Το είχε πει, απέξω – απέξω, την τελευταία μέρα του περασμένου Νοεμβρίου στη δημόσια τηλεόραση, απαντώντας σε σχετική ερώτηση: «Θα δούμε, ναι (υπάρχει αυτή η πιθανότητα), θα δούμε…». Στην πραγματικότητα το είχε, ήδη, αποφασίσει, όμως εκκρεμούσε μια συνάντησή του με τον κόουτς Πιτίνο. Αυτή που έγινε χθες (27/5) το μεσημέρι, και οριστικοποίησε την επιστροφή του Βασίλη Σπανούλη στην Εθνική, σχεδόν έξι χρόνια μετά την τελευταία του εμφάνιση με το εθνόσημο στη φανέλα, στο Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας.
Εχει «πλάκα». Ο άνθρωπος που έκανε τα πάντα για να πραγματοποιηθεί αυτό το ιστορικό reunion, δεν είναι ο πρόεδρος της ομοσπονδίας, ή άλλος μπασκετικός παράγοντας, ούτε κάποιος εμβληματικός διεθνής μπασκετμπολίστας μας. Δεν είναι, καν, Ελληνας. Είναι ο Ρικ Πιτίνο. Με τον οποίο οι παίκτες του Ολυμπιακού δεν ήθελαν να συνεργαστούν στην Εθνική, επειδή ο 68χρονος Ιταλοαμερικανός προπονούσε τον Παναθηναϊκό. Πώς τα φέρνει η ζωή…
Από τον Δεκέμβριο του 2019 είχε αρχίσει να χτίζει αυτή τη γέφυρα ο Πιτίνο. Μετά τη λήξη του ντέρμπι Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού (99-93), με τον Ράις να έχει σκοράρει 41 πόντους, εκείνος έπλεκε (στη συνέντευξη Τύπου) το εγκώμιο του Σπανούλη, που είχε πετύχει 18. Είχε μιλήσει και κατ’ ιδίαν μαζί του, εκφράζοντάς του τον θαυμασμό του για τα ηγετικά του προσόντα. Τον Μάιο του 2020 το δήλωσε ξεκάθαρα -το επανέλαβε και τον περασμένο Μάρτιο- οτι στην Εθνική Ελλάδας που θα κοουτσάρει ο ίδιος, θέλει για αρχηγό τον «V-Span». Και χθες, ανέλυσε στον παίκτη ποιος θα είναι ο ρόλος του στην ομάδα, η οποία τα ξημερώματα της 30ης Ιουνίου δίνει την πρώτη της μάχη στο Προολυμπιακό της Βιτόρια.
Ο Σπανούλης επιστρέφει στην Εθνική επειδή αυτός ο ρόλος τον ικανοποιεί, και η εμπιστοσύνη που του δείχνει ο διάσημος κόουτς, τον κολακεύει. Ακριβώς το αντίστροφο είχε συμβεί το Φθινόπωρο του 2015, όταν ο αρχηγός του Ολυμπιακού έπαιρνε τη μεγάλη -και αμφιλεγόμενη- απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά τη «γαλανόλευκη» στα 33 του χρόνια. Στο μεσουράνημά του. Οσοι τον γνωρίζουν καλά, ποτέ δεν πίστεψαν τα περί καταπόνησης του οργανισμού του από το βαρύ αγωνιστικό του πρόγραμμα, που ήταν η επίσημη εξήγηση για την ξαφνική του αποχώρηση. Ο Σπανούλης που ξέρουν, εκείνη την εποχή θα έπαιζε, ευχαρίστως, δύο συνεχόμενα ματς, το ένα πίσω από το άλλο.
Αλλωστε, το 2012 είχε εξομολογηθεί (στον Βασίλη Σκουντή): «Εγώ είμαι αρρωστάκι με την Εθνική, όπως ο Καραγκούνης στο ποδόσφαιρο. Εφόσον με καλούν, θα παίζω μέχρι τα 40 μου». Ο Σπανούλης είχε -και εξακολουθεί να έχει- μανία με το μπάσκετ, ίδια με εκείνη του Παναγιώτη Γιαννάκη. Θέλει να παίζει «παντού και πάντα», ακόμη κι όταν νιώθει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Ακόμη και σήμερα, λίγο πριν μπει στα 40 (7 Αυγούστου).
Επιπλέον, ο Βασίλης αποκλείεται να κουράστηκε την ίδια, ακριβώς, στιγμή με δύο συμπαίκτες του. Στις 29 του περασμένου Σεπτεμβρίου ο Γιάννης Μπουρούσης είχε αποκαλύψει (στην Cosmote TV): «Είχαμε συνεννοηθεί με τον Βασίλη και τον Νίκο (Ζήσης) να σταματήσουμε και οι τρεις εκείνη την ημέρα, όμως τελικά έφυγε μόνον ο Βασίλης» (οι άλλοι δύο αποχώρησαν αργότερα).
