Ο Μάσιμο ντε Φράνκοβιτς ως Οιδίπους σε χαρακτηριστική σκηνή | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ
Επικαιρότητα

Ο Οιδίποδας μίλησε ιταλικά στην Επίδαυρο

H αστραπή που έσχισε το δάσος της Επιδαύρου. Βυζαντινοί ύμνοι που συνάντησαν σιτσιλιάνικα τραγούδια. Ο χορός ντυμένος με ρούχα σαν από έργα του Κανιάρη. Και ο σπουδαίος, 82 ετών, Μάσιμο ντε Φράνκοβιτς σε μια ερμηνεία καθαρή, σαν λείο βότσαλο στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ»
Κατερίνα I. Ανέστη

Δεν είναι αυτό που νομίζεις… Ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του διεθνούς δημιουργού Γιάννη Κόκκου που παρουσιάστηκε το βράδυ της Παρασκευής στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου κλείνοντας τις παραστάσεις του Φεστιβάλ, δεν ήταν αυτό που νόμιζε κανείς ανεβαίνοντας προς το θέατρο και αντικρίζοντας το τεράστιο, γκροτέσκο γλυπτό του γυμνού ανδρικού κορμού. Δεν ήταν καν ένα αποστασιοποιημένο είδωλο του Οιδίποδα, εξαιτίας του γεγονότος ότι όλοι οι ηθοποιοί ήταν Ιταλοί, αφού πρόκειται για συμπαραγωγή με το Ιντιτούτο Αρχαίου Δράματος Φεστιβάλ Συρακουσών και την υποστήριξη του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. Ηταν μια παράσταση τόσο καθαρή, τόσο απαλλαγμένη από κάθε επιτήδευση, κάθε χειρονομία, κάθε σκηνοθετικό τερτίπι. Μια διαυγής, νηφάλια, ακριβής σκηνοθεσία με τα ελάχιστα δυνατά μέσα. Με έναν Μάσιμο ντε Φράνκοβιτς (τον θυμάστε να πρωταγωνιστεί στην ταινία «Τέλεια ομορφιά» του Σορεντίνο;) να σε κρατά μαγνητισμένο,  με τη βελούδινη φωνή, με την σκηνική ενέργεια σαραντάρη (και όμως είναι γεννημένος το 1936) και την τόσο βαθιά ερμηνεία του. Με τα ιταλικά να γίνονται με απόλυτη φυσικότητα μια γλώσσα τόσο ταιριαστή με το κείμενο του Σοφοκλή.

Οιδίποδας ή γκόλουμ;

Πλησιάζοντας, ανάμεσα σε πραγματικά λίγους θεατές (το θέατρο έμοιαζε μισοάδειο), το ένα τρίτο των οποίων ήταν ξένοι (πολλοί Γάλλοι και Ιταλοί, αρκετοί Ισπανοί και Αμερικάνοι) η πρώτη εικόνα ήταν αυτή ενός γιγαντιαίου γυμνού, φαλακρού άνδρα που είχε την πλάτη γυρισμένη στους θεατές και το πρόσωπό του σχεδόν κρυβόταν πίσω από μια συστάδα δέντρων. Εγινε το ιδανικό σκηνικό για εκατοντάδες σέλφις και φωτογραφίσεις (ακόμα και η Λυδία Κονιόρδου μπαίνοντας κοντοστάθηκε για να το φωτογραφίσει). Πίσω μου νέα παιδιά έλεγαν ότι τους θυμίζουν τα τεράστια κυκλαδικά ειδώλια που άνοιγαν στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Σε άλλους θύμιζε το Γκόλουμ από τον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών. Όταν σε υποδέχεται ένα τέτοιο σκηνικό, ουσιαστικά γκροτέσκο, αυτομάτως μπαίνεις σε μια διαδικασία, σε μια στάση για αυτό που θα ακολουθήσει. Σαν μια νύξη. Και όμως η παράσταση των 90 λεπτών ήταν τόσο φίνα, τόσο καθαρή, σχεδόν ανακουφιστικά απαλλαγμένη από νεωτερισμούς, ή κλεισίματα του ματιού από τον σκηνοθέτη προς το κοινό.

Βελούδινες φωνές, χωρίς στόμφο, χωρίς τονισμούς που να ξεφεύγουν από την μελωδία της ίδιας της ιταλικής γλώσσας. Αν δεν υπήρχαν οι ψείρες(μικρόφωνα) και κυρίως η ηχητική εγκατάσταση που έκανε τον ήχο να μοιάζει ότι έρχεται από μια και μόνο πλευρά του θεάτρου, θα ήταν ένα αποτέλεσμα από μόνο του μαγευτικό χάρη στον ρυθμό του. Αλλωστε, αν και το σκηνικό είχε στοιχεία γκροτέσκου –ξένα προς την παράσταση που είδαμε- ο ήχος ήταν ένα ολόκληρο τοπίο που ήθελες να κατοικήσεις. Δεν αναφέρομαι μόνο στα ιταλικά, στη φωνή του ντε Φράνκοβιτς αλλά και της Αντιγόνης (ΡομπέρταΚαρόνια) αλλά κυρίως στην μουσική που δημιούργησε ο Αλέξανδρος Μαρκέας. Οι βροντές του που διαπέρασαν το θέατρο (από το ανίκητο χέρι του θεού), το τραγούδισμα του χορού και κυρίως λίγο πριν το τέλος όταν οι αντρικός χορός μπήκε σχεδόν ψέλνοντας βυζαντινούς ψαλμούς που στη συνέχεια, συνάντησαν μαζί με τις γυναίκες του χορού σιτσιλιάνικα τραγούδια.

