Ε, ναι, λοιπόν. Όλα ξεκίνησαν από ένα απωθημένο. Το λέει η ίδια η ιστορία του, με την οποία ξεκινά τις εκμυστηρεύσεις του για μια ζωή μουσική και γοητευτική. Σαν τις ιστορίες, γοητευτικές και πηγαίες, που συνηθίζει να εκστομίζει και στις συναυλίες των Χειμερινών Κολυμβητών ο Αργύρης Μπακιρτζής.
«Οι συμμαθητές μου (σ.σ.: στη Θεσσαλονίκη) δεν με άφηναν να τραγουδώ στις εκδρομές, διότι τους χαλούσα την χορωδία», ξεκινάει. Μιλάμε για τραγούδια όπως το «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου» και άλλα ανάλογα που, είτε αποφάσιζαν οι ίδιοι να τραγουδήσουν εν χορώ, είτε τους έδινε το έναυσμα ο δάσκαλος. «Έτσι, είχα ένα απωθημένο. Από τότε θεωρούσα ότι ήμουν πολύ ακατάλληλος για να τραγουδώ και πολύ ακατάλληλος για ηθοποιός. Νόμιζα ότι δεν μπορώ να πω κάτι ξένο. Ήταν σαν να έλεγα ψέμα. Κοκκίνιζα».
Παράξενο. Η μοίρα τον έχρισε και τα δύο. Και τραγουδιστή και ηθοποιό και η πορεία του, πάνω από 50 χρόνια τώρα, το αποδεικνύει. Ίσως αυτό είναι το μάθημα: «Αυτά που θεωρείς αδύνατα για σένα, είναι ίσως πύλες, δρόμοι για να πλησιάζεις εκείνο που έχεις μέσα σου», μου λέει.
Τα άλλα είναι ιστορίες. Είπαμε, γοητευτικές, σαν εκείνες που χαρίζει στο κοινό του, κάθε που οι Χειμερινοί Κολυμβητές – αυτή η ομάδα μουσικών, που κλείνει 38 χρόνια από τον πρώτο δίσκο και ονομάστηκε από ένα τραγούδι, καθώς «από αδιαφορία, δεν διαλέγαμε όνομα» – αφήνουν την καθημερινότητά τους για να ενωθούν, ξανά και ξανά, σε κάποιες συναυλίες.
Εδώ, μας χαρίζει μερικές, εμβληματικές στην ζωή και την καριέρα του, με αφορμή τις συναυλίες τους στο Half Note Jazz Club, από την Παρασκευή 2 έως τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου, με διαφορετική μουσική σύνθεση κάθε βράδυ, υπό τον τίτλο «Χειμερινοί Κολυμβητές… ακόμα».
Πάμε, λοιπόν, πίσω στο 1965. Σε ένα εφηβικό πάρτι. Όπου ο 18χρονος Αργύρης ακούει ένα «15χρονο παιδί να παίζει μπουζούκι. Του λέω ότι κι εγώ θα ήθελα να παίζω μουσική, αλλά είμαι γέρος πια (σ.σ.: γελάει), μεγάλος. Και μου λέει «έχω δύο μπουζούκια, πάρε το ένα». Αυτός ήταν ο Ισίδωρος Παπαδάμου, που μου έδειξε τα πρώτα πράγματα στο μπουζούκι που μου χάρισε. Άλλωστε δεν έμαθα και πολλά. Έμαθα να παίζω το μπουζούκι, τζουρά που παίζω και στον πρώτο μας δίσκο, λίγο πιάνο. Έμαθα τόσες νότες, όσες με βοηθούσαν να συνθέτω. Μου έρχονταν πηγαία και στίχοι και μια μουσική που ήθελε να εκφραστεί, να πάρει κάποια φόρμα… Αργότερα, είχα την αίσθηση ότι αν κάνουμε δίσκο δεν θα έχουμε, δεν θα έχω την έμπνευση την πηγαία πια. Και αυτό ως ένα σημείο ίσχυσε. Μετά τον πρώτο κάναμε τους επόμενους με μεγάλα διαλείμματα».
