Από Παρασκευή σε Τρίτη, «άλλη» ομάδα. Οχι μόνον επειδή τα πρόσωπα της αρχικής ενδεκάδας ήταν διαφορετικά κατά τα 10/11, αλλά -κυρίως- διότι η Εθνική που νίκησε την Αίγυπτο ήταν μια κλάση ανώτερη από την Εθνική που έχασε από την Ελβετία. Μέσα στη βροχή και το κρύο της Ζυρίχης έβαλε την μπάλα κάτω και, ιδίως μετά το πρώτο εικοσάλεπτο, έπαιξε πολύ καλύτερα από τη μουντιαλική της αντίπαλο, την οποία σε καμιά ογδονταριά μέρες θα δούμε στα γήπεδα της Ρωσίας.
Εάν ο Σαλάχ ο τρομερός, ο πιο φορμαρισμένος παίκτης των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων τούτη την εποχή, δεν παρακολουθούσε το ματς από τον πάγκο, ίσως το αποτέλεσμα του φιλικού αγώνα να ήταν διαφορετικό. Αλλά, το θέμα δεν είναι η νίκη (1-0). Είναι η εμφάνιση, αυτή που γεννά ελπίδες. Η διάθεση των διεθνών μας, το συγκεκριμένο πλάνο του προπονητή, η συνοχή, η εντύπωση πως (σχεδόν) όλοι όσοι αγωνίστηκαν, έπαιξαν τον ρόλο τους περίφημα. Για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό, η Εθνική Ελλάδας ήταν μια κανονική ομάδα.
Το ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας που διέταξε ο Μίχαελ Σκίμπε ήταν, ίσως, το πιο αξιοπρόσεκτο στοιχείο του παιχνιδιού. Το «ταμπούρι» (για το οποίο ο γερμανός προπονητής έχει δεχθεί σκληρή κριτική) έδωσε τη θέση του στην παραγωγική ανάπτυξη, που απέφερε το νικητήριο γκολ (κεφαλιά του Καρέλη από σέντρα του Μπακάκη στο 30′), ακόμη ένα γκολ (απίθανο βολέ του Σταφυλίδη) που -κακώς- δεν κατακυρώθηκε, και δυο τρεις καλές ευκαιρίες. Η Εθνική είχε προσπαθήσει να παίξει με τον ίδιο τρόπο και απέναντι στην Ελβετία (που είναι καλύτερη ομάδα από την Αίγυπτο και περιλαμβάνεται στην πρώτη δεκάδα της ειδικής κατάταξης της FIFA). Ασχέτως εάν την Παρασκευή δεν «της βγήκε», αυτή η επιλογή μαρτυρά ότι δεν πρόκειται για σύμπτωση. Ο Σκίμπε έχει αλλάξει τακτική -ή, τουλάχιστον, πειραματίζεται πάνω σε ένα πιο επιθετικό στιλ παιχνιδιού- και η Εθνική δείχνει ότι, παρά τη λειψανδρία στη γραμμή κρούσης, μπορεί να υποστηρίξει τη νέα ιδέα.
Ακόμη ένα συμπέρασμα από αυτά τα «δίδυμα» φιλικά ματς είναι ότι ο Γερμανός έκανε λάθος που άφηνε εκτός ομάδας μια σειρά από ποδοσφαιριστές, όπως ο Μπακάκης, ο Χριστοδουλόπουλος, ο Πέλκας, ή οι δύο εξαιρετικοί γκολκίπερ (Γιαννιώτης και Μπάρκας) που, χθες, έκαναν από μια σπουδαία επέμβαση. Ναι, από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην Ελλάδα για να δουλέψει (Νοέμβριο του 2015) είχε ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του: ήθελε, όπως και ο Οτο Ρεχάγκελ, η Εθνική να στηρίζεται σε έναν σταθερό κορμό 16-17 παικτών. Πάνω απ’ όλα η ομοιογένεια και το οικογενειακό κλίμα. Τώρα, όμως, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτεί. Θα διαπίστωσε και ο ίδιος, πόση ενέργεια προσθέτουν στην ομάδα όσοι διανύουν περίοδο φόρμας (όπως ο Πέλκας, αντί του «πεσμένου» Φορτούνη, αλλά και πόσο σημαντικό είναι να εκμεταλλευθεί τη «χημεία» που διαθέτουν ποδοσφαιριστές οι οποίοι συνεργάζονται «με κλειστά μάτια» στους συλλόγους τους (ο Λάζαρος με τον Μπακάκη, για παράδειγμα).
Ο Σκίμπε πήρε… δουλειά για το σπίτι. Αρκετοί από τους «καινούργιους» απέδειξαν ότι μπορεί να είναι πολύτιμοι για την Εθνική. Καλός και έμπειρος ο Καρνέζης, όμως δεν διαθέτει το ταλέντο, ούτε του Γιαννιώτη, ούτε του Μπάρκα. Ο Μπακάκης και ο Χριστοδουλόπουλος, με τα παιχνίδια που κάνουν στο εφετινό πρωτάθλημα, είναι αδιανόητο να λείπουν από το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Το ίδιο και ο Πέλκας, που πήρε τον ΠΑΟΚ από το χέρι και τον οδήγησε στην κορυφή (προτού συμβούν όλα όσα έγιναν στην Τούμπα). Ο Σταφυλίδης και ο Μπακασέτας, με τα σημερινά δεδομένα, επίσης αξίζουν θέση βασικού. Και υπάρχουν κι άλλοι. Που δεν έχουν, καν, κληθεί για να δοκιμαστούν. Οπως είναι οι πρωταγωνιστές της υπέροχης πορείας του Ατρόμητου, με πρώτο τον Θοδωρή Βασιλακάκη.
Μέσα σε σχεδόν δυόμισι χρόνια ο Γερμανός έχτισε, πάνω στα συντρίμμια της εφιαλτικής διετίας 2014-2015, μια νέα ομάδα που δεν γοήτευσε με τις εμφανίσεις της, όμως κατάφερε να φτάσει μια ανάσα από την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Αυτό το επίτευγμα του χάρισε μια δεύτερη ευκαιρία: να οδηγήσει την Εθνική στο νεοσύστατο UEFA Nations League, που αρχίζει τον Σεπτέμβριο, και, στη συνέχεια, στους προκριματικούς του Euro 2020. Τώρα θα πρέπει να αποφασίσει ο ίδιος πώς θα πορευτεί στις νέες προκλήσεις. Και αυτό κάνει, τούτη την εποχή, αναζητώντας νέα πρόσωπα και ένα πιο ελκυστικό στιλ παιχνιδιού. Τα πρώτα δείγματα αυτής της προσπάθειας ήταν θετικά, εάν σκεφτεί κανείς ότι οι αντίπαλοί μας ετοιμάζονται για το Μουντιάλ της Ρωσίας, ενώ η δική μας Εθνική απέχει πολύ από τις επόμενες επίσημες υποχρεώσεις της.
Ολα καλά, μέχρι στιγμής, εκτός από την ανταπόκριση του κοινού και των ΜΜΕ. Στο φιλικό με την Ελβετία, οι περίπου 5.000 θεατές εξαφανίστηκαν στο αχανές Ολυμπιακό Στάδιο. Και ο αθλητικός Τύπος δεν βρήκε χώρο, στα πρωτοσέλιδά του, για να φιλοξενήσει το νέο ξεκίνημα της Εθνικής. Το έχουμε ξαναζήσει, στην προ-Ρεχάγκελ εποχή, το 1990, με το αρνητικό ρεκόρ των 1.100 θεατών. Είπαμε. Αυτή την ομάδα την αγαπάμε μόνον όταν μας υπόσχεται θριάμβους.