Πίσω από το Ουκρανικό, που δεν τελείωσε με τη διάψευση των γνωματεύσεων περί ρωσικής εισβολής στις 16 του μήνα, υπάρχει η οικονομική παράμετρος – είτε μιλούμε για τις νέες κυρώσεις τις οποίες προτίθεται να επιβάλει στη Ρωσία η Δύση με σκοπό να τη γονατίσει είτε για τυχόν ρωσικά αντίμετρα κατόπιν.
Πάντως η ρωσική πλευρά ήδη από την 1η Φεβρουαρίου έχει προβεί σε μία σημαντική κίνηση στην κατεύθυνση των αντιμέτρων, απαγορεύοντας τις εξαγωγές νιτρικού αμμωνίου επί δίμηνο. Από τα αρμοδιότερα κυβερνητικά χείλη της Μόσχας ακούστηκε ότι το μέτρο είναι προσωρινό και ότι από τις 2 Απριλίου θα εξάγονται και πάλι τα λιπάσματα, αφού πρώτα στοκάρουν οι ρωσικές εταιρείες.
Ομως ένα άρθρο στη Repubblica (Φεντερίκο Φουμπίνι) διέγνωσε πολιτική σκοπιμότητα στη ρωσική ενέργεια, ακριβώς επειδή εκδηλώθηκε στο αποκορύφωμα της έντασης με αφορμή το Ουκρανικό. Το ιταλικό Μέσο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εσκεμμένως «το καθεστώς του Βλαντίμιρ Πούτιν» εμποδίζει την πώληση στο εξωτερικό «των πιο στρατηγικών από όλα τα λιπάσματα». Μυρίζει, έγραψε, η υπόθεση: είναι κίνηση στο πλαίσιο του παιχνιδιού, εν αναμονή των Δυτικών κυρώσεων.
Οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους προβληματίζονται σχετικά με την ποιότητα των κυρώσεων και με την έκτασή τους, αφού οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι εξαιρετικά εκτεθειμένες στις ρωσικές εξαγωγές, οι οποίες δεν αφορούν μόνο τα ορυκτά καύσιμα. Οσον αφορά το μέτρο των λιπασμάτων, ο Φουμπίνι έγραψε ότι οι ιταλοί καταναλωτές (και όχι μόνο) πρέπει να αναμένουν κύμα αυξήσεων στα ζυμαρικά, όπως και στο ψωμί, στα άλευρα, στα σιτηρά.
Πρόκειται περί ρωσικής «τακτικής αποσταθεροποίησης» η οποία συνιστά «προειδοποίηση προς τη Δύση». Πίσω από την επιλογή της Ρωσίας να απαγορεύσει την εξαγωγή νιτρικού αμμωνίου «κρύβεται η απόφαση να χρησιμοποιήσει τον χρόνο προς όφελός της και να δημιουργήσει την πιο μεγάλη οικονομική ανασφάλεια» στην Ευρώπη. Η «εκβιαστική δύναμη του Πούτιν» είναι δεδομένη για το ιταλικό Μέσο: «Τον Ιανουάριο μειώθηκε στο μισό η παροχή φυσικού αερίου προς την Ιταλία και προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ τώρα μπλοκάρονται και τα λιπάσματα».
Το γεγονός ότι οι τιμές αυτών των αγαθών παραμένουν υψηλές στις παγκόσμιες αγορές διασφαλίζει από μόνο του ότι «ο Πούτιν μπορεί να αντέξει μικρότερους όγκους εξαγωγών χωρίς να υποστεί μεγάλη ζημία στον τζίρο». Και κατέληξε το άρθρο: «Οταν ξεπεραστεί αυτή η κρίση, η Ιταλία και η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσουν σε ποιον βαθμό θα συνεχίσουν να βασίζονται σε έναν προμηθευτή που έχει κρυφή ατζέντα και αποσταθεροποιεί τους πελάτες του όταν τους θεωρήσει γεωπολιτικούς αντιπάλους τους».