O Ντούντα το 2012. Οταν μεταμόρφωσε τον Σπανούλη από ταλέντο σε ηγέτη | ΙΝΤΙΜΕ/MATTHAIOS YORGOS
Επικαιρότητα

Ντούσαν Ιβκοβιτς: Ο «δάσκαλος» που μάθαινε τους νέους… να πετούν

Κατέκτησε όλες τις κορυφές που μπορεί να πατήσει ένας προπονητής, βάζοντας «στοιχήματα» με τον εαυτό του: να νικά ομάδες πιο δυνατές από εκείνες που ο ίδιος καθοδηγούσε. Ανέδειξε μερικούς από τους top παίκτες της Ευρώπης. Ηταν ένας «σοφός» του μπάσκετ. Για πολλούς ήταν αυτό που του έγραψε ο Βασίλης Σπανούλης, αποχαιρετώντας τον για πάντα: «το ίδιο το μπάσκετ»
Sportscaster

Το σπίτι του στο Φάληρο –στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας με υπέροχη θέα προς την «Αθηναϊκή Ριβιέρα»– ήταν, πάντοτε, φιλόξενο για τους δημοσιογράφους που του ζητούσαν να τους αφιερώσει λίγο χρόνο για μια μπασκετοκουβέντα. Συνεντεύξεις δεν ήθελε να δίνει, αν δεν είχε κάτι σημαντικό να πει. Οσοι τον είχαν επισκεφθεί, στο δεύτερο μισό των 90s, έφευγαν εντυπωσιασμένοι από τον άνθρωπο Ντούσαν Ιβκοβιτς που κρυβόταν πίσω από τον προπονητή. Αν και φιλικός με όλους, ήταν «κλειστός τύπος». Την κοσμοθεωρία του τη μοιραζόταν μόνο με τους «κολλητούς» του.

Το αγαπημένο του θέμα συζήτησης, εκτός αθλητικών, ήταν το (μάλλον ασυνήθιστο) χόμπι του, το οποίο είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του: η εκπαίδευση περιστεριών. Στην ταράτσα του Φαλήρου είχε καμιά εκατοστή πουλιά. Στο σπίτι του στο Βελιγράδι, πάνω από 300. Δεν κουραζόταν να εξηγεί με ποιον τρόπο τα μάθαινε να γυρνούν στη φωλιά τους. Πρώτα έπρεπε να καταλάβουν ότι ο περιστεριώνας είναι το σπίτι τους: εκεί θα βρίσκουν φαγητό, νερό και ασφάλεια. Ωσπου να συμβεί αυτό, όσο κι αν τα αγαπούσε, ήταν απαραίτητο να τους δένει τα φτερά. Οταν έκρινε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να χαθούν, τα άφηνε ελεύθερα. Πεινασμένα. Με νεύματα τα οδηγούσε πίσω στο «κουμάσι» τους, όπου τους είχε βάλει τροφή. Στην αρχή, οι πτήσεις τους ήταν χαμηλές και σύντομες. Και γίνονταν, σταδιακά, όλο και μεγαλύτερες.

Στην πραγματικότητα, ο μεγάλος δάσκαλος του μπάσκετ περιέγραφε στον ακροατή του τον τρόπο με τον οποίο μάθαινε στους νεαρούς παίκτες του να «πετούν»: με μεθοδικότητα, υπομονή, αλλά και αυστηρότητα, όποτε χρειαζόταν. Υπήρξε, ίσως, ο πιο σκληρός κόουτς των ευρωπαϊκών γηπέδων. Μα, ταυτοχρόνως, και μια πατρική φιγούρα για τους αθλητές του. Ο χαρακτήρας του ήταν ένα κράμα της τετράγωνης λογικής του δικηγόρου πατέρα του, και της ευαισθησίας της ποιήτριας μητέρας του. Το «παρατσούκλι» του ήταν «σοφός». Τον είχε αποκαλέσει έτσι –ειρωνικά– ο Φασούλας (με τον οποίο είχε άγριες κόντρες, τόσο στον ΠΑΟΚ όσο και στον Ολυμπιακό), αλλά του έμεινε. Γιατί ήταν στ’ αλήθεια.

Στη μυθική του καριέρα κέρδισε τα πάντα. Ολα τα τρόπαια που μπορεί να κατακτήσει ένας προπονητής σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, με μόνη εξαίρεση το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, το οποίο διεκδίκησε (αλλά έχασε) το 1988 στη Σεούλ. Οι τίτλοι του συγκρίνονται με εκείνους του πολυνίκη συμπατριώτη και κουμπάρου του, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, αλλά με μια τεράστια διαφορά: ενώ ο «Ζοτς» επέλεγε να εργαστεί σε πλούσιες ομάδες, που μπορούσαν να αποκτήσουν για χάρη του τους ακριβότερους παίκτες, ο «Ντούντα» προτιμούσε τις προκλήσεις. Τη δημιουργία από το «μηδέν». Οπως συνήθιζε να λέει, «αν κάτι μετράει στο μπάσκετ, είναι ο σεβασμός στο παιγνίδι και ο κόπος».