Η σοφία του Γιάννη Κόκκου

Οι ψείρες λοιπόν, η αμήχανη ηχητική πρόσληψη, το τεράστιο γλυπτό στη σκηνή. Στιγμές αμηχανίας, μέσα σε μια κατάθεση υψηλών αξιών. Ο Γιάννης Κόκκος δεν εκβίασε το παραμικρό, δεν μας πήρε από το χέρι να μας υπογραμμίσει το βαθύτερο νόημα, το υπονοούμενο, τη σύγχρονη αναφορά. Ναι, προφανώς, βλέποντας τον Οιδίποδα με την Αντιγόνη να φτάνουν στον Κολωνό και να ζητούν άσυλο σκέφτεται αυτομάτως κανείς το προσφυγικό ζήτημα. Καμία τέτοια επιδίωξη δεν αναδύθηκε εδώ –αν το σκεφτεί μάλιστα κανείς, ο Οιδίποδας δεν ζητά άσυλο για να ζήσει στην Αθήνα, αλλά για να πεθάνει εκεί. Και όμως, τα κοστούμια του χορού, τα αντρικά κυρίως, μου θύμιζαν τόσο πολύ τα ρούχα στις εγκαταστάσεις του Βλάση Κανιάρη που αποτύπωσε τη μετανάστευση των Ελλήνων με τον τρόπο που ένας σπουδαίος εικαστικός μόνο ξέρει.

Ο Οιδίποδας του Κόκκου δεν οργιζόταν με θεατρικές υπερβολές και δεν αλυχτούσε. Επιβαλλόταν με την απόλυτα νηφάλια, ακριβή ερμηνεία του, με την πίστη του στην δύναμη του κειμένου. Ακόμα και την στιγμή που ξέσπασε εναντίον των γιων του που τον πρόδωσαν για χάρη της εξουσίας, ήρθαν τα φώτα, με την ελαφρώς ερυθρή απόχρωση να κάνουν το πρόσωπό του να μοιάζει ροδαλό, οργισμένο, με ένα θυμό θεϊκό. Οι φωτισμοί του Τζουζέπε ντι Ιόριο σύμμαχοι στην προσπάθεια του Κόκκου, σε όλη τη διάρκεια της παράστασης οδηγούσαν τον θεατή. Ηταν δε λίγο πριν το τέλος, όταν οι Θεοί έστειλαν μήνυμα στον Οιδίποδα ότι ήρθε η ώρα να πεθάνει μέσω μιας μεγάλης αστραπής. Σκοτάδι τύλιξε το θέατρο και λάμψεις εκτυφλωτικών αστραπών φάνηκαν πίσω από τα δέντρα κάνοντας το κοινό να ριγήσει. Ναι, τόσο ο Μαρκέας στη μουσική όσο και ο Ιόριο στους φωτισμούς συνέβαλλαν καθοριστικά στον Οιδίποδα που κατέθεσε ο Γιάννης Κόκκος.

Πατρική κατάρα σαν νανούρισμα

Η στιγμή που είδα όμως αυτή τη δύναμη της σκηνοθεσίας και φυσικά της υποκριτικής δεινότητας του ντε Φράνκοβιτς ήταν όταν ο Οιδίποδας έριχνε τις κατάρες του στον γιο του Πολυνείκη. Κουλουριασμένος να κλαίει ο γιος, ο πατέρας να σκύβει πάνω του, να τον αγκαλιάζει στοργικά, να μιλά απαλά, σαν χάδι η φωνή του. Και τα λόγια του να είναι κατάρες ανείπωτες. «Να πεθάνεις από συγγενικό χέρι και να σκοτώσεις αυτόν που σε εξόρισε». Ζητά τον θάνατο των δυο γιων του και είναι σαν να λέει νανούρισμα. Ιδιοφυής στιγμή.

Είναι ο τρόπος του Κόκκου, επίσης, να μεταμορφώνει σκηνές σε πίνακες ζωγραφικής – όταν ο Πολυνείκης φεύγει λέγοντας ότι είναι η τελευταία φορά που τον βλέπουν ζωντανό, το χέρι της Αντιγόνης, καθισμένη σε μια ξύλινη καρέκλα, τραβά το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και το σκεπάζει, ενώ η Ισμήνη πέφτει στα πόδια της. Η μουσική σαν μοιρολόι με τον χορό να στέκεται να σαν έχει γυρίσει μόλις από έναν ελαιώνα ή από τα αμπέλια. Μέχρι το «ω, αφεγγές φως» να βυθίσει τον Οιδίποδα στον τύμβο του, μέσα από το τεράστιο γλυπτό της σκηνής, εκεί που πέθανε παραδόξως αυτός, ο καταραμένος, «θαυμαστός όσο κανένας θνητός».