Ενα νεκροταφείο που οι αρχαιολόγοι θεωρούν «πραγματικό παλίμψηστο για τα αρχαιολογικά δεδομένα της περιοχής» ανασκάφτηκε το φετινό καλοκαίρι στη θέση Μακριά Ράχη Καράβου στο Αλιβέρι από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας.
Η σωστική ανασκαφική έρευνα σε ιδιωτικό αγροτεμάχιο διαπίστωσε τη συνεχή χρήση του χώρου για περισσότερο από 2.500 χρόνια.
Από τα ευρήματα ξεχωρίζουν τρεις εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας σφραγιδόλιθοι, που βρέθηκαν σε ασύλητο θαλαμοειδή τάφο του 1300-1100 π.Χ.
Στον πρώτο, αναφέρει το υπουργείο Πολιτισμού, παριστάνεται αίγαγρος που δέχεται επίθεση από δύο λύκους και στον δεύτερο ένα ελάφι σε συνεστραμμένη στάση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρίτος σφραγιδόλιθος από τον ημιπολύτιμο λίθο σάρδιο, στον οποίο παριστάνεται όρθια μιξογενής δαιμονική μορφή (Minoangenius) που μεταφέρει στους ώμους ένα νεκρό ελάφι. Το ίδιο ακριβώς θέμα συναντάται σε σφραγιδόλιθο από την Κρήτη και σε ελεφάντινο πλακίδιο από τη Θήβα.
Στην ανασκαφή βρέθηκε καταρχάς ένας ασύλητος κτιστός λακκοειδής τάφος της Πρωτοελλαδικής ΙΙΒ εποχής (Φάση Λευκαντί Ι – Καστρί 2400-2300 π.Χ.), μνημειώδους κατασκευής.
Το δάπεδο ήταν στρωμένο με ποταμίσια άμμο και το εσωτερικό του, σε δεύτερη φάση, είχε χωριστεί με εγκάρσιο τοίχο σε δύο τμήματα.
Στο ανατολικό τμήμα εντοπίστηκε ταφή σε ανακομιδή, κτερισμένη με ζεύγος χρυσών ενωτίων, μία ασημένια και δύο χάλκινες περόνες. Στο δυτικό τμήμα εντοπίστηκε κατά χώραν ταφή σε συνεσταλμένη στάση, κτερισμένη με χάλκινο εγχειρίδιο, αιχμή βέλους και στιλβωμένη ραμφόστομη σφαιρική πρόχου.
Σε μικρή απόσταση από τον τάφο, εντοπίστηκε κεφαλή μαρμάρινου κυκλαδικού ειδωλίου τύπου Λούρου (3200-2800 π.Χ.).
Ο δεύτερος σημαντικός τάφος που εντοπίστηκε ήταν ασύλητος θαλαμοειδής τάφος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ-Γ εποχής (1300-1100 π.Χ.) με διάμετρο θαλάμου 2,40 μ. και μήκος δρόμου 7,50 μ. Περιείχε 11 ταφές σε ανακομιδή και μία κατά χώραν.
Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν 6 ακέραια και τουλάχιστον άλλα 7 θραυσμένα αγγεία, κυρίως ψευδόστομοι αμφορίσκοι, αλάβαστρα, πρόχους και κύπελλο, χάλκινη πόρπη, 53 σφονδύλια από στεατίτη, λίθινες χάντρες, περίτεχνα κομβία από ελεφαντόδοντο και τρεις εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας σφραγιδόλιθοι..
Στη ρωμαϊκή εποχή, τμήμα της στέγης του τάφου κατέπεσε και χρησιμοποιήθηκε ως αποθέτης, χωρίς να διαταραχθούν τα κατώτερα ταφικά στρώματα. Από τα ανώτερα στρώματα προήλθαν πολλά οστά ζώων και τμήματα αγγείων της ρωμαϊκής εποχής (1ος – 3ος αιώνας μ.Χ.).
Συνολικά, ακόμη 24 τάφοι, δύο εγχυτρισμοί και μία καύση ύστερων κλασικών (τέλη 4ου αι. π.Χ.), ελληνιστικών (3ος-1ος αιώνας π.Χ.) και ρωμαϊκών χρόνων (1ος-3ος αιώνας μ.Χ.), σε συστάδες των 2 έως 4 τάφων, ερευνήθηκαν στο ίδιο αγροτεμάχιο. Από τους τάφους, 7 ανήκουν στον τύπο του κεραμοσκεπούς καλυβίτη, 16 στον τύπο του απλού λακκοειδούς με κάλυψη από ακατέργαστες πλάκες και ένας κτιστός κιβωτιόσχημος ρωμαϊκών χρόνων.
Από την έρευνά τους έχουν προέλθει χρυσό ενώτιο, οστέινη περόνη, χάλκινα νομίσματα, μελαμβαφή μικρογραφικά αγγεία του 4ου αιώνα π.Χ., όπως ληκύθια, πυξίδα, πήλινο ειδώλιο χοίρου, άβαφη τριφυλλόσχημη οινοχόη και πρόχους ρωμαϊκών χρόνων.
Τέλος, εντοπίστηκε ένας υπόσκαφος και εν μέρει κτιστός αγωγός ρωμαϊκών χρόνων, που διατρέχει το νεκροταφείο με διεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ, σε μήκος περίπου 25 μ. και πιθανότατα προμήθευε με νερό παρακείμενο λουτρό παλαιοχριστιανικών χρόνων».
Η ανασκαφική έρευνα, η οποία συνεχίζεται, βαίνει προς το τέλος της. Τη διεύθυνση της ανασκαφής έχει ο αρχαιολόγος της Εφορείας Aρχαιοτήτων Ευβοίας Κωνσταντίνος Μπουκάρας, ενώ τη συντήρηση των ευρημάτων διεξάγουν οι συντηρήτριες αρχαιοτήτων Φωτεινή Ποπώλη και Γεωργία Καγκέλη.