Ο Φράνκο Φορνάρι, ένας από τους πιο σημαντικούς και πρωτοποριακούς ιταλούς ψυχαναλυτές του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, όριζε τον πόλεμο ως «καθαρά παρανοϊκή επεξεργασία του πένθους». Ενώ το πένθος συνεπάγεται βαθύ πόνο και απόγνωση που σχετίζονται με την απώλεια – ενός αγαπημένου προσώπου, ενός ιδανικού, μιας περιοχής, μιας ταυτότητας – και επιβάλλει το δύσκολο και επίπονο έργο της διαχείρισης της απώλειας, η παράνοια, αντιθέτως, αποτελεί έναν τρόπο για την επίρριψη της ευθύνης για την όποια απώλεια σε κάποιον ξένο, σε κάποιον εχθρό.
Για να γίνει κατανοητός ο ιταλός ειδικός επικαλούταν την εθνολογία: εάν σε μία φυλή πεθάνει ξαφνικά ο γιος του βασιλιά, η φυλή που θρηνεί, αντί να επεξεργαστεί το βαρύτατο πένθος, προτιμά να διεξάγει πόλεμο κατά της γειτονικής φυλής, αποδίδοντας στο σαμάνο της την ευθύνη για το θάνατο του γιου του βασιλιά. Την οδυνηρή διαδικασία του πένθους την αντικαθιστά η βία του πολέμου, «ο εσωτερικός πόνος για την απώλεια που έχει επέλθει, μεταμορφώνεται σε μια επιθετική ορμή που κατευθύνεται προς τα έξω», εξηγεί σε άρθρο του στην La Repubblica ο επίσης επιφανής ιταλός ψυχαναλυτής και συγγραφέας (πολλά βιβλία του κυκλοφορούν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέλευθος) Μάσιμο Ρεκαλκάτι.
«Υπό αυτήν την έννοια ο πόλεμος μοιάζει με παραίσθηση: επιδιώκεται ο “πιο σύντομος δρόμος” της βίας για να αποφευχθεί ο “πιο μακρύς δρόμος” του λόγου που συνεπάγεται η δαιδαλώδης συμβολική πορεία του πένθους. Μεταφρασμένο σε πιο επίκαιρους όρους: αντί για τον “μακρύ δρόμο” της διπλωματίας και της διαμεσολάβησης προτιμάται ο σύντομος δρόμος μιας λύσης (του πολέμου) μέσω της οποίας επιδιώκεται να καταργηθεί η κάθε συνομιλία. Ο νόμος της δύναμης αντικαθιστά έτσι το νόμο της λέξης», συμπληρώνει.
Για αυτόν τον λόγο «η δημοκρατία φέρει στον πυρήνα της μια βαθιά συλλογική εμπειρία του πένθους». Γιατί «δεν υπάρχει μόνο μία γλώσσα, δεν υπάρχει μόνον ένας λαός, δεν υπάρχει μόνον μία ερμηνεία της αλήθειας». Αντιθέτως όλα τα μη δημοκρατικά καθεστώτα ρέπουν προς τον πόλεμο επειδή, απορρίπτοντας το δύσκολο έργο της διαχείρισης του πένθους, «επιδιώκουν μια συνειδητοποίηση της αλήθειας που αποκλείει βίαια την απόκλιση και τον πλουραλισμό που επιβάλλει ο νόμος της λέξης».
Ο Μάσιμο Ρεκαλκάτι αναφέρει επίσης πως στα μη δημοκρατικά καθεστώτα ο ξένος ταυτίζεται με τον εχθρό ενώ μέσω του πολέμου επιδιώκεται να εξαλειφθεί «εχθρότητα του έξω κόσμου με στόχο την τυποποίηση της ζωής σε έναν ενιαίο κόσμο. Η δημοκρατική σκέψη της ενσωμάτωσης αντικαθίσταται από την αυταρχική σκέψη της διάσπασης, η τέχνη της διπλωματίας και της διαμεσολάβησης από εκείνη της κατάχρησης και της πολεμικής βίας».
Σύμφωνα με τον ιταλό ψυχαναλυτή αυτό συμβαίνει σήμερα και στην Ουκρανία στο πλαίσιο του αιματηρού πολέμου που διεξάγει ο Πούτιν. Αντί να προβεί στη συλλογική διαχείριση του πένθους για την απώλεια της Μεγάλης Ρωσίας και των εδαφών της (λόγω της ακαταμάχητης ροπής των λαών προς την ελευθερία και τη δημοκρατία μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας), αντί να αποδεχτεί το πένθος που συνεπάγεται η δημοκρατία (δεν υπάρχει ένας λαός, μία γλώσσα, μία αλήθεια), «ο αυταρχικός αντικατοπτρισμός του Πούτιν αποδεικνύεται μοιραία νοσταλγικός, προσηλωμένος στην ιδέα μιας αυτοκρατορίας αποκομμένης από τον κόσμο που εκείνος σκοπεύει να αποκαταστήσει».
Η κατάσταση περιπλέκεται επικίνδυνα, λαμβάνοντας υπόψη πως στην προκειμένη περίπτωση, συνέπεια της απόρριψης του πένθους δεν είναι μόνος ο πόλεμος κατά της Ουκρανίας αλλά και οι πυρηνικές απειλές του ρώσου πρόεδρου, οι οποίες σύμφωνα με τον Ρεκαλκάτι αναδεικνύουν ξεκάθαρα τον αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα του ναρκισσισμού ο οποίος ανέκαθεν απασχολούσε την ψυχανάλυση.
Η επιθυμία για απεριόριστη δυνατότητα ελέγχου συμπίπτει με τον ακραίο κίνδυνο απώλειας κάθε ελέγχου και αυτοκαταστροφής. «Η καταστροφικότητα και η αυτοκαταστροφικότητα συνδέονται, στην πραγματικότητα, πάντα, όπως οι δύο όψεις ενός φύλλου χαρτιού». Τα πυρηνικά όπλα προσφέρουν απεριόριστη ισχύ σε όποιον τα κατέχει. Συγχρόνως, όμως, καθιστούν πολύ πιο πιθανό το ενδεχόμενο αυτοκαταστροφής.
Ο ιταλός επιστήμονας, κάνοντας λόγο για «βαθιά αυτοκτονική κλίση κάθε κακόβουλου ναρκισσισμού», σημειώνει πως στην προκειμένη περίπτωση η απεριόριστη επιβεβαίωση του εαυτού συμπίπτει με την αυτοκαταστροφή του. «Το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής τροπής του πολέμου δεν μας κάνει μόνον να αισθανόμαστε ανήμποροι – αυτό συμβαίνει με το ξέσπασμα κάθε συμβατικού πολέμου – αλλά θέτει σε κίνδυνο, όπως συμβαίνει σε κάθε παραλήρημα περί του “τέλους του κόσμου”, την ίδια μας την επιβίωση στον πλανήτη», συνοψίζει.