Εως και πριν από μερικές εβδομάδες ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν ένας αποδυναμωμένος ηγέτης.
Στη διεθνή σκηνή βρισκόταν σε πορεία μετωπικής σύγκρουσης με τον Ντόναλντ Τραμπ, ενώ στο εσωτερικό της χώρας του καλούταν να αντιμετωπίσει την κατάρρευση της τουρκικής λίρας.
Πλέον ο τούρκος πρόεδρος μιλάει από θέση ισχύος, καθορίζοντας εκείνος τους όρους του παιχνιδιού. Χάρη στον Τζαμάλ Κασόγκι.
Εως και τις αρχές Οκτωβρίου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν ένας αυταρχικός ηγέτης, διαβόητος για την τάση του να διώκει και να φυλακίζει δημοσιογράφους και τους πάσης φύσεως αντιπάλους του και να σφραγίζει μέσα μαζικής ενημέρωσης που τολμούν να τον επικρίνουν. Πλέον, όμως, αποτελεί μια αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης. Είναι ο άνθρωπος που ξεσκεπάζει τα ψέματα του Ριάντ και αποκαλύπτει (κατά το δοκούν) την αλήθεια για τη δολοφονία του σαουδάραβα αντιφρονούντος δημοσιογράφου.
Πέρα, ωστόσο, από τα φαινόμενα, είναι ξεκάθαρο, πλέον, ότι η υπόθεση Κασόγκι αποκαλύπτει σε όλη της την έκταση μια αντιπαράθεση αιώνων ανάμεσα στην Τουρκία και στη Σαουδική Αραβία με στόχο την πρωτοκαθεδρία εντός του σουνιτικού Ισλάμ.
Σύμφωνα με τη Μαρί Ζεγκό, ανταποκρίτρια της Le Monde στην Κωνσταντινούπολη, ο κύριος σκοπός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι να μετατρέψει τη δολοφονία του Κασόγκι σε «καταλύτη για μια ανατροπή της εξουσίας στο Ριάντ». Ο τούρκος πρόεδρος επιδιώκει να αποδείξει στην παγκόσμια κοινότητα ότι ο διάδοχος του θρόνου, πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, κάθε άλλο παρά αξιόπιστος εταίρος είναι. Και φαίνεται πως τα καταφέρνει.
Την Τετάρτη ο πρίγκιπας δεσμεύτηκε να τιμωρήσει τους δολοφόνους του σφοδρού επικριτή του, ενώ σήμερα προήδρευσε στην πρώτη συνάντηση μιας ειδικής επιτροπής για τη μεταρρύθμιση των μυστικών υπηρεσιών του βασιλείου του. Την ίδια ώρα, ωστόσο, ο δημόσιος κατήγορος της Σαουδικής Αραβίας δήλωσε, σύμφωνα μάλιστα με όσα ανέφεραν τα κρατικά ΜΜΕ, πως η δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι ήταν τελικά «προμελετημένη».
Πού οφείλεται αυτή η παραδοχή δόλου από την πλευρά του Ριάντ; Στο γεγονός, σημειώνει το BBC, ότι κατά τη διάρκεια της εβδομάδας η επικεφαλής της CIA Τζίνα Χάσπελ, που μετέβη εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη, άκουσε τα ηχητικά ντοκουμέντα που αποδεικνύουν τη δολοφονία του Κασόγκι. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία και ο Ερντογάν έκαναν ακόμη ένα βήμα προς την επίτευξη του στόχου τους, να πλήξουν δηλαδή τον πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Αυτό που υποστήριζαν από την πρώτη στιγμή οι Τούρκοι, το αποδέχονται πλέον και οι Σαουδάραβες. Γιατί κατά πάσα πιθανότητα το γνωρίζουν και οι Αμερικανοί. Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο σαουδάραβας εισαγγελέας, οι διωκτικές αρχές έχουν ξεκινήσει ήδη να ανακρίνουν υπόπτους αξιοποιώντας στοιχεία που έλαβαν από την Κωνσταντινούπολη. Το μεγάλο ερώτημα είναι έως πού θα φθάσουν. Το εάν θα αποκαλυφθεί πως ο ιθύνων νους της δολοφονίας είναι ο πρίγκιπας Μοχάμεντ, αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ούτε το πώς θα αντιδράσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Το μόνο σίγουρο έως σήμερα στην υπόθεση Κασόγκι είναι ότι ενισχύεται διαρκώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Ερντογάν, προασπιστής του πολιτικού Ισλάμ
Για την Αγκυρα ο ντε φάκτο ηγέτης του σαουδαραβικού βασιλείου δεν είναι μόνον «ένας εχθρός της Τουρκίας» αλλά ο άνθρωπος που θα κρατά τα ηνία της εξουσίας στη Σαουδική Αραβία για τα επόμενα «πενήντα χρόνια», δεδομένου ότι είναι μόλις 33 ετών.
Σε περιφερειακό επίπεδο, από τη μία πλευρά βρίσκονται η Τουρκία και το Κατάρ, δύο χώρες φιλικά προσκείμενες στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, τους κύριους δηλαδή υποστηρικτές του πολιτικού Ισλάμ, που αντιμάχονται το ουχαμπιστικό δόγμα περί απόλυτης μοναρχίας κύριος εκφραστής του οποίου είναι το Ριάντ, ενώ από την άλλη μεριά, πίσω από τη Σαουδική Αραβία συσπειρώνονται τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος, στόχος των οποίων είναι ο αφανισμός της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Ο Ερντογάν χαρακτηρίζει το πολιτικό Ισλάμ «πηγή έμπνευσης» για τους σουνίτες και πιστεύει ακράδαντα πως «η Τουρκία είναι το μοναδικό κράτος σε θέση να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου», όπως τόνισε ο ίδιος, για πολλοστή φορά, πριν από μερικές ημέρες σε συνάντησή του με μουφτήδες. Η ισλαμοσυντηρητική ηγεσία της Αγκυρας, σημειώνει η γαλλίδα δημοσιογράφος, θεωρεί πως «η σημαία του σουνιτικού Ισλάμ θα πρέπει να ανυψωθεί εκεί όπου υπεστάλη το 1924, όταν καταργήθηκε (από τον Μουσταφά Κεμάλ) το χαλιφάτο, λίγο μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Υπέρ του πολιτικού Ισλάμ τασσόταν αναφανδόν (και το πλήρωσε με τη ζωή του) και ο Τζαμάλ Κασόγκι. Σε ένα από τα τελευταία άρθρα του που έγραψε για την Washington Post, δύο μήνες πριν από τη δολοφονία του, δήλωνε πεπεισμένος πως «πάρα πολλοί πολίτες μουσουλμανικών χωρών θα ήταν έτοιμοι να δώσουν την ψήφο τους σε κόμματα του πολιτικού Ισλάμ στην περίπτωση που νομιμοποιούνταν κάποια μορφή δημοκρατίας».