Οι πυρκαγιές την περασμένη εβδομάδα στην Αττική προκάλεσαν ζημιές σε κτίρια στα τέως βασιλικά ανάκτορα στο Τατόι, ενώ κατέκαψαν το μεγαλύτερο τμήμα του δάσους που τα περιέβαλε, παραδέχτηκε, σε συνέντευξή Τύπου την Τετάρτη η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.
Οπως επεσήμανε ωστόσο, τα αντικείμενα που βρίσκονταν σε οικίσκο που κάηκε ήταν μικρής αξίας. Η ίδια διαβεβαίωσε ότι για το δάσος θα συσταθεί ομάδα που θα μελετήσει την αναδάσωση, ενώ ερωτώμενη σχετικά τόνισε ότι δεν θα είχε πρόβλημα να αναλάβει την πολιτική ευθύνη αν είχαν γίνει ζημιές στο Τατόι.
Ειδικότερα, η κυρία Μενδώνη είπε ότι «υπέστησαν ζημιές επτά κτίρια, οι οποίες δεν δημιούργησαν περισσότερα δομικά προβλήματα από τα υπάρχοντα εξαιτίας του χρόνου που είχε ταλαιπωρήσει τα κτίρια του Τατοΐου. Κάηκαν στέγες και ξύλινα κουφώματα».
Τα κτίρια που επλήγησαν είναι η οικία Στουρμ, το κτίριο Τηλεπικοινωνιών, η οικία Φροντιστή, το κτίριο Φρουράς Τάφων, τα κτίρια Δασονομείου, το κτίριο Προσωπικού και το Διευθυντήριο.
Για τα κτίρια Φρουράς Τάφων, προσωπικού, διευθυντηρίου και δασονομείου, ξεκινούν ήδη οι μελέτες τους, με αυτεπιστασία, που θα έχουν ολοκληρωθεί τέλος του 2021.
«Τα 100.000 αντικείμενα που δέχονται τη φροντίδα, τη συντήρηση, την καταγραφή βρίσκονται σε κοντέινερ στο χώρο του κτήματος. Το 2020 και το 2021 ο αριθμός των αντικειμένων αυξήθηκαν σημαντικά σε σχέση με αυτά που ξέραμε ότι υπάρχουν αλλά μέχρι τα τελευταία δυο χρόνια ήταν στοιβαγμένα μέσα σε κτίρια που έπρεπε να αδειάσουν για να καταγραφούν τα αντικείμενα αλλά και να μελετηθούν τα κτήρια για να μπουν σε πρόγραμμα αποκατάστασης», πρόσθεσε. Τόνισε δε ότι «τα κοντέινερ έμειναν άθικτα από τη φωτιά. Το πρόβλημα παρουσιάστηκε σε δυο οικίσκους δίπλα στα ανάκτορα. Ο ένας κατεστράφη μερικώς και ο άλλος ολοσχερώς. Αυτός που καταστράφηκε ολοσχερώς περιείχε αντικείμενα που σύμφωνα με την αρμόδια Διεύθυνση ήταν μικρής αξίας και σε κακή κατάσταση διατήρησης. Το υλικό είχε ήδη αξιολογηθεί από τη Διεύθυνση Συντήρησης και τα αντικείμενα που είχαν κριθεί σημαντικά είχαν μεταφερθεί σε άλλους χώρους. Υπήρχε κάποια οικοσκευή, μαγειρικά σκεύη, μια ραπτομηχανή, προστατευτικά τζακιών (που δεν έχουν ιδιαίτερα προβλήματα), έντυπα και βιβλία που δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογα και μέρος της κάβας».
Σε ερώτημα γιατί μεταφέρθηκαν στο Τατόι αντικείμενα που το 2016 είχαν μετακινηθεί στο Μουσείο Νεότερου Πολιτισμού, η υπουργός ανέφερε: «Το 2016-2017 αποφασίστηκε η μεταφορά αντικειμένων από τα κοντέινερ σε άλλους χώρους, χωρίς οι υπηρεσίες να έχουν δώσει τη συγκατάθεση τους. Τα κινητά αντικείμενα στο Τατόι αποτελούν ενιαίο σύνολο άμεσα συνδεδεμένο με τα κτίρια. Οι συλλογές δεν πρέπει να διασπώνται. Επίσης το 2016, όταν αποφασίστηκε η μεταφορά τους από το κτήμα, ήταν πολύ λιγότερα τα αντικείμενα από τα οποία έγινε η επιλογή σε σχέση με αυτά που έχουμε σήμερα. Περίπου 6 χιλιάδες αντικείμενα μεταφέρθηκαν το 2017 στο Μουσείο Νεότερου Πολιτισμού. Το Μουσείο αυτό έχει μπει στην τελική ευθεία για να αποδοθεί στο κοινό το 2023. Ετσι αποφασίστηκε να μεταφερθεί αυτός ο αριθμός των αντικειμένων στο Τατόι προκειμένου το σύνολο να αποκτήσει ξανά την ενότητά του».
Σε άλλο ερώτημα για τις ευθύνες από την καταστροφή, η υπουργός τόνισε ότι «δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να αναλάβω την πολιτική ευθύνη αν είχαν γίνει ζημιές στο Τατόι. Δεν έγιναν πραγματικές ζημιές». Όπως πρόσθεσε, «ο Πρωθυπουργός αξιολογεί κάθε υπουργό του».
«Γράφτηκαν πολλά για τα επενδυτικά σχέδια στο Τατόι που δεν ισχύουν. Παραμένουμε στον στόχο μας όπως προβλέπεται στη μελέτη βιωσιμότητας που ήδη εφαρμόζουμε. Από το τέλος Μαρτίου υπάρχει και διυπουργική επιτροπή προκειμένου ο καθένας να λειτουργήσει κατά την αρμοδιότητά του συντονισμένα στην αποκατάσταση του κτήματος», είπε ακόμη η υπουργός.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το δάσος του Τατοΐου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου κάηκε, η υπουργός ανέφερε ότι «δεν είναι αμελητέο, δεν είναι εύκολο να το αποδεχθεί κανείς», προσθέτοντας ότι «σύντομα θα ανακοινωθεί η ομάδα της μελέτης για την αναδάσωση».
Είπε δε ότι «προχωρούμε και επιταχύνουμε τις διαδικασίες τις οποίες έχουμε αναλάβει ως ΥΠΠΟ για την εφαρμογή του σχεδίου αποκατάστασης των κτιρίων όπως προβλέπεται στην μελέτη βιωσιμότητας. Αναθέσαμε ήδη την μελέτη για την σωστή αναδάσωση του ιστορικού πυρήνα και στα 1600 στρέμματα και ευρύτερα στα 6.000 στρέμματα του κτήματος». Οι μελέτες «πρέπει να λάβουν υπόψη την ιστορικότητα του κτήματος και την αντιμετώπιση του προβλήματος κλιματικής αλλαγής».