Ο Ματ Ντέιμον λατρεύει τον κινηματογράφο. Ωστόσο δυσκολεύεται να καταλάβει πώς βλέπουν τα παιδιά του ταινίες και εξοργίζεται όταν σταματούν για να κάνουν chat: «Ο τρόπος που παρακολουθούν είναι διαφορετικός από τον δικό μας», λέει στους The Times. «Πώς είναι δυνατόν να παρακολουθείς μια ταινία και ταυτόχρονα να στέλνεις μηνύματα; Ως κάποιος που φτιάχνει ταινίες δεν μπορώ να πω ότι μ’ αρέσει. Οι ταινίες, όπως τις γνωρίζουμε, δεν πρόκειται να είναι κάτι στη ζωή των παιδιών μας. Και αυτό με στενοχωρεί».
Εκτός οθόνης, ο Ντέιμον δεν μοιάζει ούτε ακούγεται σαν ένας εκ των κορυφαίων σταρ του Χόλιγουντ, που έχει 150 εκατ. ευρώ στην τράπεζα και μια τεράστια καριέρα 25 χρόνων πίσω του, κατά τη διάρκεια της οποίας έχει ερμηνεύσει σχεδόν 100 ρόλους, από τον εκτελεστή της CIA Τζέισον Μπορν μέχρι τον ανατριχιαστικό πλην όμως «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ».
Φοράει μακό και από πάνω ξεκούμπωτο πουκάμισο και μιλάει με ειλικρίνεια στον Τζόναθαν Ντιν (μέσω Zoom), ακόμη και για την πρόσφατη απόφασή του να σταματήσει να χρησιμοποιεί προσβλητική αργκό για τους ομοφυλόφιλους μετά την οργισμένη αντίδραση της κόρης του.
Ο Ντέιμον έκλαψε στην πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών τον περασμένο μήνα. Είχαν περάσει 18 μήνες από την τελευταία φορά που ο ηθοποιός βρέθηκε ανάμεσα σε κοινό. Ωστόσο, τα δάκρυά του δεν προκλήθηκαν μόνο από τα χειροκροτήματα για τη νέα του ταινία, «Ζήτημα Χρόνου»(«Stillwater»). Οφείλονταν επίσης στην αίσθηση ότι όλα όσα αγαπά στη βιομηχανία του κινηματογράφου σιγά-σιγά χάνονται.
Το 1997 μαζί με τον καλύτερό του φίλο Μπεν Αφλεκ έγραψαν το σενάριο και πρωταγωνίστησαν στον «Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ». Ηταν ένα δράμα ενηλικίωσης και η 15η ταινία με τα μεγαλύτερα κέρδη στο παγκόσμιο box office. Πάνω από αυτή ήταν ταινίες με σταρ όπως οι Τζακ Νίκολσον, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Χάρισον Φορντ, Γουίλ Σμιθ, Νίκολας Κέιτζ, Μπρους Γουίλις, Πιρς Μπρόσναν και Τζιμ Κάρεϊ.
Είκοσι δυο χρόνια αργότερα, το 2019 (το 2020 δεν υπολογίζεται επειδή οι κινηματογράφοι έκλεισαν λόγω πανδημίας) οι εισπράξεις λένε μια διαφορετική ιστορία. Το Χόλιγουντ σταμάτησε να κάνει ταινίες για ενήλικες. Στην κορυφή των οικονομικών διαγραμμάτων οι κορυφαίοι σταρ κρύβονται σε μεγάλο βαθμό πίσω από μάσκες υπερηρώων ή απλώς δανείζουν τη φωνή τους σε φιγούρες κόμικ. Ενα άλλο σημάδι επαναστατικών αλλαγών στη βιομηχανία του θεάματος είναι ότι, δύο από τις 15 καλύτερες ταινίες του 2019 ήταν κινέζικες.
Πράγματι, πρέπει να πας στο Νο 23 για να βρεις μια ταινία που απευθύνεται σε μεγάλους. Ούτε οι ΝτιΚάπριο και Μπραντ Πιτ με το «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» τα κατάφεραν: το ένατο σίκουελ «Fast & Furious Presents: Hobbs & Shaw» -με μοναδική πλοκή τα αυτοκίνητα- έβγαλε σχεδόν 400 εκατ. δολάρια περισσότερα από την ωραία ταινία του Ταραντίνο.
Μια διαφορά ανάμεσα στην εποχή που ξεκίνησε ο Ντέιμον και στο σήμερα είναι ότι πλέον οι κορυφαίοι ηθοποιοί δεν «πουλάνε». Οι μεγάλοι τίτλοι της τελευταίας δεκαετίας αφορούν μάρκες και franchise, που καθιερώθηκαν σε πολλά πρίκουελ και σίκουελ. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ είναι ένας κορυφαίος ηθοποιός, αλλά σχεδόν οποιοσδήποτε πνευματώδης τύπος θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του στο «Iron Man». Στις ημέρες μας ο χαρακτήρας είναι πιο σημαντικός για το κοινό από τον ηθοποιό.