Εκείνη η μέρα ήταν η 17η Σεπτεμβρίου 2015. Σαράντα οκτώ ώρες νωρίτερα η Εθνική είχε ηττηθεί από την Ισπανία στον προημιτελικό, και το όνειρο για ένα μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ είχε «πετάξει». Αντιμετώπιζε τη Λετονία, στη Λιλ, διεκδικώντας την πρόκριση στο Προολυμπιακό Τουρνουά της επόμενης χρονιάς. Συμπλήρωνε έξι χρόνια από την τελευταία της επιτυχία (το «χάλκινο» στην Πολωνία). Το κλίμα στις τάξεις της δεν ήταν το καλύτερο δυνατό, ούτε οι προοπτικές της αισιόδοξες. Μέσα σ’ όλα αυτά, ο «Kill Bill» ένιωθε παραγκωνισμένος από τον προπονητή του, Φώτη Κατσικάρη, εγκλωβισμένος σε ένα αγωνιστικό σύστημα που είχε φανεί από τα φιλικά οτι δεν «περπατούσε», αλλά κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να το διορθώσει, απογοητευμένος από τον ρόλο που ο κόουτς του είχε αναθέσει στο παρκέ – σίγουρα όχι τον πρώτο, αυτόν που συνήθιζε να έχει στον Ολυμπιακό και, παλαιότερα, στην Εθνική.
Η Εθνική νίκησε τη Λετονία (97-90), και σε αυτό το τελευταίο του παιχνίδι με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα ο Σπανούλης «ίδρωσε τη φανέλα», όπως έκανε πάντα. Είχε 16 πόντους, τέσσερις ασίστ, ένα κλέψιμο και τέσσερα κερδισμένα φάουλ σε 30 λεπτά αγώνα. Λίγο μετά το τέλος της αναμέτρησης, εμφανώς συγκινημένος, ανακοίνωσε μπροστά στην κάμερα του ΑΝΤ-1 πως ο κύκλος του στην Εθνική, έκλεισε.
Κάπως έτσι είχε αποχωρήσει, πέντε χρόνια νωρίτερα, και από τον Παναθηναϊκό. Οταν διαπίστωσε πως ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δεν σκόπευε να του εμπιστευτεί τον ρόλο που θεωρούσε οτι άξιζε, ένιωσε ότι δεν τον σεβάστηκαν. Καλώς ή κακώς, το ‘χουν αυτό το χαρακτηριστικό οι παίκτες – ισχυρές προσωπικότητες, που «γεννήθηκαν» για να είναι ηγέτες. Αυτός ο εγωϊσμός είναι που τρέφει το μεγαλείο τους. Αλλά στην περίπτωση της Εθνικής, ο Σπανούλης έκανε λάθος.
Πρώτον, γιατί η Εθνική δεν είναι του Κατσικάρη, ή του Βασιλακόπουλου (με τον οποίο ο Ολυμπιακός είχε άγρια κόντρα από ‘κείνα τα χρόνια). Είναι η ομάδα όλων των ελλήνων φιλάθλων, ο «καθρέπτης» του ελληνικού μπάσκετ που και ο ίδιος από μικρός υπηρετεί.
Δεύτερον, γιατί η Εθνική τον βοήθησε να αναδείξει το σπάνιο ταλέντο του, να ωριμάσει, να γίνει αυτός που έγινε. Σε επίπεδο Νέων, κοντά της στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης (2002). Σε επίπεδο Ανδρών, κέρδισε τρία μετάλλια: χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 2005 στη Σερβία, αργυρό στο Μουντομπάσκετ του 2006 στην Ιαπωνία, και χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ του 2009 στην Πολωνία. Ταξίδεψε σε πέντε Ευρωμπάσκετ (2005, 2007, 2009, 2013, 2015), δύο Μουντομπάσκετ (2006, 2010) και σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες (2004, 2008).
Θα το πιάσει από ‘κει που τ’ άφησε: 11 χρόνια (στην Εθνική Ανδρών), 146 αγώνες, 1.494 πόντοι. Μπορεί, ακόμη, να βοηθήσει καθοριστικά. Η πείρα και η «κλάση» του εξισορροπούν τη φθορά του χρόνου. Μερικά καταπληκτικά παιχνίδια του εφέτος, κάποιες εκλάμψεις της παλιάς του μαγείας (όπως οι εννέα ασίστ σε 18 λεπτά στο ματς με τη Χίμκι), δείχνουν πως έχει πολλά να δώσει.
Επιστρέφει για έναν τελευταίο χορό στο Προολυμπιακό του Καναδά, που μπορεί να τον οδηγήσει στην παγκόσμια γιορτή του Τόκιο. Επιστρέφει για να τον καμαρώσουν τα παιδιά του με το εθνόσημο στο στήθος (ο πρωτότοκος ήταν μόλις 5 ετών όταν ο πατέρας του το φόρεσε για τελευταία φορά, το 2015). Αλλά και για να εξιλεωθεί απέναντι στην Ιστορία, για όλα αυτά τα χρόνια που «γύρισε την πλάτη» στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα.