| CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Μετ’ εμποδίων οι εμβολιασμοί σε όλο τον κόσμο – τι φταίει

Σταδιακή πτώση του ρυθμού τους καταγράφουν χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, κάτι το οποίο είναι φυσιολογικό, όμως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Τώρα, οι ειδικοί διερωτώνται μήπως η πρώτη φάση του προγράμματος ανοσοποίησης της κάθε χώρας ήταν και η πιο εύκολη...
Protagon Team

H ανοσοποίηση ενός ολόκληρου έθνους είναι δύσκολη υπόθεση. Οι χώρες που έκαναν πρώτες τα περισσότερα εμβόλια στους πολίτες τους, τώρα αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τα πρώτα εμπόδια.

Και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να απαντήσουν σε μία δύσκολη ερώτηση: τι θα συμβεί αν οι πρώτες φάσεις του μαζικού εμβολιασμού ήταν τελικά το εύκολο μέρος της διαδικασίας;

Σύμφωνα με τον Ανταμ Τέιλορ, αρθρογράφο της Washington Post, αυτό είναι πλέον το μεγάλο ερώτημα που τίθεται στις ΗΠΑ.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι την Τρίτη ο Λευκός Οίκος παραδέχθηκε ότι η χώρα δεν θα επιτύχει τελικά τον πολυπόθητο στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση Μπάιντεν για τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου στο 70% των ατόμων άνω των 16 ετών μέχρι την 4η Ιουλίου (εδώ).

Το θέμα που προκύπτει τώρα με τους στόχους που έχει θέσει η κάθε χώρα, είναι ότι όλοι όσοι επιθυμούν να εμβολιαστούν συνωστίζονται τους πρώτους μήνες στις ουρές. Και αυτοί, ευτυχώς, είναι οι περισσότεροι.

Ακολούθως, υπάρχει ύφεση στον ρυθμό εμβολιασμού της κάθε χώρας, αφού η δεύτερη ομάδα πολιτών που κλείνει ραντεβού για εμβόλιο, είναι οι πιο χαλαροί, αυτοί δηλαδή που το σκέφτονταν και είδαν από συγγενείς και φίλους τους ότι ήταν ασφαλές. Αυτοί όμως είναι ένα μικρό ποσοστό.

Η τρίτη φάση

Το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στην τρίτη φάση, όπου ο ρυθμός εμβολιασμού σχεδόν παγώνει, αφού οι κυβερνήσεις θα πρέπει να πείσουν άτομα που απορρίπτουν εντελώς τον εμβολιασμό. Αυτό γίνεται είτε με κίνητρα είτε σε κάποιες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι υγειονομικοί, με άμεση πίεση.

Και ενώ οι ΗΠΑ ξεκίνησαν πρώτες το πρόγραμμα εμβολιασμού τους και είχαν αρκετά σκευάσματα διαθέσιμα, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) είχαν μείνει πίσω. Ωστόσο, με περίπου 4 εκατομμύρια ημερήσιες δόσεις τον Μάιο, η ΕΕ ξεπέρασε κατά πολύ τον ρυθμό εμβολιασμού των ΗΠΑ τον συγκεκριμένο μήνα.

Και ο Καναδάς, που είχε ξεκινήσει με αργούς ρυθμούς τους εμβολιασμούς του, κλείνει την ψαλίδα του ποσοστού εμβολιασμένων σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, καθώς μέχρι σήμερα το 67% των Καναδών έχει κάνει τουλάχιστον τη μία δόση του εμβολίου.

Μπροστά από τις ΗΠΑ βρίσκεται πλέον και η Κίνα, η οποία έχει εμβολιάσει περισσότερο από 1 δισ. άτομα.

Εμβολιαστικό κέντρο στη Μπανγκόκ (φωτογραφία αρχείου) | REUTERS /Athit Perawongmetha

Ωστόσο, αν κάποιος εστιάσει μόνο στους εν λόγω αριθμούς, που δεν έχουν υποστεί καμία στατιστική επεξεργασία, χάνει την πολυπλοκότητα της δεύτερης περιόδου εμβολιασμού.

Οπως υπογραμμίζει η Washington Post, και άλλες χώρες θα δουν σύντομα τον ρυθμό εμβολιασμού τους να μειώνεται, καθώς θα υπάρχουν προβλήματα με τη διστακτικότητα των πολιτών, με τις προμήθειες εμβολίων, αλλά και με τις μεταλλάξεις.

