Η κυβέρνηση θα παρακολουθήσει στενά τη τήρηση των όρων της Συμφωνίας των Πρεσπών, τόνισε από τη Θεσσαλονίκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος παράλληλα επισήμανε ότι ακόμη τη θεωρεί μία κακή συμφωνία για τη χώρα. Ολα αυτά και ενώ η Βόρεια Μακεδονία βρίσκεται σε πολιτική περιδίνηση (εδώ) μετά το μπλόκο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση, μια εξέλιξη που σε δεύτερο χρόνο θέτει εν αμφιβόλω το erga omnes της συμφωνίας (εδώ).
Σε ομιλία του την Τρίτη στο δείπνο της Πολιτιστικής Εταιρείας Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι δύναμη ειρήνης σε μια ταραγμένη περιοχή με πολιτική αρχών και όχι με κραυγές. «Θα ξαναγίνουμε πρωταγωνιστές στα Βαλκάνια» τόνισε.
Για τη Συμφωνία των Πρεσπών είπε: «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ήταν μια αρνητική Συμφωνία για τη χώρα μας. Την καταψήφισα προειδοποιώντας, όμως, τίμια τους Ελληνες τι συνεπαγόταν η υπογραφή της.
» Ομως δεν θα προσβάλω το εθνόσημο μας, έστω κι αν κάτω από αυτό άλλοι έβαλαν την υπογραφή τους. Ούτε και θα εκθέσω τη χώρα σε περιπέτειες.
» Χωρίς να ρισκάρουμε την παραμικρή αποσταθεροποίηση θα παρακολουθούμε στενά τις υποχρεώσεις των γειτόνων μας, την ανταπόκριση των γειτόνων μας στις υποχρεώσεις τους. Και προφανώς την επίλυση των εκκρεμοτήτων με πρώτη αυτή της προστασίας των μακεδονικών προϊόντων. Αυτό επιτάσσει σήμερα ο ρεαλιστικός, ο αληθινός πατριωτισμός».
Σχετικά με την Αλβανία, ο Πρωθυπουργός έθεσε το ζήτημα του σεβασμού της ελληνικής μειονότητας και των δικαιωμάτων της, λέγοντας: «Οπως με όλους έτσι και με την Αλβανία επιζητούμε καλές σχέσεις γειτονίας. Προϋπόθεση, όμως, για την κοινή πρόοδο, για να ανοίξει κάποια στιγμή ο ευρωπαϊκός δρόμος της Αλβανίας είναι ο σεβασμός της ελληνικής μειονότητας και των δικαιωμάτων της».
Προσέθεσε ότι «η Ελλάδα είναι υπέρ του ευρωπαϊκού δρόμου των Δυτικών Βαλκανίων όχι μόνο γιατί αυτό μετατρέπει την προοπτική σε παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή, αλλά και γιατί είναι δημοκρατικός μοχλός πίεσης για τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό των γειτόνων μας και για την επίλυση των διμερών μας θεμάτων».