Οποιος ισχυριστεί ότι η συνάντηση που είχαν χθες στις Βρυξέλλες ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Ταγίπ Ερντογάν ήταν ασήμαντη, κάνει ξεκάθαρα λάθος. Οπως και όσοι προσδώσουν στη συνάντηση, που έγινε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, διαστάσεις που δεν διαθέτει. Κατά την άποψη που εκφράζουν ορισμένοι έμπειροι παρακολουθούντες τα διεθνή διπλωματικά τεκταινόμενα, η χθεσινή συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν ήταν σαν μια προσωρινή λύση, που στην παρούσα φάση ταιριάζει σε άπαντες, για διαφορετικούς λόγους. Υπό αυτή την έννοια, παρότι είναι η τρίτη μετά την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία, είναι από πολλές απόψεις μάλλον η πρώτη ουσιαστική.
Ο Ταγίπ Ερντογάν καταφανώς επιθυμεί να σπρώξει κάτω από το χαλί τα Ελληνοτουρκικά, σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ουάσινγκτον. Ως μετρ των μεταμορφώσεων, έφθασε μάλιστα χθες να υποσχεθεί ότι το 2021 θα είναι «ήρεμη χρονιά», γνωρίζοντας ότι πολλοί ήθελαν να το ακούσουν.
Ο κ. Μητσοτάκης ευλόγως θέλει να αποφύγει ένα δεύτερο καλοκαίρι όπως εκείνο του 2020. Εκτός των άλλων, η απομάκρυνση της έντασης από το κάδρο της καθημερινότητας δίνει και λιγότερες λαβές στους ενδογενείς «σκληρούς» της ΝΔ, που έως τώρα χρησιμοποιούν τα Ελληνοτουρκικά ως μοχλό κριτικής και πίεσης.
Η χθεσινή εμφάνιση προφανώς ευνοεί και όσους εντός της ΕΕ επιθυμούν η Σύνοδος Κορυφής της 24ης-25ης Ιουνίου να κυλήσει όσο γίνεται πιο «αναίμακτα», καθώς μέρος της είναι αφιερωμένο στις σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας, με ιδιαίτερα «δύσκολα» θέματα στην ατζέντα, όπως το Προσφυγικό, η συζήτηση για την τελωνειακή ένωση, η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος παροχής βίζας, αλλά και το Κυπριακό. Ακόμα και ο Εμανουέλ Μακρόν εμφανίστηκε, όχι ενθουσιασμένος, αλλά σε κάθε περίπτωση διατεθειμένος να συζητήσει κάποια πράγματα τον τούρκο ομόλογό του.
Μια αναδίπλωση του Ερντογάν έναντι της Ελλάδας δίνει και στον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν τη δυνατότητα να συζητήσει επί όλων όσα απασχολούν ουσιαστικά τους Αμερικανούς σχετικά με τη στάση της Τουρκίας. Δηλαδή, τη σχέση με τη Ρωσία, την ολοένα και δυνατότερη επαφή που επιχειρεί να σφυρηλατήσει ο Ερντογάν με τη Κίνα και τον περιφερειακό ρόλο της Άγκυρας σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική. Η Ουάσινγκτον επιθυμεί να χτίσει ξανά ένα consensus με την Αγκυρα. Οχι με τρόπο που εξυπηρετεί, βεβαίως, τις προσδοκίες του Ερντογάν, αλλά με τρόπο που εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή από τη Μέση Ανατολή μέχρι τις παρυφές της Ινδίας (είναι ενδεικτικό ότι η ουσιαστική συζήτηση για τον ρόλο της Τουρκίας στο Αφγανιστάν θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες).
Ο χαρακτηρισμός που έδωσε ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ για τη συνάντησή του με τον Ερντογάν («θετική και παραγωγική») δείχνει ότι ο κ. Μπάιντεν έγινε μάλλον κατανοητός από τον συνομιλητή του.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν πολλά για την ουσία των Ελληνοτουρκικών και των προβλημάτων της Ανατολικής Μεσογείου. Με διπλωματικό, αλλά ευθύ τρόπο, στο μαγνητοσκοπημένο μήνυμά του που προβλήθηκε πριν από τις συναντήσεις με τον έλληνα πρωθυπουργό και άλλους ηγέτες, ο Ερντογάν επιβεβαίωσε ότι οι διαφορές με την Αθήνα παραμένουν στο ακέραιο. Μάλιστα, χρησιμοποίησε φράσεις όπως η «ευθυδικία», η οποία στο μυαλό των Τούρκων ουσιαστικά σημαίνει μηδενική ή περιορισμένη επήρεια των νησιών. Ως εκ τούτου, επί της ουσίας του πράγματος, προκύπτει ότι η Τουρκία εξακολουθεί να θεωρεί το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο ως θάλασσες που μπορεί να οριοθετηθούν ανάμεσα σε αντικείμενες ηπειρωτικές ακτές, και όχι ηπειρωτικές ακτές και νησιά.
Ενα δεύτερο πρόβλημα είναι η συμπεριφορά της Αγκυρας στην Κύπρο. Στην επέτειο του Αττίλα, τον Ιούλιο, θα φανεί αν ο Ερντογάν δέχθηκε να κάνει υποχώρηση στο συγκεκριμένο μέτωπο. Κάτι τέτοιο, πάντως, δεν είναι ορατό στον ορίζοντα. Μια πιθανή προκλητική κίνηση στην Αμμόχωστο, ή πλωτό γεωτρύπανο στην κυπριακή ΑΟΖ, θα οδηγήσει ξανά αναπόφευκτα τη συζήτηση σε ατραπούς έντασης, όσο και αν οι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν να ασχοληθούν με τα προβλήματα των Κυπρίων.
Μένει να φανεί πόσο καιρό μπορεί να κρατήσουν η «αναβίωση του διαλόγου», οι διερευνητικές επαφές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, αλλά και αν μπορεί αυτός ο δίαυλος απευθείας επικοινωνίας ανάμεσα σε Μαξίμου και Λευκό Παλάτι (που διακαώς επιθυμεί η Αθήνα) να λειτουργήσει, εφόσον σημειωθεί ξανά κρίση. Η γραμμή Σουρανή – Καλίν υπάρχει, αλλά μάλλον απαιτείται κάτι πιο αποτελεσματικό, ιδιαίτερα σε στιγμές όπως εκείνη που κόντεψε να οδηγήσει σε ανάφλεξη στην Ανατολική Μεσόγειο, πέρυσι το καλοκαίρι.
Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα έχει την ευκαιρία να γράψει ξανά το βιβλίο της διπλωματικής τακτικής της έναντι της Αγκυρας, μακριά από παρωχημένες αντιλήψεις της δεκαετίας του 1990, αλλά και με ρεαλισμό για το τι και αν μπορεί να επιτύχει σε περίπτωση που η Τουρκία τελικά όντως δεχθεί να συζητήσει για κάτι.