Σε δημοσκόπηση που έγινε στην ΕΕ, περίπου το ένα τέταρτο των κατοίκων δηλώνει ότι ίσως να μην εμβολιαστεί (εδώ). Μάλιστα, στη Βουλγαρία αυτό το ποσοστό φτάνει στο 61%. Και στις ΗΠΑ, όμως, οι διστακτικοί απειλούν τη συνολική πρόοδο του εμβολιαστικού προγράμματος.

Παγκόσμια διστακτικότητα

Η επιφυλακτικότητα απέναντι στο εμβόλιο του κορονοϊού είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Μάλιστα, έχει επιβραδύνει ακόμη και τη φιλόδοξη Ρωσία, ωθώντας τον εκπρόσωπο του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν να προειδοποιήσει την Τρίτη ότι οι διακρίσεις στην εργασία για όσους αρνούνται να εμβολιαστούν είναι αναπόφευκτες.

Στην Ινδία, όπου ο εμβολιαστικός ρυθμός είναι πολύ χαμηλός, παρά την καταστροφική επέλαση του κορονοϊού, η διστακτικότητα είναι ένας παράγοντας που θα κρατήσει πολύ πίσω τη χώρα.

«Πρέπει να πείσουμε τους πολίτες χτυπώντας την πόρτα του σπιτιού τους, η προσωπική επαφή είναι απαραίτητη. Πρέπει να βασιστούμε σε άτομα που έχουν ήδη κάνει το εμβόλιο και να τα πείσουμε να μιλήσουν και σε άλλους, ώστε να τους πουν πόσο ασφαλές και σημαντικό είναι», λέει στο Associated Press ο Γιογκς Κάλκοντ, γιατρός ειδικός στη Δημόσια Υγεία από την Ινδία.

Ακόμη όμως και σε περιοχές όπου οι εκστρατείες εμβολιασμού ξεκίνησαν και συνεχίστηκαν καλά, η επίτευξη της επιστροφής στην κανονικότητα δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Τώρα τρέχουμε

Η Βρετανία, για παράδειγμα, είχε ένα από τα πιο επιτυχημένα προγράμματα εμβολιασμού στον κόσμο. Ωστόσο, ανέβαλε την άρση των περιοριστικών μέτρων, ακόμη και σε προγραμματισμένες δραστηριότητες, λόγω της ινδικής μετάλλαξης (Δέλτα).

Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ολιβερ Τζόνσον, καθηγητή Θεωρητικής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, επειδή η μετάλλαξη Δέλτα εξαπλώνεται τόσο γρήγορα και τα εμβόλια στη μία δόση δεν την αντιμετωπίζουν επαρκώς, απαιτείται πλέον το 85% του πληθυσμού να έχει νοσήσει ή να έχει εμβολιαστεί πλήρως για να επιτευχθεί ανοσία αγέλης και όχι το 70% που ήταν μέχρι πρόσφατα ο στόχος.

Οι Βρετανοί επιστήμονες υπολογίζουν ότι για να αντιμετωπιστεί η μετάλλαξη Δ απαιτείται το 85% του πληθυσμού να έχει αντισώματα είτε από νόσηση, είτε από εμβολιασμό

Αν δεν εμβολιαστούν άλλοι ενήλικοι, θα πρέπει να εμβολιάσουμε τα παιδιά και, όπως τονίζει ο δρ Τζόνσον, τα πάντα έχουν τις συνέπειές τους.

Στο Ισραήλ, που έκοψε πρώτο το νήμα των εμβολιασμών και έχει το μεγαλύτερο ποσοστό κάλυψης του πληθυσμού παγκοσμίως, οι υγειονομικές αρχές βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα εάν θα πρέπει να εμβολιάσουν ή όχι τους μαθητές.

Κι αυτό διότι ακόμη τα εμβόλια δεν έχουν δείξει ότι είναι ασφαλή σε παιδιά, ενώ την ίδια στιγμή υπήρξαν συρροές κρουσμάτων σε σχολεία. Παράλληλα, όμως, η μετάλλαξη Δέλτα ώθησε ακόμη περισσότερους εφήβους στη χώρα να κάνουν το εμβόλιο κατά του κορονοϊού.

Και ενώ το Ισραήλ είχε χρησιμοποιήσει κατά βάση το εμβόλιο της Pfizer, χώρες που χορήγησαν στους πολίτες τους κινεζικά εμβόλια, όπως αυτά της Sinopharm και Sinovac, έχουν σοβαρά προβλήματα με νέα κρούσματα, λόγω της χαμηλής αποτελεσματικότητας των σκευασμάτων.

Το Μπαχρέιν, η Μογγολία και οι Σεϋχέλλες έτρεξαν μπροστά στα εμβολιαστικά τους προγράμματα, όμως η λάθος επιλογή εμβολίων τούς άφησε μεγάλα κενά και προκάλεσε νέα κύματα μολύνσεων.

Σύμφωνα με την Washington Post, τα μη αποτελεσματικά εμβόλια ίσως είναι και ένας από τους λόγους που η Κίνα δεν ανοίγει τα σύνορά της σε άλλες χώρες και έχει στόχο τα περιοριστικά μέτρα να παραμείνουν για τουλάχιστον έναν χρόνο ακόμα.

Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνει ότι τα εμβόλια αποτυγχάνουν. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα εμβόλια εξακολουθούν να παρέχουν ουσιαστική προστασία από τον κορονοϊό.

Ωστόσο, τα ολοένα και περισσότερα παραδείγματα χωρών με εξαιρετικά εμβολιαστικά προγράμματα που κάνουν ένα βήμα πίσω δείχνουν ότι η έναρξη ενός επιτυχημένου προγράμματος δεν σηματοδοτεί το τέλος της διαδικασίας. Είναι μια κατάσταση που εξελίσσεται πιο αργά από ό,τι θα επιθυμούσαμε και αποδεικνύεται τελικά εξαιρετικά δύσκολη και πολύπλοκη.

Τσουνάμι θανάτων…

Τι θα γινόταν αν δεν κάναμε εμβόλια; Η κατάσταση είναι ξεκάθαρη σε χώρες της Νότιας Αμερικής, όπως η Παραγουάη, το Σουρινάμ, η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, η Κολομβία και η Βραζιλία.

Σε χώρες όπως αυτές, όπου η πρόσβαση στα εμβόλια είναι περιορισμένη, τις τελευταίες εβδομάδες έχει χτυπήσει ένα τσουνάμι θανάτων λόγω κορονοϊού. Στο Περού, για παράδειγμα, το ποσοστό των νεκρών ανέρχεται πλέον στο 9,12 ανά εκατομμύριο πληθυσμού, τριπλάσιο και από αυτό της Ινδίας.

Η ελληνική πραγματικότητα

Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας περίπου το 44% των πολιτών έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μια δόση και το 32% έχει ολοκληρώσει τον εμβολιασμό του.

Καθημερινά πραγματοποιούνται περίπου 100.000 εμβολιασμοί. Ενας αριθμός ο οποίος εδώ και περίπου δύο μήνες παραμένει σταθερός.

Μάλιστα, λόγω της αύξηση στις παραδόσεις των εμβολίων, ακόμη και στην Αττική, όπου ήταν η περιοχή που δεχόταν τη μεγαλύτερη πίεση το προηγούμενο χρονικό διάστημα, μπορεί κάποιος να κλείσει ραντεβού σήμερα για να εμβολιαστεί με εμβόλιο της Pfizer στις 30 Ιουνίου ή με το εμβόλιο της Μοderna ακόμη και την επόμενη ημέρα.

«Θα ήθελα να απευθύνω κάλεσμα, έτσι ώστε όλοι οι συμπολίτες μας να κλείσουν το ραντεβού τους για να εμβολιαστούν, ώστε να μπορέσουμε να μείνουμε στους 100.000 εμβολιασμούς την ημέρα. Το κάλεσμα αφορά κυρίως στους νέους», τονίζει ο Μάριος Θεμιστοκλέους, γενικός γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας του υπουργείου Υγείας.

Ο ίδιος εκτιμά ότι με βάση τις αναμενόμενες παραδόσεις εμβολίων που έχουμε από τις εταιρείες και τη δυναμικότητα του συστήματος, αν θα συνεχιστεί η ανταπόκριση των πολιτών, είναι εφικτός ο στόχος της εμβολιαστικής κάλυψης κατά 70% μέσα στο καλοκαίρι.