Θαπατέρο.
Πίσω από τη μανία της ιταλικής Αριστεράς να αναζητά στο εξωτερικό ότι δεν μπορούσε (και εξακολουθεί να μην μπορεί) να βρει εντός της Ιταλίας, κρυβόταν η απουσία προτάσεων και σχεδίων, το γεγονός ότι έχει χάσει τον εαυτό της. Από τον Τόνι Μπλερ, για παράδειγμα, δεν υιοθέτησε μόνον τη μόδα των λευκών πουκαμίσων χωρίς γραβάτα αλλά και τις πολιτικές του όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια, με αποτέλεσμα να εφοδιαστούν με γκλομπ στην Ιταλία ακόμα και οι τροχονόμοι, να ψηφιστούν νομοθετικά διατάγματα κατά των παιδιών των φαναριών, να ελέγχονται οι μαθητές και οι μαθήτριες των ιταλικών λυκείων από σκύλους ανίχνευσης ναρκωτικών ουσιών.
Βέβαια, όταν ο Τόνι εγκατέλειψε την πολιτική και στράφηκε στον κόσμο των επιχειρήσεων, ο «Μπλερ της Ιταλίας», ο Ματέο Ρέντσι δηλαδή, προσπάθησε να μεταλλαχθεί σε «Μακρόν της Ιταλίας», δίχως, ωστόσο, να σημειώσει ανάλογη επιτυχία.
Ο τελευταίος μεγάλος Μεσσίας της ιταλικής Αριστεράς υπήρξε ο Μπαράκ Ομπάμα. Δύο χρόνια πριν από την εκλογή του στην αμερικανική προεδρία είχε ιδρυθεί στην Ιταλία το Δημοκρατικό Κόμμα και ο Βάλτερ Βελτρόνι, ο πρώτος γενικός γραμματέας του, δήλωνε μαζί με πλήθος Ιταλών «Yes, we can, Yes, we can, Yes, we can».
Κάποια στιγμή, ωστόσο, πριν από τις γενικές εκλογές του 2008, ο Μάσιμο Ντ’Αλέμα έκανε λόγο για τον κίνδυνο να μετατραπεί το «Yes, we can» σε «Yes, weekend», προειδοποιώντας, έτσι, τους συντρόφους του για το ενδεχόμενο να χάσουν τη μάχη των εκλογών (από τον Λαό της Ελευθερίας του Σίλβιο Μπερλουσκόνι) και να έχουν, κατά συνέπεια, πάρα πολλά ελεύθερα Σαββατοκύριακα στη διάθεσή τους. Τελικά ο Ντ’Αλέμα είχε δίκιο και από τότε η ιταλική Αριστερά, που στο μεταξύ πέρασε και από τον αστερισμό του Τσίπρα, εξακολουθεί να αναμένει τον νέο σωτήρα της. Και ο μοναδικός που πιθανώς να μην αποδεχθεί ως τέτοιον είναι ο πάπας Φραγκίσκος, καταλήγει ο ιταλός αρθρογράφος.