Το τελευταίο πρόσωπο που βλέπουν οι επισκέπτες του Πράδο στην πρώτη έκθεση του μουσείου μετά το lockdown είναι ένα από τα ελάχιστα που κοιτάζουν τον θεατή κατευθείαν στα μάτια.
Το cool βλέμμα της πορτογαλοϊσπανίδας ζωγράφου Μαρία Ρόεσετ, χωρίς καθόλου ενοχή, ντροπή, γλυκερή αρετή ή αρπακτική διάθεση στην έκφρασή της, είναι πραγματικά ανακουφιστικό ύστερα από μια σειρά ψευτοθεοφοβούμενων, λάγνων και συχνά θλιβερών εικόνων που προηγούνται, γράφει στον Guardian ο Σαμ Τζόουνς, ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στη Μαδρίτη.
Για να φτάσει όμως κανείς στην αυτοπροσωπογραφία της Ρόεσετ, πρέπει να περάσει ανάμεσα από γυναίκες που απεικονίζονται με διάφορους τρόπους: πεσμένες, υπερήφανες, τρελές, γυμνές, ακόμη και ως femme fatale, με το πρόσωπο εν μέρει λουσμένο στο κόκκινο φως και μια πίπα ανάμεσα στα δάχτυλα.
Η έκθεση με τίτλο «Απρόσκλητοι επισκέπτες: Εργα για τις γυναίκες, την ιδεολογία και τις εικαστικές τέχνες στην Ισπανία (1833-1931)» –Invitadas: Fragmentos sobre mujeres, ideología y artes plásticas en España (1833-1931)– διερευνά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες ως άνθρωποι και καλλιτέχνες σε έργα τέχνης που αγοράστηκαν και τιμήθηκαν από το ισπανικό κράτος μεταξύ των ετών 1833 και 1931.
Η έκθεση χωρίζεται σε 17 μέρη, με θέματα όπως «ο πατριαρχικός χαρακτήρας», «η τέχνη της κατήχησης», «οδηγίες για καπριτσιόζους», «μητέρες υπό κρίση» και «γυμνά». Και ένας από τους στόχους της, σύμφωνα με τον επιμελητή Κάρλος Ναβάρο, είναι να εξηγήσει «πώς το κράτος –και η μεσαία τάξη– ήρθαν να διορθώσουν και να εκτιμήσουν δημόσια ορισμένες εικόνες, πρωτότυπες και κλισέ, που τελικά έγιναν συλλογική φαντασίωση, στην οποία οι γυναίκες απεικονίζονται πάντα με συγκεκριμένους τρόπους».
Εξ ου και απεικονίσεις όπως εκείνες μιας όμορφης και προφανώς υπερβολικά υπερήφανης γυναίκας δίπλα σε ένα παγώνι, των κοριτσιών που μαθαίνουν να ράβουν, της άσχημης γριάς μάντισσας και πολλά, πάρα πολλά γυμνά…
Το δεύτερο μέρος της έκθεσης περιγράφει πώς κατάφεραν τελικά οι γυναίκες να «προσκληθούν» (στην παρέα των καλλιτεχνών) με έργα λιγότερο απειλητικά, μικρογραφίες, αντίγραφα, νεκρές φύσεις και λουλούδια. Αλλά οι προσπάθειές τους να προχωρήσουν πέρα από αυτά και να ζωγραφίσουν ό,τι ήθελαν, εμποδίστηκαν.
Το «Γυναικείο γυμνό» της Ορέλια Ναβάρο, το 1908, το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στην «Αφροδίτη μπροστά στον καθρέφτη» του Ντιέγο Βελάσκεθ, κέρδισε μεγάλο θαυμασμό και ένα βραβείο στην εθνική έκθεση εκείνης της χρονιάς. Αλλά η δημοσιότητα που ακολούθησε σε συνδυασμό με τις πιέσεις της οικογένειας, οδήγησαν τελικά τη Ναβάρο σε ένα μοναστήρι στην Κόρδοβα, εγκαταλείποντας την τέχνη και την κοσμική ζωή.
Και παρόλο που η Ρόεσετ –με το έργο της οποίας τελειώνει η έκθεση– γεννήθηκε σε μια πιο προοδευτική και κοσμοπολίτικη οικογένεια, η σοβαρή καλλιτεχνική καριέρα της ξεκίνησε στην πραγματικότητα μετά τη χηρεία της, στην ηλικία των 20 και κάτι. Το έργο της, ωστόσο, σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας, κάπως πιο φωτισμένης εποχής.