Του άρεσε να βάζει «στοιχήματα» με τον εαυτό του, να κερδίζει ομάδες πιο δυνατές από εκείνες που ο ίδιος προπονούσε. Οταν ανέλαβε τον Αρη (1980), η πρωτεύουσα του ελληνικού μπάσκετ ήταν, ακόμη, η Αθήνα. Οταν ο Αρης έγινε «αυτοκράτορας», πήγε στον ΠΑΟΚ (1991), για να «χτίσει» μια από τις καλύτερες ομάδες που γνώρισαν τα ελληνικά γήπεδα. Το 1994 δεν… συγκινήθηκε από το γενναιόδωρο μπάτζετ που του προσέφερε ο Σωκράτης Κόκκαλης, και διάλεξε τον φτωχό Πανιώνιο, που κόντεψε να στεφθεί πρωταθλητής. Εκείνος ο Πανιώνιος, ο Ολυμπιακός του 2012 και η Σερβία του 2009 ήταν, ίσως, τα μεγαλύτερα προπονητικά του αριστουργήματα. Αλλά, όπου κι αν δούλεψε, έφτιαξε θεαματικές ομάδες και ανέδειξε σπουδαίους παίκτες. Το έργο του ως δασκάλου θεωρείται πιο σημαντικό από εκείνο του κόουτς Ιβκοβιτς. «Δικά του παιδιά» ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, ο Πέτροβιτς, ο Ντίβατς, ο Κούκοτς, ο Ράτζα, ο Πάσπαλι, ο Βράνκοβιτς, ο Ντανίλοβιτς, ο Μποντίρογκα, ο Στογιάκοβιτς και ο Τζόρτζεβιτς.

Από τους καλύτερους μαθητές του ήταν και ο Βασίλης Σπανούλης, που σήμερα τον αποχαιρέτησε με μια συγκινητική ανάρτησή του στο Instagram: «Α ρε Ντούντα, ΔΑΣΚΑΛΕ, ΗΓΕΤΗ, ΑΡΧΟΝΤΑ!!! Οι λέξεις είναι μικρές, λίγες, μπροστά στο μεγαλείο σου. Σε ευχαριστώ για όσα μου δίδαξες. Σε ευχαριστώ που υπήρξες μέντοράς μου και ήσουν πάντα δίπλα μου! Ησουν το ίδιο το μπάσκετ! Είμαι συντετριμμένος».

 

Στα μέρη μας δεν είχε σκοπό να έρθει, όμως η Μοίρα αποφάσισε αλλιώς. Ο γιος του, Πέτρος, υπέφερε από βρογχικό άσθμα, και οι γιατροί είπαν στον «Ντούντα» ότι έπρεπε να αλλάξει κλίμα, να ζήσει κοντά στη θάλασσα. Ετσι αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του Αρη, την οποία αρχικώς είχε απορρίψει. Εντεκα χρόνια μετά, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τον υποχρέωσε να επιστρέψει και να εγκατασταθεί στη χώρα μας. Στη Θεσσαλονίκη έως το 1994, κι έπειτα στην Αθήνα. Την αγάπησε την Ελλάδα. Τον ήλιο, τους ανθρώπους της, το λαϊκό τραγούδι της (τον είχε μυήσει σε αυτό ο Ντούσαν Μπάγεβιτς από τη δεκαετία των ’70s). Αν και δεν πίστευε στις φιλίες που δεν κρατούν από τα μαθητικά χρόνια, εδώ βρήκε και έναν «αδελφό»: τον Δημήτρη Μητροπάνο.

Αρχισε την προπονητική του καριέρα το 1971 στα τμήματα υποδομής της Ραντνίσκι, και την ολοκλήρωσε το 2016 στον πάγκο της Εφές, χωρίς ποτέ να χάσει το νεανικό του κέφι για δημιουργία. Μέσα σε αυτά τα 45 χρόνια ο Κόσμος είχε γίνει αγνώριστος, όμως το μπάσκετ του Ιβκοβιτς ήταν, πάντα, επίκαιρο. Οπως είχε τονίσει στο Status της Σερβίας, «ο παιδαγωγός δεν έχει ηλικία, αρκεί οι μαθητές του να εξακολουθούν να τον καταλαβαίνουν». Τον Σεπτέμβριο του 2017 αποχαιρέτησε τα γήπεδα σε ένα ματς επίδειξης, του Ολυμπιακού με μια μικτή «αστέρων», στο κατάμεστο ΣΕΦ. Την ίδια χρονιά εισήχθη στο «Hall of Fame» της FIBA. Και το πρωί της Πέμπτης, λίγο πριν κλείσει τα 78, «πέταξε» σαν τα περιστέρια του. Αλλά χωρίς γυρισμό.