«Από μικρή, το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω σταρ. Τραγουδούσα όλη την ώρα και η μητέρα μου μου είχε πει, ότι με το που γεννήθηκα, έκλαιγα σε ολόσωστη τονικότητα»: αυτά είναι τα λόγια της πληθωρικής Ντόλι Πάρτον, η οποία έδωσε συνέντευξη στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica , δίνοντας την εντύπωση όχι ότι πρόκειται πλέον για μία 72χρονη φτασμένη σταρ, αλλά για ένα ενθουσιώδες 20χρονο κορίτσι, που κάνει τώρα, τα πρώτα του τολμηρά βήματα στον χώρο του θεάματος.
Αφορμή της συνέντευξης, η νέα ταινία «Dumplin’» που βγαίνει τον Δεκέμβριο του 2018 από το Netflix. Πρόκειται για μία κωμωδία γεμάτη μουσική, με πρωταγωνίστρια την Τζένιφερ Ανιστον. Η Ντόλι Πάρτον δεν παίζει στην ταινία, έχει γράψει όμως έξι από τα τραγούδια του πλούσιου σάουντρακ.
Ηθοποιός με ταμπεραμέντο, τραγουδίστρια της κάντρι με ταλέντο και στη σύνθεση, γυναίκα με χυμώδεις αναλογίες. Η Πάρτον είναι μία κατηγορία από μόνη της. Ξεκίνησε να τραγουδά όταν ήταν μόλις έντεκα ετών, πηγαίνοντας κόντρα στη θέληση των γονιών της, ταπεινών καλλιεργητών καπνού στο Τενεσί των ΗΠΑ. Μέχρι τα 18 της, είχε ήδη καταφέρει να κάνει αίσθηση στον χώρο της κάντρι. Μία λαμπερή σόουγουμαν, μία σπουδαία φωνή, αλλά και μία εκρηκτική σεξοβόμβα. Και τι δεν έχει γραφτεί και ειπωθεί για το ζηλευτό της μπούστο…
Πρωταγωνίστησε σε ταινίες που έκαναν μεγάλη αίσθηση, όπως το «9 to 5» και οι «Ανθισμένες μανόλιες», και οι δύο έδιναν έμφαση σε γυναίκες που προσπαθούν να επιβιώσουν και να χειραφετηθούν μέσα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Μεταξύ πολλών άλλων τραγουδιών που έχει γράψει και έχει μοναδικά ερμηνεύσει, το «Jolene» του 1973 μιλά με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο για τη γυναικεία ανασφάλεια: οι στίχοι απευθύνονται σε μία καλλονή, τη Τζολίν, από την οποία η Πάρτον ζητά να μην της κλέψει τον άνδρα που αγαπάει. «Αν και μπορείς να μου τον πάρεις, μην μου τον πάρεις» λέει, αποδεικνύοντας ότι δυναμισμός σημαίνει τελικά όχι να κρύβουμε όπως όπως, αλλά να βγάζουμε στο φως τις μεγαλύτερες φοβίες μας.
Αξίζει επίσης να πούμε, ότι το πασίγνωστο τραγούδι «I will always love you» που γνώρισε παγκόσμια επιτυχία τραγουδισμένο από την Γουίτνεϊ Χιούστον στην ταινία «Ο σωματοφύλακας», είναι δημιουργία της Ντόλι Πάρτον. Ακούστηκε για πρώτη φορά σε ταινία από την ίδια, στο «The best little whorehouse in Texas», όταν το τραγουδά συγκινημένη στον Μπαρτ Ρέινολντς.
Στην εποχή του Netflix λοιπόν, φαίνεται ότι η δραστήρια Ντόλι είναι ακόμη δημοφιλής, περνά ακόμη η μπογιά μιας γυναίκας που είναι ταυτόχρονα και αυτοσαρκαστική, αλλά και κοκέτα. Πρόκειται λοιπόν να γυριστούν οκτώ συνολικά τηλεταινίες, με την καθεμία να είναι εμπνευσμένη από τα ισάριθμα δημοφιλέστερα τραγούδια που έχει γράψει η ίδια.
«Η μουσική πάντα με πήγαινε εκεί που ήθελα να πάω. Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες μέσα από τα τραγούδια μου, ίσως είναι αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα απ’ όλα. Γεννήθηκα τραγουδώντας, θα πεθάνω τραγουδώντας. Θέλω τα τραγούδια μου να αγγίζουν όσο περισσότερα άτομα γίνεται, και κυρίως γυναίκες» λέει με το χαρακτηριστικό πάθος της.
Σχολιάζοντας θέματα ματαιοδοξίας και γυναικείας αυταρέσκειας, είναι εξίσου ειλικρινής: «Επειδή είχα πολύ ιδιαίτερη εμφάνιση, κατάλαβα από πολύ νωρίς ότι έπρεπε να βασιστώ αποκλειστικά σε εμένα την ίδια και να αποφασίσω αν μου αρέσω ή όχι. Αν αρχίσεις να βασίζεσαι στη γνώμη των άλλων, στο τέλος θα τρελαθείς. Γεννήθηκα μέσα στη φτώχεια, μαζί με άλλα 12 αδέρφια, δεν είχαμε πρόσβαση σε τίποτα. Ομως εγώ, πάντα ήθελα να βγω στον έξω κόσμο, να ζήσω τη ζωή μου, να γίνω σταρ! Γι’ αυτό ακριβώς, άρχισα από μικρή να χτίζω την εξωτερική μου εμφάνιση, το λουκ που είναι πλέον τόσο αναγνωρίσιμο. Το έφτιαξα και το “φορούσα” σαν πανοπλία απέναντι στους άλλους. Είναι λίγες οι γυναίκες που γεννιούνται με την ευλογία της φυσικής ομορφιάς, που δεν χρειάζονται ίχνος μακιγιάζ για να είναι όμορφες. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ήμουν μία από αυτές».
Οσο για το διάσημο στήθος της: «δεν γεννήθηκα ακριβώς με τόσο μεγάλο στήθος… Το στήθος μου ήταν αρκετά μεγάλο, αλλά το ενίσχυσα κι εγώ αρκετά. Τώρα πια, έχουμε μεγαλώσει μαζί. Και όπως συνηθίζω να λέω, δεν ξέρω αν είμαι εγώ που κουβαλάω το στήθος μου, ή αν είναι το στήθος μου που κουβαλάει εμένα».
Η ίδια, αντιμετωπίζει λοιπόν την εξωτερική της εμφάνιση σαν ένα είδος διασκεδαστικής μεταμφίεσης, στην οποία μπαίνει κάθε πρωί, με το που ξυπνήσει. Απολαμβάνει όταν βλέπει σόου με ντραγκ κουίνς που την μιμούνται -και η αλήθεια είναι ότι έχουν πολλά να μιμηθούν πάνω της: «κάποτε με είχαν καλέσει σε ένα σόου, στο οποίο θα εμφανίζονταν πολλές ντραγκ κουίνς ως σωσίες μου. Ανέβηκα μαζί τους στη σκηνή κι έκανα μαζί τους πασαρέλα. Ο κόσμος δεν με αναγνώρισε. Και πήρα το λιγότερο χειροκρότημα. Κάποια άλλη είχε θεωρηθεί καλύτερη Ντόλι Πάρτον από εμένα. Το βρήκα καταπληκτικό!».