Το φέρετρο του Χέντο τυλιγμένο με την φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης | Oscar J. Barroso / AFP7 via Getty Images
Επικαιρότητα

Ο «Mr. Ρεάλ» έζησε -και πέθανε- με τη φανέλα της

Επαιξε στη «σκιά» του ντι Στέφανο, του Πούσκας και άλλων διάσημων συμπαικτών του, όμως το όνομά του συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλο με την «καλύτερη ομάδα του 20ου αιώνα». Ο Πάκο Χέντο αφιέρωσε στη Ρεάλ 68 από τα 88 του χρόνια. Ηταν «αντι-στάρ», μα και ο κορυφαίος ακραίος επιθετικός της εποχής του
Sportscaster

Οσοι τον θυμούνται με την μπάλα στα πόδια, σήμερα είναι εξηντάρηδες (και βάλε). Και όποιοι τον είχαν δει να παίζει, έστω μια φορά, σίγουρα δεν τον έχουν ξεχάσει. Ο Φρανθίσκο -«Πάκο»- Χέντο, που μεσουράνησε στα γήπεδα των ’50s και των ’60s, δεν ήταν το πρώτο όνομα στη μαρκίζα της μεγάλης Ρεάλ εκείνης της εποχής, όμως υπήρξε ένας εξτρέμ βγαλμένος από το μέλλον του ποδοσφαίρου. Θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καριέρα, ακόμη και στις μέρες μας. Αλλά είχε την ατυχία να γεννηθεί πολύ νωρίς. Δεν πρόλαβε τα γενναιόδωρα συμβόλαια, ούτε την «αθανασία» που η ψηφιακή εικόνα εξασφαλίζει, πλέον, στους σπουδαίους αθλητές. Αν χόρτασε κάτι στη ζωή του, αυτό ήταν τρόπαια – και λατρεία από τους οπαδούς της «Βασίλισσας».

Με τη Ρεάλ κατέκτησε τα έξι πρώτα της Κύπελλα Πρωταθλητριών: πέντε διαδοχικά (1956-1960) και εκείνο του 1966. Πρόκειται για ένα αδιανόητο ρεκόρ, το οποίο μόνο δύο παίκτες κατάφεραν να πλησιάσουν στα 55 χρόνια που ακολούθησαν: ο Πάολο Μαλντίνι και ο Κριστιάνο Ρονάλντο (έχουν από πέντε). Κέρδισε, επίσης, 12 τίτλους στο ισπανικό πρωτάθλημα – τους περισσότερους από κάθε άλλον ποδοσφαιριστή της Ρεάλ. Στο σύνολο, 23 τρόπαια. Μια επίδοση που ισοφαρίστηκε την Κυριακή (δύο μέρες πριν από τον θάνατό του) από τον Μαρσέλο, με την κατάκτηση του Σούπερ Καπ Ισπανίας.

Ο Χέντο επισκιάστηκε από τους πιο διάσημους συμπαίκτες του (τον Αλφρέδο ντι Στέφανο, τον Φέρεντς Πούσκας και τον Ρεϊμόν Κοπά), όμως το όνομά του συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλο με τη μεγάλη ομάδα εκείνης της εποχής, που θεωρείται ως η καλύτερη του 20ου αιώνα. Ο ντι Στέφανο έμεινε στη Μαδρίτη 11 σεζόν, ο Πούσκας 8, ο Κοπά τρεις. Ενώ εκείνος, 18 ολόκληρα χρόνια. Οταν πήγε στη Ρεάλ, το καλοκαίρι του 1953, δεν είχε κλείσει τα 20. Είχε προλάβει να αγωνιστεί σε μόλις 10 αγώνες πρωταθλήματος και σε μερικά ματς του Κυπέλλου Ισπανίας, με τη Σανταντέρ. Και δεν την αποχωρίστηκε μέχρι το τελευταίο ματς της καριέρας του, την Ανοιξη του 1971 στο παλιό «Καραϊσκάκη». Ηταν αρχηγός της ομάδας που ηττήθηκε (2-1) από την Τσέλσι στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων εκείνης της χρονιάς, και σε μερικούς μήνες θα γινόταν 38 ετών.

