Οι εικόνες της σφαγής στη Μπούτσα που επιβεβαιώνονται και από πολυάριθμες μαρτυρίες, ξεχωρίζουν από την πληθώρα των ειδήσεων και των πληροφοριών και των εικόνων που προέρχονται από την Ουκρανία για την προφανή φρικαλεότητά τους. Αποτελούν στοιχεία που τεκμηριώνουν εγκλήματα πολέμου, «έννοια η οποία επιχειρεί να καθορίσει ένα ηθικό και νομικό όριο, ακόμη και στη βία μιας ένοπλης εισβολής», γράφει ο Μικέλε Σέρα της La Repubblica.
Το αποτρόπαιο θέαμα που καταγράφηκε στην Μπούτσα κλονίζει κάθε προσπάθεια ορθολογικής ερμηνείας του πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία και μας υπενθυμίζει πως ο πόλεμος είναι εξ ορισμού κτηνώδης, φρικτός και απάνθρωπος. Πριν από τη σφαγή στη Μπούτσα παγκόσμιο αποτροπιασμό είχαν προκαλέσει η σφαγή στη Σρεμπρένιτσα το 1995, για παράδειγμα, η σφαγή των Παλαιστινίων στη Σάμπρα και Σατίλα το 1982, η σφαγή στο βιετναμέζικο χωριό Μι Λάι το 1968, μεταξύ πολλών, δυστυχώς, άλλων.
«Αλλά η τεκμηρίωσή τους ήταν μερική και καθυστερημένη, για τεχνολογικούς και όχι για πολιτικούς λόγους: αυτά τα εγκλήματα έλαβαν χώρα σε παλαιότερες εποχές που το Διαδίκτυο δεν είχε ακόμα γεννηθεί, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν υπήρχαν, η επικοινωνία δεν ήταν εύκολη και παγκόσμια υπόθεση και η πληροφορία εξακολουθούσε να είναι ένα “επαγγελματικό” προϊόν, με όλους τους περιορισμούς του πολιτικού και οικονομικού ελέγχου», γράφει ο Σέρα.
Ωστόσο, σε αυτές τις παλιές εποχές οι όποιες ειδήσεις και πληροφορίες ελέγχονταν και επιβεβαιώνονταν από τους κατεξοχήν ειδικούς ενώ σήμερα βομβαρδιζόμαστε σε πραγματικό χρόνο από εκατομμύρια εικόνες και δισεκατομμύρια λέξεις και «γνωρίζουμε πολύ καλά τα μειονεκτήματα αυτής της κατάστασης».
Οποιοσδήποτε σήμερα, «ο κάθε μικρός παράγοντας της παγκόσμιας επικοινωνίας, ο πιο ανόητος, ο πιο ανίκανος, ο πιο προκατειλημμένος, νιώθει εξουσιοδοτημένος να πει: αυτό δεν είναι αλήθεια. Είναι ψέμα. Είναι μοντάζ. Δεν το πιστεύω. Με βολεύει να μην το πιστέψω και είναι πολύ άβολο να το πιστέψω. Η άρνηση της πραγματικότητας, που κάποτε ήταν ιδιότητα των τάξεων της εξουσίας, των ιερέων, των δολοπλόκων της αυλής, πλέον είναι διαθέσιμη σε όλους. Το ψέμα αποτελεί, ας πούμε, λαϊκή κατάκτηση. Τρομερή παρατήρηση: το ψέμα είναι κατάκτηση του λαού», επισημαίνει πολύ εύστοχα ο ιταλός αρθρογράφος.
Ωστόσο, εστιάζοντας την προσοχή του στους νεκρούς της Μπούτσα και στην «ταχύτατη και αδιάκριτη» ανάδειξη της φρίκης, υποστηρίζει πως η δημοσιοποίηση της σφαγής, της όποιας σφαγής, «η αστραπιαία συνειδητοποίησή της», θα μπορούσε να λειτουργεί και αποτρεπτικά.
«Η εξουσία δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στη μυστικότητα. Δεν μπορεί πλέον να καταφεύγει στην ατιμωρησία της. Ολα γνωστοποιούνται. Και εάν αυτή η επικοινωνιακή μετάλλαξη του κόσμου, το γνωρίζουμε καλά, ευνοεί επίσης την ηλιθιότητα, τις εικασίες, την παραποίηση, πρέπει επίσης να πιστεύουμε, να ελπίζουμε πως το ότι όλα γνωστοποιούνται επιφέρει επίσης τη δημιουργία ακόμη ενός προβλήματος για τους ισχυρούς της Γης». Το εν λόγω πρόβλημα έγκειται στο ότι πλέον η φρίκη δεν μπορεί να παραμείνει κρυφή, να κρατηθεί μυστική, να μην μαθευτεί.
«Δεν υπάρχει πια άλλη επιλογή, είμαστε αναγκασμένοι να εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας», επισημαίνει ο Σέρα. Σε σχέση με τη σφαγή στη Μπούτσα αυτό σημαίνει πως ο καθένας καλείται είτε να πιστέψει – σε εκείνες τις μισαπανθρακωμένες σορούς με τα χέρια και τα πόδια δεμένα, σε εκείνα τα σκυλιά που κλαίνε τη μοίρα τους δίπλα στα νεκρά αφεντικά τους, σε εκείνα τα πεσμένα ποδήλατα με τους δολοφονημένους αναβάτες τους ακόμα στη σέλα – είτε να μην πιστέψει.
«Είναι αλήθεια πως όλοι έχουμε την ικανότητα να μην πιστεύουμε. Αλλά αυτό σημαίνει πως όλοι επίσης έχουμε την ικανότητα να πιστεύουμε. Και να μην κλείνουμε τα μάτια. Σε αυτήν τη σύγκρουση μεταξύ ενσυναίσθησης και δυσπιστίας (και μεταξύ ταπεινοφροσύνης και αλαζονείας) διακυβεύεται το μέλλον του κόσμου», καταλήγει ο Σέρα.