Εχουν περάσει σχεδόν 35 χρόνια από την ημέρα που κυκλοφόρησε το δυστοπικό μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Ατγουντ «Η ιστορία της θεραπαινίδας» (A Handmaid’s Tale) και δυστυχώς είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Το βιβλίο, που έγινε μία από τις πιο πετυχημένες τηλεοπτικές μεταφορές των τελευταίων ετών, αποτελει μέχρι σήμερα το πιο γνωστό έργο της καναδής συγγραφέως, η οποία γεννήθηκε στην Οτάβα το 1939 και μεγάλωσε στο Βόρειο Οντάριο, στο Κεμπέκ και στο Τορόντο.
Η Ατγουντ, που σπούδασε στο Κολέγιο Βικτόρια του Πανεπιστημίου του Τορόντο και απέκτησε μεταπτυχιακό από το Κολέγιο Ράντκλιφ, έχει γράψει περισσότερα από 40 μυθιστορήματα, αλλά και ποιήματα, παιδική λογοτεχνία και δοκίμια.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής της καριέρας έχει βρεθεί υποψήφια ή έχει τιμηθεί με αμέτρητα βραβεία στον Καναδά και στο εξωτερικό, όπως το βραβείο Premio Mondello (1997), το Commonwealth (1987, 1994), το Booker (1989, 1996, 2000, 2003, 2005, 2007) και το Orange (2001, 2004).
Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες, και συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες πεζογράφους και κριτικούς του Καναδά.
Η Ατγουντ μίλησε στην ιταλική Repubblica, για τις γυναίκες, τη δημοκρατία και τους θεσμούς της που περνάνε δύσκολες ημέρες, λόγω της εμφάνισης στο προσκήνιο πολιτικών όπως ο Τραμπ ή ο Ορμπαν στην Ουγγαρία, οι οποίοι λίγο έως πολύ θέλουν, με τις αποφάσεις και τα αμφιλεγόμενα μέτρα τους περί τειχών, να κάνουν… πραγματικότητα το φανταστικό σενάριο του «A Handmaid’s Tale».
Οπως τονίζει η δημοσιογράφος, στα μυθιστορήματά της οι πρωταγωνιστές της δεν γελούν, επειδή, όπως εξηγεί η ίδια η Ατγουντ, «στα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν τους αρέσουν οι άνθρωποι να γελάνε. Σε αυτά τα καθεστώτα, το γέλιο τιμωρείται. Το γέλιο είναι άκρως δημοκρατικό, άλλωστε και οι Ρωμαίοι είχαν τα Σατουρνάλια, μια γιορτή αφιερωμένη στον Κρόνο, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πολίτες θα μπορούσαν να διασκεδάσουν κατά βούληση».
«Δυστυχώς, ζούμε σε ταραγμένους καιρούς» σημειώνει η 80χρονη συγγραφέας, που υποστηρίζει πως ο ακροδεξιός εξτρεμισμός και οι εξτρεμιστές είναι επικίνδυνοι επειδή θέλουν να απαγορεύσουν σε κάποιους ανθρώπους να θεωρούνται αυτό που είναι: ισάξιοί τους ως άνθρωποι.
Αναφορικά με το φλέγον θέμα της τουρκικής εισβολής στη Συρία, ξεκαθαρίζει πως «είμαι τρομοκρατημένη από τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στους Κούρδους και ξέρω ότι πολλοί Αμερικανοί είναι μαζί μου σε αυτό το ζήτημα».
Για αυτό και, όπως λέει, φοβάται την άνοδο του συντηρητικού πολιτικού Αντριου Σέερ στην πατρίδα της: «Πρόκειται για έναν “μικρό Τραμπ”, καθώς υποστηρίζει πολιτικές προστατευτισμού και τάσσεται εναντίον του περιβάλλοντος».
Και παρ’ όλο που γεννήθηκε το 1939 και μπαίνει στα 80 της χρόνια, είναι διατεθειμένη να… επιμορφωθεί ψηφιακά.
«Θέλω να εξοικειωθώ με τις νέες τεχνολογίες, να μάθω πώς λειτουργούν, γιατί σε κάθε τεχνολογία υπάρχει ένα καλό, ένα κακό και ένα ηλίθιο κομμάτι» λέει, προσθέτοντας ότι τώρα τελευταία κάποιοι χάκερ αποπειράθηκαν να κλέψουν κάποια από τα γραπτά της.
Ενα γεγονός που τη συντάραξε, όπως λέει, ήταν ο πρόσφατος θάνατος του επί 48 χρόνια συντρόφου της, επίσης συγγραφέα Γκρέιαμ Γκίμπσον.
«Πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου. Ισως να αναρωτιέστε γιατί είμαι εδώ, μαζί σας, και όχι στο σπίτι μου, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτή τη στιγμή είναι καλύτερο για μένα να είμαι ανάμεσα σε κόσμο. Νιώθω μόνη μου και παρ’ όλο που η υπόλοιπη οικογένειά μου είναι πολύ κοντά μου, ο Γκρέιαμ μου λείπει αφάνταστα».
Και καθώς η ίδια βρίσκεται εδώ και δεκαετίες ολόκληρες στην πρώτη γραμμή των γυναικείων θεμάτων και δεν φοβάται να αυτοαποκαλείται φεμινίστρια, καταλήγει με νόημα: «Παλεύω μαζί με μια οργάνωση που ονομάζεται Equality Now για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών σε όλον τον κόσμο. Αυτή την περίοδο αγωνιζόμαστε σε νομικό επίπεδο για να τερματίσουμε τη βία, τις κλειτοριδεκτομές και το φαινόμενο των ανήλικων νυφών σε διάφορα μέρη της υφηλίου».