Η περίοδος που κατακλυζόταν από μουσική -όπως το θέτει ο Αργύρης Μπακιρτζής στην κουβέντα μας- ήταν όταν έκανε το μεταπτυχιακό του στην Αρχιτεκτονική, ύστερα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στη Ρώμη. «Εκείνη την περίοδο έγραψα την “Τρελή Ροδιά” από την τελευταία ενότητα (σ.σ.: Η θητεία του καλοκαιριού) των Προσανατολισμών του Οδυσσέα Ελύτη».
Χάνεται στις αναμνήσεις του. Με πάει πίσω στα χρόνια που άκουγαν στα κέντρα Γιάννη Παπαϊωάννου (στο «Λουξ»), Σωτηρία Μπέλλου, Στράτο Διονυσίου, Φωτεινή Μαυράκη… Σταματάει. «Σε ένα καφέ αμάν που συχνάζαμε και είχε τζουκ μποξ έβαζα το τραγούδι της “Πήγα σε μάγισσες να βρω βοτάνι να ξεχάσω” κάθε μέρα». Κι έπειτα… πετάει ως τη διπλωματική του, το 1969, στους αρχαίους Φιλίππους, για το Οκτάγωνο. Σε μια φεγγαρόλουστη αυγουστιάτικη νύχτα, που άφησε τον ξενώνα του μουσείου, όπου έμενε, και πήγε να σχεδιάσει κάτω από την Σελήνη. Εκεί είχε μια «παραίσθηση», όπως το λέει, ότι ο χώρος ξαναζωντάνεψε και έγραψε την «Πανσέληνο στους Φιλίππους»: στης παραζάλης το σκοπό/ έρχομαι για να θυμηθώ/ χρόνια θαμμένα… Το τραγούδι μπήκε τελικά σε δίσκο το 2009, στα «23 κόκκινα φώτα», διότι είχε έναν στίχο που κάτι δεν μου άρεσε, αλλά τελικά βρήκα λύση. Όταν τελείωσα την διπλωματική μου εργασία έγραψα (σ.σ.: κυκλοφόρησε το 1981) και το «Σε μια εκκλησιά μοναχική»: Μα μεσ’ τη ζάλη την πολλή, δεν είδαν πως οι άγιοι / ήταν μόνο ζωγραφιστοί/ κι η ερημιά μεγάλη… Ο καθηγητής Στυλιανός Πελεκανίδης (σ.σ.: της Βυζαντινής Αρχαιολογίας) έλεγε: δεν θα κάνω μάθημα στους φοιτητές, θα τους βάλω αυτό το τραγούδι».
Ερημιά, είπαμε. Αυτή η αίσθηση της μοναξιάς, που την είχε –μου λέει- ο Αργύρης Μπακιρτζής και στους 28 μήνες της θητείας του, στις σκοπιές, 24 μήνες στη Λάρισα κι έπειτα στο αεροδρόμιο ΣΕΔΕΣ της Θεσσαλονίκης, ήταν μαζί με την περίοδο της θητείας και «πηγή μεγάλης έμπνευσης». Κι ας τον ακολουθούσε αυτό το αίσθημα της μοναξιάς ακόμη και σε περιόδους που ήταν φουλ ερωτευμένος. «Ξαπλωμένος, με το όπλο στο χέρι και ελέγχοντας τον αεροδιάδρομο έγραψα τα “23 κόκκινα φώτα”, που έγιναν πολύ αργότερα, το 2009, δίσκος. Είχα μετρήσει τα φώτα στο βάθος και ήταν 23… Στην θητεία μου έγραψα και τον «Παγασητικό» (σ.σ.: τη μέρα δυναμίτες / το βράδυ ερημίτες).
