«Ήταν κάτι αναμενόμενο, καθώς ο πόνος που ένιωθε στο ισχίο του τους τελευταίους είκοσι μήνες ήταν αφόρητος. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως το τένις δεν έχασε έναν από τους σπουδαιότερους παίκτες του τα τελευταία χρόνια -κι ένα από τα καλύτερα άτομα που κόσμησαν τα κορτ».
Έτσι ξεκινάει το εκτενές άρθρο-αποχαιρετισμός του New Yorker στον σκωτσέζο τενίστα Αντι Μάρεϊ που αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση μόλις στα 31 του χρόνια, λόγω αυτού ακριβώς του προβλήματος υγείας που επηρέαζε την απόδοση του στο άθλημα που αγαπάει όσο οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Την περασμένη Παρασκευή σε μια άκρως συγκινητική για τον ίδιο συνέντευξη Τύπου, ενόψει του Αυστραλιανού Όπεν, ο Μάρεϊ, αποκάλυψε ότι φέτος θα είναι η τελευταία του χρονιά στο επαγγελματικό τένις.
«Οι πόνοι στο ισχίο δεν με αφήνουν να απολαύσω την προπόνηση, να απολαύσω τον αγώνα. Σκοπεύω να βάλω τέλος στην καριέρα μου στο εφετινό Γουΐμπλεντον, όμως πραγματικά δεν γνωρίζω εάν θα μπορώ να παίζω μέχρι τότε. Δεν νιώθω καλά. Παλεύω με τους δαίμονές μου, με τον πόνο, δεν ξέρω εάν θα είμαι σε θέση να αγωνιστώ τους επόμενους τέσσερις πέντε μήνες», είπε.
Λίγο μετά ήρθε η ήττα του με 3-2 σετ από τον Ρομπέρτο Μπαουτίστα στον πρώτο γύρο του Αυστραλιανού Όπεν.
«Αν ήταν το τελευταίο μου ματς, χαίρομαι που τελείωσε κάπως έτσι», είπε για την προσπάθεια που κατέβαλε.
Ο Μάρεϊ αποχώρησε κάτοχος ων τριών Grand Slam τίτλων, δυο χρυσών Ολυμπιακών μεταλλίων, 45 τίτλων σε τουρνουά της ATP, 14 τίτλων στη Masters Series και οκτώ Grand Slam αλλά κι ως Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης το 2016.
Επίσης, έγινε ο πρώτος Βρετανός που βρέθηκε στο Νο1 της Παγκόσμιας Κατάταξης από το 1973 που καθιερώθηκε η βαθμολόγηση.
«Έχει ήδη καπαρώσει μια θέση στο Hall of Fame του παγκόσμιου τένις. Κι όχι μόνο επειδή υπήρξε ο πρώτος βρετανός τενίστας που κέρδισε το Γουίμπλεντον τα τελευταία 77 χρόνια. Ήταν η γενικότερη εντύπωση που έδινε ως ένας εξαιρετικά αξιοπρεπής τύπος που έπαιζε πάντα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο», σημειωνει το περιοδικό.
«Κάποιος έγραψε πως “με την αποχώρηση του δεν νιώθω πως έχασα έναν καλό παίκτη, αλλά έναν φίλο”. Νιώθουμε ακριβώς το ίδιο», προσθέτει το άρθρο, καταλήγοντας με νόημα πως «το αναρχικό, σχεδόν βλάσφημο χιούμορ του, αλλά και το ότι κατήγγειλε τον μισογυνισμό ή ότι – άκουσον άκουσον – προσέλαβε μια γυναίκα, την Αμελί Μαουρέσμο, για προπονητή του, τον καθιστούσαν ως τον πιο φανατικό υπερασπιστή της ισότητας ανάμεσα στα δυο φύλα. Κι αυτό δεν ήταν κάτι που τον έκανε να φαντάζει ήρωας: αντιθέτως, τον έκανε να μοιάζει φυσιολογικός… απλά ανθρώπινος».