Το ρεκόρ του «πιο γρήγορου τίτλου» ανήκε στον Ολυμπιακό του Μάρκο Σίλβα. Είχε εξασφαλίσει το πρωτάθλημα του 2015-2016 έξι παιχνίδια πριν από το φινάλε της σεζόν, και στο τέλος το κατέκτησε με διαφορά 30 βαθμών από τον (δεύτερο της κατάταξης) Παναθηναϊκό – τη μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί. Μέχρι χθες, που ο Ολυμπιακός του Πέδρο Μαρτίνς στέφτηκε πρωταθλητής επτά αγωνιστικές πριν ολοκληρωθεί η εφετινή Σούπερ Λιγκ. Και θα είναι έκπληξη, έτσι όπως παίζει αυτή η ομάδα, αν η σημερινή της απόσταση από τη δεύτερη θέση (22 βαθμοί) δεν ξεπεράσει, τελικώς, κι εκείνη -την ιστορική- του 2016.
Στην κούρσα προς την 46η τους Κούπα -όλοι οι ανταγωνιστές τους μαζί συγκεντρώνουν 39!- οι «ερυθρόλευκοι» έτρεχαν, ουσιαστικά, χωρίς αντίπαλο. ΠΑΟΚ και ΑΕΚ, οι πρωταθλητές της διετίας 2018-2019, αντιμετώπισαν αγωνιστικά προβλήματα που, ακόμη, δεν έχουν καταφέρει να λύσουν. Ο Παναθηναϊκός άλλαξε προπονητή όταν, πλέον, ήταν πολύ αργά. Και ο Αρης, η ευχάριστη έκπληξη της χρονιάς, σκόραρε πολύ δύσκολα και πολύ λίγο για να κάνει πρωταθλητισμό μέχρι τέλους. Ο Ολυμπιακός έχει βάλει πλώρη για το δευτέρο διαδοχικό του «νταμπλ», το οποίο θα παραδεχθούν πως άξιζε ακόμη και οι ορκισμένοι εχθροί του.
Το γιατί κατέκτησε το πρωτάθλημα τόσο εύκολα φάνηκε και στη χθεσινή του νίκη (3-1) στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό. Δέχεται πρώτος γκολ, χάνει -με τραυματισμό- τον έναν από τους τρεις στόπερ που έχει διαθέσιμους αυτή τη στιγμή (Μπα), και όποια σχέδια έχει κάνει για το παιχνίδι, ανατρέπονται. Αλλάζει, αναγκαστικά, το σύστημα σε 4-4-2, το οποίο σπανίως χρησιμοποιεί, όμως… δεν τρέχει τίποτα. Ο τρόπος ανάπτυξης της ομάδας δεν επηρεάζεται, οι αυτοματισμοί δεν χάνονται, όλοι προσαρμόζονται, αμέσως, στους νέους τους ρόλους. Κι έρχεται από τον πάγκο ο αναπληρωματικός φορ, για να σκοράρει δυο γκολ. Τα 15 τέρματα που συμπλήρωσε ο Χασάν αυτή τη σεζόν (10 στο πρωτάθλημα), δεν τα έχουν πετύχει οι βασικοί επιθετικοί των αντιπάλων του, πλην δύο.
Ναι, η «ποιότητα» του ρόστερ του είναι ένας σημαντικός λόγος της άνετης επικράτησής του. Αλλά δεν είναι ο μόνος, ούτε ο κυριότερος. Τα έσοδα από το Τσάμπιονς Λιγκ, τα οποία σχεδόν μονοπωλεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, του επέτρεψαν πολλές και, ενίοτε, ακριβές μεταγραφές. Στον Πειραιά ήρθαν ποδοσφαιριστές που οι ανταγωνιστές του δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Αλλά όλους αυτούς, κάποιος έπρεπε να τους κάνει ομάδα. Αυτή ήταν η μεγάλη τύχη του Ολυμπιακού: οτι βρήκε αυτόν τον σωστό «κάποιον». Και τώρα εξαργυρώνει την καλή δουλειά που άρχισε το 2018.
Θυμάστε πώς; Επί σχεδόν ένα χρόνο οι «ερυθρόλευκοι» προσπαθούσαν να κλείσουν συμφωνία συνεργασίας με τον Πέδρο Μαρτίνς. Προφανώς, είχαν τις πληροφορίες τους. Δεν εξηγείται αλλιώς η επιμονή τους σε έναν -μάλλον άγνωστο- προπονητή, που δεν είχε εργαστεί στους κορυφαίους συλλόγους της χώρας του (Πόρτο, Μπενφίκα, Σπόρτινγκ Λισαβόνας), αλλά σε ομάδες επιπέδου Μαρίτιμο, Ρίο Αβε και Γκιμαράες, και ποτέ στο εξωτερικό. Το πιο παράξενο (για τα ελληνικά δεδομένα) είναι πως, όταν τελικά τον έπεισαν να έρθει στον Πειραιά, τον αντιμετώπισαν λες και ήταν ο Ζοσέ Μουρίνιο: του εμπιστεύτηκαν την απόλυτη εξουσία στο ποδοσφαιρικό τμήμα και τον τελευταίο λόγο στις μεταγραφές.