Αυτή η αλλαγή έγινε σκόπιμα. Τα στούντιο προτιμούν να ποντάρουν σε αναγνωρίσιμες ιδιότητες: είναι πιο εύκολο να κερδίσουν χρήματα όταν οι άνθρωποι γνωρίζουν τι παίρνουν. Για να καταλάβετε γιατί συνέβη αυτό, ας πάμε πίσω στις Κάνες το 2013, σε έναν διαφορετικό κόσμο. Ο Ματ Ντέιμον ήταν εκεί για να προωθήσει τη βιογραφική ταινία «Behind the Candelabra», στην οποία υποδύεται τον εραστή του Λιμπεράτσε και ο Μάικλ Ντάγκλας τον διάσημο εκκεντρικό πιανίστα. Η ταινία είχε δύο φανταστικούς πρωταγωνιστές, ωστόσο προκάλεσε σάλο στο φεστιβάλ επειδή γυρίστηκε για την πλατφόρμα ροής HBO.
«Ηταν η πρώτη μου ένδειξη για το πώς άλλαζαν όλα», λέει ο Ματ Ντέιμον στον Τζόναθαν Ντιν των The Times. «Ο Στίβεν [Σόντερμπεργκ, ο σκηνοθέτης] είπε “Τα στούντιο έχουν τελειώσει, το μόνο μέρος που μπορούμε να κάνουμε αυτή την ταινία είναι το HBO”. Οσο κι αν θέλετε να πιστεύετε στον Μάικλ και σε μένα, το στοίχημα είναι δύσκολο. Πριν από δεκαπέντε χρόνια θα μας έδιναν 25 εκατ. δολάρια και θα έλεγαν ότι μπορούμε να βγάλουμε 50 εκατ. δολάρια στο box office και μετά θα έρχονταν οι πωλήσεις των DVD. Οχι πια».
Αναφέρεται και στη «Σκυλίσια Μέρα» (1975) του Αλ Πατσίνο: «Πώς να γυρίσεις σήμερα, μια ταινία για έναν άντρα που ληστεύει μια τράπεζα για να χρηματοδοτήσει την αλλαγή φύλου του συζύγου του;», λέει ο Ντέιμον και αναρωτιέται: «Είναι μια από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ, αλλά, σε αυτό το τοπίο, πώς μπορείς να βγάλεις χρήματα από κάτι τέτοιο;»
Το ζήτημα είναι διπλό. Αφενός, οι πωλήσεις των DVD έπεσαν απότομα από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι πλατφόρμες ροής. Αφετέρου, για να βγάλουν τα χαμένα έσοδα, τα στούντιο επικεντρώθηκαν στο διεθνές box office και όχι στις τοπικές αγορές, στις οποίες ένας σεναριογράφος θα μπορούσε να προσθέσει κάποιες αποχρώσεις.
«Η πιο κερδοφόρα ταινία είναι εκείνη που θα μπορούσε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο», λέει ο Ντέιμον. Πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται να έχει το δυνατόν λιγότερα «πολιτισμικά μπερδέματα». Ετσι λοιπόν έχουμε την άνοδο ταινιών με υπερήρωες: «Είναι εύκολες για όλους. Ξέρεις ποιος είναι ο καλός, ποιος είναι ο κακός. Μάχονται τρεις φορές και ο καλός άνθρωπος κερδίζει τις δύο από αυτές».
Πώς συνέβη, λοιπόν, και γυρίστηκε το «Ζήτημα Χρόνου»; Το σενάριο βασίζεται στην υπόθεση Αμάντα Νοξ, που είχε συγκλονίσει πριν από μερικά χρόνια ΗΠΑ, Βρετανία και Ιταλία. Η 22χρονη αμερικανίδα φοιτήτρια Αμάντα Νοξ και ο φίλος της κατηγορήθηκαν το 2007 για την άγρια δολοφονία της 21χρονης συγκατοίκου της, αγγλίδας Μέρεντιθ Κέρτσερ, επίσης φοιτήτριας σε πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών στο πανεπιστήμιο της Περούτζια, η οποία βρέθηκε σφαγμένη στο μπάνιο με 43 μαχαιριές, αφού προηγουμένως είχε βιαστεί. Πρωτόδικα η Νοξ καταδικάστηκε σε κάθειρξη 28 ετών, έμεινε τέσσερα χρόνια στη φυλακή και στη συνέχεια αθωώθηκε από το Ανώτατο Ιταλικό Δικαστήριο.