Έκανε τα χαρτιά του για να δουλέψει στη Βενετία, ενώ όταν έπεσε η Χούντα και επέστρεψε, ψάχνοντας δουλειά, ο αείμνηστος καθηγητής και αναστηλωτής Χαράλαμπος Μπούρας του ζήτησε να δουλέψει στην Ακρόπολη των Αθηνών. «Ήμουν από τους ελάχιστους στην Ελλάδα, που είχε πάρει ειδικότητα στις αναστηλώσεις. Έχω όμως ένα πρόβλημα στην μύτη (σ.σ.: «μόνιμη ιγμορίτιδα και στραβό διάφραγμα», όπως έχει αποκαλύψει) και η Αθήνα με ενοχλούσε. Μου μύριζε άσχημα. Σήμερα δεν μου μυρίζει, αλλά τότε…».
Ανέβηκε στην Καβάλα. Μια σειρά από αναστηλώσεις έμελλε να ακολουθήσουν: Το παράλιο τείχος και οι Καμάρες της Καβάλας, ο τεκές του Σέλινου, το Μεγάλο Τέμενος Διδυμοτείχου, η Κοσμοσώτειρα Φερρών, το Οκτάγωνο Φιλίππων, ο πύργος του Καντακουζηνού στο Πύθιο κ.ά.
Το 1975, «με τα τρία πρώτα μηνιάτικα αγόρασα στο Μεγάλο Καζαβήτι της Θάσου, ένα σπίτι του 1800, που αποτέλεσε κέντρο της ζωής μου. Εκεί γύρω ήρθαν μετά και φίλοι, εκεί γνώρισα και τον γείτονά μου Σταύρο Καραμανιώλα (σ.σ.: στιχουργό και συνθέτη για τους Χειμερινούς Κολυμβητές). Το 1993 απέκτησα τον πρώτο μου γιο. Κινούμασταν με τη γυναίκα μου, που είναι ποιήτρια και κριτικός, ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Θάσο, ενώ στο μεταξύ δούλευα στην Καβάλα. Το 1998 ήρθε και ο δεύτερος γιος μου. Είπα με την γυναίκα μου «καιρός να μαζευτούμε». Μια μέρα που περνούσα έξω από το Ιμαρέτ, στην Καβάλα, είδα ένα σπίτι που πουλιόταν. Βρήκα τον ιδιοκτήτη. Μοσκώφ τον έλεγαν και μου εξήγησε πως ήταν συγγενής του Κωστή Μοσκώφ, που τον ήξερα από τη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του τον ήθελε να δουλέψει τα καπνοχώραφα που είχαν στη Δράμα. Όμως εκείνος έφυγε στη Γερμανία, μόνος του, και έγινε τορναδόρος. Παντρεύτηκε με Γερμανίδα και γύρισε. Όμως εκείνη είδε πως δεν μπορούσε να μείνει εδώ και αποφάσισε να το πουλήσει το σπίτι. Ήθελε πολλές επεμβάσεις. Αγοράσαμε ξύλα από μια παλιά καπναποθήκη και μόνοι μας, εγώ, η γυναίκα μου και ο μικρός γιος μου, κόψαμε τα σανίδια του πατώματος και φτιάξαμε μια ωραία ξύλινη σκάλα».
Πίσω, στο 1976, όταν αποφάσισαν να κάνουν μια «καλή ηχογράφηση των τραγουδιών μας. Και ήρθε ο Σταμάτης Χρονδρογιάννης, ένας αρχιτέκτονας που έγραψε και τραγούδια όπως το “Θέλω μια χλωρίνη”, που θα πούμε ξανά τώρα και ο Κώστας ο Σιδέρης και κάναμε μια πολύ ωραία ηχογράφηση, για μέρες, στη Θάσο. Θυμάμαι ένα πρασοσέλινο με χοιρινό που είχαμε φτιάξει σε μία γάστρα και ο αδελφός μου έβαλε πάνω ένα γυαλί και το γυαλί έσπασε. Ήταν όμως τόσο νόστιμο που το τρώγαμε και βγάζαμε τα γυαλάκια. Αυτή την ηχογράφηση την μοιράζαμε σε φίλους».