Από την πρώτη στιγμή, πάντως, δεν έλειψαν τα ειρωνικά σχόλια και οι αντιπαραθέσεις. Προ ημερών, μάλιστα, το Πράδο αναγκάστηκε να κατεβάσει έναν από τους πίνακες, όταν προέκυψε ότι ήταν έργο άνδρα καλλιτέχνη και όχι γυναίκας. Το διάσημο μουσείο αντιμετώπισε επίσης κριτική από μερικές γυναίκες εικαστικούς και ακαδημαϊκούς, οι οποίες κατηγόρησαν το μουσείο ότι επαναλαμβάνει τον μισογυνισμό των εκθέσεών του, εστιάζοντας σε πολλά έργα ανδρών, αντί να τιμά δημιουργίες γυναικών.
«Είναι η πρώτη φορά που το Πράδο εξετάζει το ζήτημα των γυναικών καλλιτεχνών του 19ου αιώνα, αλλά έγινε και πάλι με μισογυνική άποψη και εξακολουθεί να προβάλλει τον μισογυνισμό εκείνου του αιώνα», δήλωσε στον Guardian η ιστορικός και κριτικός τέχνης Ροθίο δε λα Βίγια. Και περιέγραψε την έκθεση ως «χαμένη ευκαιρία», προσθέτοντας ότι «Θα έπρεπε να είχε γίνει με σκοπό την ανάκτηση και την εκ νέου ανακάλυψη γυναικών ζωγράφων και να τους αποδώσει όσα τους αξίζουν».
Σε μια ανοιχτή επιστολή τους προς το υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας, η Δε λα Βίγια και άλλες επτά γυναίκες εμπειρογνώμονες αναφέρουν ότι το Πράδο απέτυχε «στον θεμελιώδη ρόλο του ως προπύργιο των συμβολικών αξιών μιας δημοκρατικής και ισότιμης κοινωνίας».
Ο Ναβάρο, ωστόσο, υποστηρίζει ότι οι «Απρόσκλητοι επισκέπτες» είναι εν μέρει μια πράξη αυτοκριτικής εκ μέρους του Πράδο για τη συνενοχή του στο να αγνοεί τόσο πολλές καλλιτέχνιδες του 19ου αιώνα. Και επισημαίνει ότι η έκθεση προορίζεται να παρέχει κοινωνικό, ιστορικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο, και όχι αυτόνομη βιτρίνα για γυναίκες καλλιτέχνες.
«Για μένα, ως επιμελητή, το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν οι γυναίκες καλλιτέχνες τον 19ο αιώνα ήταν το πώς αντιμετωπίστηκαν από ένα κράτος που προστάτευε, προωθούσε και ενθάρρυνε τους άνδρες καλλιτέχνες, και εκείνες τις αγνόησε εντελώς», δήλωσε ο επιμελητής της αμφιλεγόμενης έκθεσης, τονίζοντας ότι «μείωσε το έργο τους σε διακοσμητικά στοιχεία με νεκρές φύσεις και λουλούδια. Νομίζω ότι η σύγχρονη κριτική δεν το καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να δει τα συμφραζόμενα στο πλαίσιο μιας ιστορικής έκθεσης».
Από τα 130 έργα που εκτίθενται, τα 60 υπογράφονται από γυναίκες και τα υπόλοιπα 70 από άνδρες. Ωστόσο, ο Ναβάρο πιστεύει ότι δεν είναι «ζήτημα αριθμών, αλλά επιχειρημάτων και συλλογισμών. Οι επισκέπτες δεν μετρούν τα έργα καθώς περνούν. Είναι για να καταλάβουν τι συνέβη και να σκεφτούν όταν πάνε σπίτι τους ποιες εικόνες έχει το Πράδο και ποιες δεν έχει».
Η έκθεση, πρόσθεσε, ήθελε να προκαλέσει συζήτηση για το παρελθόν του μουσείου και για το μέλλον του: «Θα ήθελα να γίνει μια συζήτηση για το δεύτερο μέρος και για το πώς εκπροσωπούμε το προφίλ των γυναικών καλλιτεχνών του 19ου αιώνα στο μουσείο», είπε.
«Και οι δύο είναι απαραίτητες συζητήσεις. Αλλά πρέπει να είναι εποικοδομητικές. Τι κάνουμε με τις εικόνες των κοριτσιών ή των σκλάβων με τις οποίες είναι γεμάτες οι αποθήκες μας; Ποιες από τις εικόνες αυτής της έκθεσης πρέπει να εκτίθενται μόνιμα; Αυτά θα ήθελα να συζητήσουν οι άνθρωποι, γιατί αυτό είναι το είδος της ανατροφοδότησης που χρειάζονται τα μουσεία», τόνισε.