Την περασμένη εβδομάδα, η Νοξ, η οποία είναι πλέον δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα του Σιάτλ, διαμαρτυρήθηκε στο Twitter: «Μου ανήκει το όνομά μου; Το πρόσωπό μου; Τι γίνεται με τη ζωή μου; Την ιστορία μου; Γιατί το όνομά μου παραπέμπει σε γεγονότα στα οποία δεν είχα ανακατευτεί; Επιστρέφω σε αυτές τις ερωτήσεις επειδή άλλοι συνεχίζουν να αισχροκερδούν με το όνομα, το πρόσωπο και την ιστορία μου χωρίς τη συγκατάθεσή μου. Πιο πρόσφατα, η ταινία #STILLWATER» έγραψε στην ανάρτησή της.
Στην ταινία του Τομ ΜακΚάρθι, ο Ματ Ντέιμον υποδύεται έναν Αμερικανό, εργάτη σε πετρελαιοπηγή στην Οκλαχόμα, που φτάνει στη Μασσαλία για να αποδείξει την αθωότητα της κόρης του για ένα έγκλημα, που εκείνη αρνείται ότι έκανε, και να την βγάλει από τη φυλακή. Ο σκηνοθέτης παραδέχεται ότι τον είχε γοητεύσει η υπόθεση Νοξ, αλλά λέει ότι ήταν απλώς η έμπνευση για κάτι φανταστικό: «Αρχισα να σκέφτομαι τη σχέση πατέρα – κόρης, μόλις απέκτησα μια κόρη», είπε στις Κάννες.
Ο Ντέιμον δήλωσε, επίσης, ότι δεν ήταν εύκολο να γυριστεί ένα έργο όπως το «Ζήτημα Χρόνου»: «Χρηματοδοτήθηκε από μια σύμπραξη χρηματοδοτών», είπε, και συμπλήρωσε: «Είναι σπάνιο, αλλά, τελικά, όπως είπαμε ο Μπεν και εγώ για τον “Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ ”, κάναμε αυτή την ταινία για μας. Και αν αγαπάμε αυτή την ταινία, θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα το κάνουν και άλλοι. Φτιάξαμε το “Ζήτημα Χρόνου” για ανθρώπους που θέλουν να δουν ένα δράμα ενηλίκων, μια ιστορία για αληθινούς ανθρώπους, κατεστραμμένους που προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους».
Στην κουβέντα, που έκαναν μέσω Zoom, ο Τζόναθαν Ντιν ρώτησε Ματ Ντέιμον για την επανένωση του φίλου του Μπεν Αφλεκ με την Τζένιφερ Λόπεζ. Η απάντησή του; «Τους αγαπώ και τους δύο»…
Μίλησαν επίσης για το #MeToo, άλλη μια αλλαγή των τελευταίων χρόνων. Το 2017, όταν ρωτήθηκε για τις κατηγορίες εναντίον του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, ο Ντέιμον δήλωσε «Ως πατέρας τεσσάρων κοριτσιών, είναι το είδος της σεξουαλικής επίθεσης που με κρατάει ξύπνιο». Και δέχτηκε κριτική αλλά τώρα παραδέχεται ότι καταλαβαίνει τον θυμό εκείνων, που είπαν ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να προσβληθεί, όχι μόνο ένας πατέρας. «Είχαν δίκιο. Ο καθένας θα έπρεπε να προσβληθεί από μια τέτοια συμπεριφορά», λέει.
Στη συνέχεια, ο σταρ αναφέρθηκε στο πώς σταμάτησε -μετά τη διαμαρτυρία της κόρης του- να χρησιμοποιεί έναν όρο ταμπού για τους ομοφυλόφιλους (που κάποτε συνηθιζόταν): «Εκανα ένα αστείο, πριν από μήνες, και δέχτηκα μια πραγματεία από την κόρη μου. Εφυγε από το τραπέζι. Είπα: “Ελα, τώρα, ένα αστείο είναι! Το λέω στην ταινία “Οι κολλητοί”! Πήγε στο δωμάτιό της και έγραψε μια πολύ μεγάλη, όμορφη πραγματεία για το πώς αυτή η λέξη είναι επικίνδυνη. Είπα, “το αποσύρω” Κατάλαβα»…
Ακουσε και άλλαξε. Και το θέμα δεν είναι ότι σταμάτησε να χρησιμοποιεί μια προσβλητική, ομοφοβική λέξη, αλλά ότι είναι ανοιχτός, πράγμα που συμβαίνει επειδή έχει προσωπικότητα, δεν είναι μπράντα. Ανθρωπος, και όχι γιγαντοαφίσα.
Ο Ματ Ντέιμον είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι πηγαίνουν να δουν τις ταινίες του. Αλλά τέτοιοι σταρ ξεθωριάζουν τώρα πια. Και θα μας λείψουν όταν χαθούν εντελώς.