Ο Μαρτίνς έπιασε δουλειά στις αρχές Απριλίου του 2018, παραλαμβάνοντας μια ομάδα που έπρεπε να γκρεμιστεί και να χτιστεί εκ θεμελίων. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης το είχε πει, τότε, στους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού -«θα σας διώξω όλους και θα φτιάξω την ομάδα από την αρχή»-, όμως λίγοι τον είχαν πιστέψει. Εκείνο το καλοκαίρι αποχώρησαν περισσότεροι από 20 ποδοσφαιριστές, και ήρθαν στη θέση τους άλλοι τόσοι. Ο πορτογάλος τεχνικός είχε το «ελεύθερο» να διαλέξει όποιον παίκτη ήθελε -στα όρια του μπάτζετ-, αλλά δεν του είχε δοθεί κάτι πολύ σημαντικό: πίστωση χρόνου. Στον Ολυμπιακό αυτή η έννοια είναι άγνωστη. Ο Μαρτίνς κέρδιζε το «τράτο» που χρειαζόταν, παιχνίδι το παιχνίδι. Βρήκε σχετικά γρήγορα ποιοί του κάνουν, και ποιοί όχι. Επειδή είχε στο μυαλό του ένα ξεκάθαρο ποδοσφαιρικό σχέδιο, από το οποίο δεν παρεξέκλινε ποτέ.
Ζητούσε από κάθε παίκτη του συγκεκριμένα πράγματα. Οποιος πειθαρχούσε, έπαιζε. Οι άλλοι παρακολουθούσαν από τον πάγκο ή την εξέδρα. Ακόμη κι αν ήταν ο Γιάγια Τουρέ, τεράστιο «όνομα» και προσωπική επιλογή του προέδρου Μαρινάκη, ή ο Ντανιέλ Ποντένσε, ένα από τα «αγαπημένα παιδιά» του προπονητή. Οι συμπαίκτες του στον Ολυμπιακό θα σου πουν ότι ο μικρόσωμος πορτογάλος εξτρέμ «τα άκουγε» περισσότερο από κάθε άλλον. Ο Βινάγκρε και Πέπε, «δικοί του» κι αυτοί, δεν έπαιξαν, σχεδόν, καθόλου. Αυτή η δικαιοσύνη του Μαρτίνς ήταν, ίσως, το σπουδαιότερο συστατικό της επιτυχίας της ομάδας και της ατομικής προόδου των ποδοσφαιριστών. Διότι, πέρα από θριάμβους και τρόπαια, ο 51χρονος τεχνικός προσέφερε στους πρωταθλητές Ελλάδας και υπεραξίες, που ωφέλησαν οικονομικά τον σύλλογο.
Ετσι κέρδισε τον σεβασμό των παικτών του, την εμπιστοσύνη της διοίκησης, αλλά και την αγάπη των οπαδών. Οταν πρωτοήρθε, τον αποκαλούσαν… «Γιάννη Γούναρη της Πορτογαλίας». Αλλά, πολύ σύντομα, έγινε «ο Προφέσορας». Κι αν δεν τον δελεάσει κάποιο μεγάλο club της Ευρώπης, θα γίνει ο μακροβιότερος τεχνικός στην ιστορία του Ολυμπιακού. Εχει, ήδη δεχτεί κάποιες προτάσεις. Από τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας, τη βραζιλιάνικη Παλμέιρας, αραβικές χώρες, την Κίνα και, προσφάτως, τη γαλλική Νις. Τις αρνήθηκε όλες, επειδή στον Ολυμπιακό ζει κι εκείνος… τον μύθο του. Εστω κι αν του λείπει πολύ η οικογένειά του, που άφησε πίσω στην Πορτογαλία.
Ο Ολυμπιακός έχει αντιληφθεί από παλιά την αξία ενός πραγματικά καλού τεχνικού, που καμία μεταγραφή δεν μπορεί να υποκαταστήσει. Από τον πάγκο του έχουν περάσει σπουδαίοι προπονητές την τελευταία 25ετία: ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, ο Ερνέστο Βαλβέρδε, ο Λεονάρντο Ζαρντίμ, ο Μίτσελ, ο Μάρκο Σίλβα, κ.ά, που του έχουν χαρίσει 21 από τους 25 τελευταίους τίτλους πρωταθλήματος, Κύπελλα και αξέχαστες ευρωπαϊκές βραδιές. Αλλά, ίσως, κανείς τους δεν κέρδισε την αποδοχή των οπαδών όσο ο «άγνωστος» που πριν από τρία χρόνια ήταν «κάποιος Μάρτινς». Με τον τόνο στο «ίνς», όπως παρακάλεσε ο ίδιος.