Από τα τέλη του ΄70 ο Αργύρης Μπακιρτζής είχε ήδη γνωρίσει τον Νίκο Παπάζογλου. «Τον ήξερα από τη γειτονιά, στη Θεσσαλονίκη. Μια μέρα τον συνάντησα και μου λέει: Έλα να γράψουμε στο στούντιο (σ.σ. στο θρυλικό «Αγροτικόν», στην Τούμπα). Εκεί ήρθε μια μέρα ο Μιχάλης Σιγανίδης. Μου λέει ο Νίκος: Αυτός παίζει μπάσο. Πες του αν θέλει να γράψει μαζί σας. Του είχε φανεί πολύ παράξενη η φωνή μου, αλλά γράψαμε. Και μας έφερε και τον Δημήτρη Πολυζωΐδη. Και έπειτα ήρθε και ο Γιώργος Ταμκατζόγλου. Γράψαμε την δεύτερη πλευρά του δίσκου με κείνον και την πρώτη με τον Σιδέρη… Εγώ τραγουδούσα σε ντο. Όμως είχα τραγουδήσει σε ρε, πολύ ψηλά για μένα, το «Συχνάζεις στο Μικρό Καφέ» (σ.σ.: για το Μικρό Καφέ της Καβάλας, που ήταν πιο κοσμικό, ενώ στη «Μυροβόλο» σύχναζαν και κάποια φρικιά – τραγούδι με τον τίτλο «Το πολλαπλό σου είδωλο», που κυκλοφόρησε το 1981 με το πρώτο του άλμπουμ «Χειμερινοί Κολυμβητές»). Γι’ αυτό δεν μου άρεσε και ζήτησα να το ξαναγράψουμε και λίγο έλειψε να διαπληκτισθούμε. Όμως, είδα την κοπέλα για την οποία είχε γραφτεί το τραγούδι και το άφησα».
Ο Αργύρης Μπακιρτζής θυμάται και την εποχή που έψαχναν μπάντα για το δεύτερο τραγούδι, που αφορούσε την ίδια κοπέλα: το αγαπημένο «Από το πάρκο στη Μυροβόλο». «Μας είπαν ότι κάπου στην Κοζάνη ζει ο μάγος του κλαρίνου Χάρι Τζέιμς. “Ποιος είναι αυτός ο Χάρι Τζέιμς;” ρώτησα παντού. Τελικά ήταν ένας ντόπιος, τσιγγάνος, Χαράλαμπος Δημητρίου νομίζω, που είχε πάει στην Αμερική και γύρισε μ’ αυτό το όνομα. Δεν μπόρεσα να τον βρω. Φτιάξαμε μια μπάντα με καθηγητές από ωδεία της Θεσσαλονίκης, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μάλλον σφιγμένο. «Ο ξάδελφος του κουμπάρου μου, Γιάννη Μουγκού, είχε στο γάμο του την Μπάντα της Φλώρινας. Και ψάξαμε και την βρήκαμε. Και την Μπάντα και τον «άρχοντα» του κλαρίνου Τάσο Βαλκάνη (σ.σ.: οι δυο του γιοι, Γιώργος και Λάζαρος Βαλκάνης, συνέχισαν το έργο του). Μετά από ένα επεισοδιακό ταξίδι, όπου η παλιά Μερσεντές μου 170S, του 1949, τα έφτυσε στην τελευταία ανηφοριά».
Θυμάται ακόμη την συνάντηση για τις μπάντες της Δυτικής Μακεδονίας, κάθε Καθαρή Δευτέρα. Εκεί που «όλοι προσπαθούσαν να παίξουν πιο δυνατά για να ξεπεράσουν τον Βαλκάνη. «Την ηχογράφησή μας, με την Μπάντα της Φλώρινας, την έδωσα στον αντιδήμαρχο Πολιτισμού στην Κοζάνη, τον συνθέτη και πιανίστα Παναγιώτη Δημόπουλο, μήπως μπορέσουν να την αξιοποιήσουν», καταλήγει.