Στις 18 σεζόν που αγωνίστηκε με τη λευκή φανέλα των «μερένχες» συμπλήρωσε 605 συμμετοχές – νούμερο αδιανόητο για εκείνα τα χρόνια. Ηταν παρών σε όλους τους ευρωπαϊκούς τελικούς που έπαιξε η Ρεάλ από το 1956 έως το 1971: οκτώ για το Κύπελλο Πρωταθλητριών (6 νίκες – 2 ήττες) και έναν για το Κυπελλούχων. Μόνον ο Μαλντίνι έχει εμφανιστεί σε τόσους τελικούς της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, αλλά με μια νίκη λιγότερη. Ούτε, καν, ο ντι Στέφανο.

Το πιο μεγάλο του προσόν ήταν η ταχύτητα – εξωπραγματική για ποδοσφαιριστή των ’50s. Ετρεχε τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα. Με την μπάλα στα πόδια και χωρίς ειδική προπόνηση, ή την τεχνολογική υποστήριξη (παπούτσια, κ.λπ.) που υπάρχει σήμερα. Θα μπορούσε, άνετα, να είναι ένας σπουδαίος σπρίντερ. Εξαιρετικός ντριμπλέρ, ξέφευγε από τον αντίπαλο που είχε την ατυχία να τον μαρκάρει, κι έπειτα σέντραρε με την ακρίβεια που θαυμάσαμε δεκαετίες αργότερα στον Ντέιβιντ Μπέκαμ, σερβίροντας έτοιμα γκολ στον ντι Στέφανο, τον Πούσκας, τον Κοπά, ή τον Αμάνθιο Αμάρο – τον απέναντι εξτρέμ. «Μετρ» των ασίστ, πολύ πριν αυτές αρχίσουν να καταγράφονται ως σημαντικό στατιστικό στοιχείο ενός αγώνα. Κι όταν έβρισκε ανοιχτούς χώρους, συνέκλινε από αριστερά προς τον άξονα του γηπέδου, και… τρέξε να τον πιάσεις. Οι οπαδοί της Ρεάλ του είχαν δώσει το προσωνύμιο «La Galema» (ο τυφώνας).

Κοντούλης (1,71), κουνούσε τα πόδια του τόσο γρήγορα, που φαινόταν αστείο. Θύμιζε τη γρήγορη κίνηση που βλέπουμε στις ταινίες του πρώιμου κινηματογράφου. Αλλά οι αντίπαλοί του δεν γελούσαν καθόλου… Μαζί με τον ντι Στέφανο και τον Πούσκας, από το 1958 έως το 1964, συνέθεσαν ένα «τρίο» που έσπερνε τον τρόμο στους τερματοφύλακες. Σκόραραν, συνολικά, 723 γκολ. Ο ίδιος ο Χέντο πέτυχε 182 τέρματα. Τριάντα από αυτά σε 89 αγώνες των Κυπέλλων Ευρώπης. Αλλα πέντε γκολ (σε 43 ματς) σημείωσε με την εθνική ομάδα της Ισπανίας, με την οποία έπαιξε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1962, 1966).

Την καριέρα του την οφείλει, εν πολλοίς, στον ντι Στέφανο. Επειτα από μια μετριότατη πρώτη σεζόν (1953-1954) στο «Τσαμαρτίν», όπως ονομαζόταν τότε το γήπεδο της Ρεάλ, ο πρόεδρος Μπερναμπέου σκεφτόταν να τον παραχωρήσει σε άλλη ομάδα, όμως τον σταμάτησε ο αργεντινός θρύλος, ο οποίος είχε έρθει στον σύλλογο λίγες εβδομάδες μετά τον Χέντο: «Μην το κάνεις, είναι γρήγορος και χτυπά την μπάλα σαν κανόνι. Δεν το βρίσκεις εύκολα αυτό, είναι χάρισμα. Τα υπόλοιπα θα του τα μάθουμε». Ο Χέντο παρέμεινε, και αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή των τεράστιων επιτυχιών που ακολούθησαν. Χωρίς «θόρυβο» και χωρίς, ποτέ, να απασχολήσει με την προσωπική του ζωή.

Ο σεμνός και ευγενικός «αντι-στάρ», επίτιμος πρόεδρος του club την τελευταία 7ετία, πέθανε χθες (Τρίτη) ήσυχα, όπως έζησε: στο σπίτι του, στον ύπνο του, φορώντας τη φανέλα της ομάδας στην οποία αφιέρωσε 68 από τα 88 του χρόνια. Οπως ανέφεραν στη Marca οι δυο γιοι του, τον τελευταίο καιρό τη φορούσε συνεχώς, μέρα – νύχτα.