Η σύλληψη και παραπομπή σε δίκη δύο ακόμη Τούρκων δημοσιογράφων, αυτή τη φορά του διευθυντή της Τζουμχουριέτ, τον Τσαν Ντουντάρ και του επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας στην Αγκυρα Ερντέμ Γκιουλ, είναι άλλο ένα επεισόδιο στη μακρά σειρά διώξεων και παρενοχλήσεων από τον Ταγίπ Ερντογάν κατά του ενοχλητικού Τύπου που ασκεί κριτική στο έργο του.
Ο Ντουντάρ και ο Γκιουλ διώκονται για «κατασκοπεία και δημοσιοποίηση κρατικών μυστικών» και για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Οι κατηγορίες κατά των δύο δημοσιογράφων μπορούν να επιφέρουν ακόμα και την ισόβια κάθειρξη.
Αφορμή υπήρξε βίντεο που έφερε στο φως η Τζουμχουριέτ και στο οποίο φαίνονταν αστυνομικοί να ανοίγουν κιβώτια με όπλα που προορίζονταν σε ισλαμιστές αντάρτες. Τα κιβώτια ήταν σε φορτηγά της μυστικής υπηρεσίας MIT, μια σοβαρή απόδειξη των υπόγειων σχέσεων του τουρκικού κράτους (και παρακράτους) με τον εμφύλιο στη Συρία.
Στην μακρά σειρά των δημοσιογράφων που διώκονται προστίθεται ακόμη ο δημοσιογράφος της αγγλόφωνης Today’s Zaman, Μπουλέντ Ερίς, ο οποίος κατηγορείται για εξύβριση του Τούρκου προέδρου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατηγορία που μπορεί να επιφέρει οκταετή φυλάκιση.
Πριν τις εκλογές, σημειώνει το Reuters, δύο τηλεοπτικά δίκτυα σταμάτησαν να εκπέμπουν και αναγκάστηκαν να εκπέμπουν μόνο από το ίντερνετ. Ο Αχμέτ Χακάν, δημοσιογράφος της Χουριέτ, ανέφερε ότι τέσσερις άνδρες σε ένα μαύρο αυτοκίνητο τον ακολούθησαν και του επιτέθηκαν κοντά στην κατοικία του, για να καταλήξει στο νοσοκομείο με σπασμένα πλευρά και μύτη. Τα ίδια τα γραφεία της εφημερίδας έγιναν στόχος επιθέσεων.
Ρεκόρ φυλακισμένων
Τα περιστατικά διώξεων, απειλών, απολύσεων και παρενόχλησης του δημοσιογραφικού έργου με κάθε τρόπο γνωρίζουν σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια, όσο η επιρροή και η εξουσία του πρωθυπουργού αρχικά και προέδρου πλέον Ερντογάν αυξάνονται, φέρνοντας όλο και πιο συχνά κινήσεις καταστολής των μέσων ενημέρωσης, όμως και των κοινωνικών δικτύων.
Ο τρόπος είναι κοινός και οι μέθοδοι είναι απλές: νόμοι που αναφέρονται γενικά και μάλλον αόριστα στην τρομοκρατία, διασταλτική εφαρμογή τους από τα δικαστήρια, παρελκυστική διαδικασία που κρατά τους δημοσιογράφους σε μια παρατεταμένη αντιπαράθεση.
Η Τουρκία είχε φτάσει το 2014 να είναι η χώρα με τους περισσότερους φυλακισμένους δημοσιογράφους στον κόσμο – γύρω στους 40 απελευθερώθηκαν υπό όρους, αφού κρατούνταν για μήνες. Η στάση της κυβέρνησης φέρνει σε αμήχανη θέση ξένες κυβερνήσεις οι οποίες έπρεπε να διατηρήσουν την στενή σχέση με τη σύμμαχό τους αλλά και να μην παραβλέψουν την συστηματική παρεμπόδιση του Τύπου να κάνει ελεύθερα τη δουλειά του. Δεν λείπουν όμως και οι επικριτές, όπως ο Αμερικανός πρέσβης που έθεσε ανοιχτά το ζήτημα.
Οι καταγραφές από τους Δημοσιογράφους χωρίς Σύνορα είναι και αυτές αποκαλυπτικές. Το 2014 με την Τουρκία 149η στις 180 χώρες του δείκτη η εικόνα σε ό,τι αφορά τις διώξεις, την κυβερνολογοκρίσια, τις απαλύσεις και τους περιορισμούς χειροτέρεψε.
Για την κυβέρνηση η εικόνα είναι, όπως είναι αναμενόμενο, εντελώς διαφορετική: Κανένας δημοσιογράφος δεν διώκεται για τις ιδέες του ή για το έργο του αλλά για το ότι «προπαγανδίζει υπέρ των τρομοκρατών». Κατά τον Ερντογάν μάλιστα η Τουρκία είναι η χώρα με τους πιο ελεύθερους δημοσιογράφους στην Ευρώπη…