Στα ταξίδια του, το πρώτο που θυμάται είναι στο Νοβοσιμπίρσκ, με πρόσκληση του πρώην Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Εκείνος, «ως ηθοποιός με τις μπομπίνες δυο ταινιών του Σταύρου Τσιώλη υπό μάλης. Στη μια μάλιστα έπαιζε ως εκκλησιαστικός επίτροπος και ο κουμπάρος μου Γιάννης Μουγκός» (σ.σ.: τυπογράφος, πέρα από ηθοποιός στις ταινίες του Τσιώλη). «Ακολούθησα τα βήματα του θείου μου Αργύρη, αδελφού της γιαγιάς μου της Φανής, από τον οποίο πήρα το όνομά μου και ο οποίος, πρόσφυγας από 15 χρόνων κι εργάτης στην Οδησσό, συνελήφθη στο κίνημα του 1905, χωρίς να έχει, φαντάζομαι, τόσο νέος, σχέση και στάλθηκε σιδηροδέσμιος με τον Υπερσιβηρικό στη Σιβηρία».
Επόμενο ταξίδι, το 1985 στα Ιεροσόλυμα. «Ως αρχιτέκτονας, για τον Πανάγιο Τάφο. Με επέλεξαν και πήγα μαζί με τον Γεώργιο Λιλαίο (σ.σ.: νομοκανονολόγο και νομικό σύμβουλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και σύμβουλο για θέματα Εκκλησιών στην κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου). Ο Λιλαίος ήταν σύμβουλος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού (σ.σ.: και αντιβασιλέα και διατελέσαντος πρωθυπουργού) και τον είχε συνοδεύσει σε συνάντηση με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Μετά από αυτήν, μου είχε πει, ο Δαμασκηνός έκλαιγε. Κάποτε τον ρώτησε γιατί. Είχε ρωτήσει τον Τσόρτσιλ: «Κατά πόσο εξαρτάται από τους Έλληνες το μέλλον της Ελλάδας;» και εκείνος του είχε απαντήσει: «Ούτε εξαρτιόταν, ούτε θα εξαρτάται»… Στα Ιεροσόλυμα έμεινα μικρό διάστημα, αλλά ήταν σαν να ζήσαμε εφτά χρόνια. Παπάδες, πατριάρχες, γεύματα τρομερά και λουκούλεια, Παλαιστίνιοι, κόσμος πολύς. Με είχαν διαβάλει πριν να πάω. «Έρχεται ένας χίπις», έλεγαν. Όμως είμαι χαμογελαστός άνθρωπος και τους κέρδισα τελικά. Α, ακόμη έχω τα κλειδιά από το γραφείο μου στον Κήπο της Γεσθημανής. Όμως για να δεχτώ τη θέση ζήτησα ορκωτό λογιστή από την Ελλάδα. Και δεν το δέχτηκαν…»
Τρίτο ταξίδι – σταθμός, στην Αυστραλία, το 1987. «Στα γενέθλια των 40 χρόνων μου», μου επισημαίνει. «Όπου οι άνθρωποι φρίκαραν με τα τραγούδια μας. Παίξαμε ύστερα από την Γλυκερία και τον Παπάζογλου και όταν άκουσαν μετά εμάς πρέπει να κουφάθηκαν οι άνθρωποι. Πήγαμε και σε δεξιώσεις στο Χίλτον, όπου για πρώτη φορά είδα τα ξώφτερνα με πολύ ψηλό τακούνι. Σκέφτηκα: «Τι είναι αυτό; Έχει γούστο να έρθει και στην Ελλάδα». Και όμως ήρθε.
Θυμάται ότι ένας συνεργάτης του αρχιτέκτονα της περίφημης Όπερας του Σίδνεϊ του ζήτησε να μείνει εκεί ως αρχιτέκτων. «Όμως οι άλλοι με πίεσαν και πήγαμε τελικά στην Σιγκαπούρη».
Εμβληματικοί και «καλτ» θεωρούνται οι ρόλοι του και οι εμφανίσεις του Αργύρη Μπακιρτζή στις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη, με πρώτη τον «Έρωτα στη χουρμαδιά», το 1980. Δεν είναι κρυφό ότι ρόλο στην γνωριμία τους έπαιξε ο φίλος του συγγραφέας, ποιητής και σεναριογράφος Σωτήρης Κακίσης.
«Ο Τσιώλης είχε κάνει δοκιμαστικά για την «Χουρμαδιά» με πολλούς ηθοποιούς. Δεν του έκαναν. «Αυτό τον χαρακτήρα θέλω, που γράφει αυτά τα τραγούδια», είπε. Του είπα ότι δεν του κάνω, αλλά εκείνος με κάλεσε στην Αθήνα για δοκιμαστικό. Πράγματι δεν του έκανα και γύρισα στη Θεσσαλονίκη. Ξαφνικά, μου τηλεφωνεί και μου λέει: «Καταστρέφομαι, πρέπει να έρθεις. Αύριο αρχίζουμε γυρίσματα». Πήρα άδεια άνευ αποδοχών και πήγα».
Ύστατος σταθμός αυτού του ταξιδιού: Το 1988, έγραψε και τη μουσική με τους Χειμερινούς Κολυμβητές για την ταινία «Μ’ αγαπάς;» του Γιώργου Πανουσόπουλου, σε σενάριο του σκηνοθέτη, του Σωτήρη Κακίση και του Βασίλη Αλεξάκη, υποψήφια για Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας. Στην ταινία «μπήκε» στο πετσί ενός εμβληματικού, μικρού ρόλου, που προέκυψε, όπως έχει «για να μην ακούγεται η φωνή μου ξαφνικά στη μέση της ταινίας (σ.σ.: στα τραγούδια) και κουφαθεί ο κόσμος. Έκανα τον οδηγό ενός ΚΤΕΛ της Κέρκυρας που λέει το τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη, με την Άντζελα Γκρέκα, “Να πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις με τα κόλπα που μου κάνεις”. Την ώρα που ο Γιώργος Κώνστας έχει ερωτική επαφή με την Ευαγγελία Ανδρεαδάκη και κάποιοι επιβάτες μοιρολογούν έναν δικό τους. «Φαίνεται πως αυτή η σκηνή επηρέασε την μητέρα μου, διότι όταν προσπάθησα να την βοηθήσω να κατεβεί τα σκαλιά μετά την πρεμιέρα της ταινίας στη Θεσσαλονίκη, μου είπε: Μην με πιάνεις, μασκαρά. Έχουμε και κορίτσια της παντρειάς».
Info
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές στο Half Note Jazz Club
(Τριβωνιανού 17, Μετς, τηλ. 210-9213.310)
2 Νοεμβρίου: Αργ. Μπακιρτζής, Κ. Σιδέρης, Κ. Βόμβολος, Θ. Ρέλλος, Μ.Σιγανίδης, Δ. Ρούσσος
3 Νοεμβρίου: Αργ. Μπακιρτζής, Κ. Σιδέρης, Κ. Βόμβολος, Χ. Παπαδόπουλος, Μπ. Παπαδόπουλος
4 Νοεμβρίου: Αργ. Μπακιρτζής, Κ. Σιδέρης, Χ. Παπαδόπουλος, Μπ. Παπαδόπουλος, Μ. Σιγανίδης
5 Νοεμβρίου: Αργ. Μπακιρτζής, Κ. Σιδέρης, Κ. Βόμβολος, Θ. Ρέλλος, Μπ. Παπαδόπουλος, Χ. Παπαδόπουλος
Μαζί τους, η Εύη Μάζη (τραγούδι, φλάουτο), ο Διονύσιος Ρούσσος (κιθάρα, τραγούδι), ο Γιάννης Βρυζάκης (τραγούδι) και άλλοι
Παρασκευή & Σάββατο: 22.30, Κυριακή & Δευτέρα: 21.30.