Ο επιχειρηματίας Γιόργκεν Φένεχ έδωσε την εντολή εκτέλεσης της δημοσιογράφου Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίζια στον Μέλβιν Τέουμα, που θεωρείται ο μεσάζοντας για τη δολοφονία.
Ο Τέουμα, ένας οδηγός ταξί με επαφές στον υπόκοσμο, κατέθεσε την Τετάρτη στο δικαστήριο ο φερόμενος ως μεσάζων της δολοφονίας, προσθέτοντας ότι άνθρωποι που συνδέονται με την κυβέρνηση της Μάλτας ενδέχεται να εμπλέκονται στην υπόθεση
Ο Τέουμα έλαβε προεδρική χάρη με αντάλλαγμα στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε δικαστήριο για την καταδίκη εκείνων που φέρεται ότι έδωσαν την εντολή για τη δολοφονία.
Η αστυνομία απήγγειλε το Σάββατο κατηγορίες για συνέργεια στη δολοφονία κατά του πλουσιότερου επιχειρηματία της Μάλτας. Ο Φένεχ αρνήθηκε τις κατηγορίες και δήλωσε ότι μέλη του στενού κύκλου του πρωθυπουργού Τζόζεφ Μουσκάτ είναι οι εντολείς της δολοφονίας.
Στη λεπτομερή του κατάθεση στο δικαστήριο, ο Τέουμα είπε πως ο 38χρονος Φένεχ επικοινώνησε μαζί του το 2017 για να οργανώσει την εκτέλεση της Γκαλίζια.
«Μου είπε, “πες τους να το προχωρήσουν. Θέλω να σκοτώσω την Ντάφνι”», δήλωσε και πρόσθεσε ότι ο επιχειρηματίας του έδωσε μέσα σε ένα φάκελο 150.000 ευρώ ως πληρωμή για τους εκτελεστές.
Οπως τόνισε, ο Φένεχ του είχε δώσει αρχικά εντολή για τη δολοφονία, μετά είχε δεύτερες σκέψεις, και τελικά αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση της Γκαλίζια την ημέρα που το Εργατικό κόμμα του Μουσκάτ επέστρεψε στην εξουσία, τον Ιούνιο του 2017.
Αφού συμφώνησε να οργανώσει την εκτέλεση, ο Τέουμα κατέθεσε πως κλήθηκε στα κεντρικά γραφεία της κυβέρνησης, όπου συναντήθηκε με τον προσωπάρχη του πρωθυπουργού, Κιθ Σκέμπρι, ο οποίος του πρόσφερε καφέ, τον ξενάγησε στα κυβερνητικά γραφεία, συμπεριλαμβανομένου του γραφείου του πρωθυπουργού και οι δυο τους τράβηξαν φωτογραφίες.
Επειτα, του είπαν ότι του δόθηκε μια θέση εργασίας σε υπουργείο και ότι μπήκε στο μισθολόγιο της κυβέρνησης και έλαβε μια επιταγή για τρεις ή τέσσερις μήνες.
«Αν με ρωτούσατε, δεν θα ήξερα ποια ήταν η δουλειά μου στο υπουργείο, καθώς δεν πήγα ποτέ», δήλωσε ο Τέουμα στους δικαστές.
Σύμφωνα με την κατάθεσή του, ο επιχειρηματίας ήθελε την Γκαλίζια νεκρή επειδή πίστευε ότι η δημοσιογράφος θα δημοσιεύσει ένα ενοχοποιητικό ρεπορτάζ για τον θείο του.
«Μπορώ να σας εγγυηθώ, ο Γιόργκεν Φένεχ ήταν ο μοναδικός εγκέφαλος. Μόνο αυτός μιλούσε σε μένα», τόνισε στο δικαστήριο ο φερόμενος ως μεσάζων της δολοφονίας.
Πρόσθεσε ακόμα πως ο ίδιος πλήρωσε τρεις άνδρες της περιοχής για να διαπράξουν τη δολοφονία.
Οι τρεις φερόμενοι ως εκτελεστές, που έχουν δηλώσει αθώοι, έχουν συλληφθεί και περιμένουν να δικαστούν. Στη διάρκεια της κατάθεσης του Τέουμα, καθόντουσαν ανέκφραστοι στη δικαστική αίθουσα.
Στην κατάθεσή του, ο Τέουμα είπε ότι πανικοβλήθηκε όταν συνελήφθησαν οι τρεις και όταν προέκυψαν αναφορές ότι ένας από αυτούς συνεργαζόταν με την αστυνομία.
Οπως είπε, μετά τη σύλληψή τους, ένας υπάλληλος από τα κεντρικά κυβερνητικά γραφεία, με το όνομα Κένεθ, επικοινώνησε μαζί του. Σε μια προφανή προσπάθεια να εξαγοράσουν τη σιωπή τους, ο Κένεθ δήλωσε πως οι τρεις ύποπτοι θα αποφυλακιστούν με εγγύηση και θα τους δοθεί ένα εκατομμύριο ευρώ. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε ποτέ.
Ρώτησε τον Φένεχ αν ο Σκέμπρι έστειλε τον Κένεθ σε αυτόν, αλλά δεν πήρε απάντηση. Φοβούμενος για την ασφάλειά του, ξεκίνησε να ηχογραφεί μυστικά τις συζητήσεις του με τον επιχειρηματία και τις ηχογραφήσεις αυτές τις παρέδωσε στην αστυνομία.
Μια αστυνομική πηγή αργότερα, ταυτοποίησε τον Κένεθ ως τον Κένεθ Καμιλέρι, που εργαζόταν ως προσωπικό ασφαλείας του πρωθυπουργού.
«Ξεκίνησα να πιστεύω ότι ή θα με φυλάκιζαν ή θα με δολοφονούσαν», τόνισε ο Τέουμα, λέγοντας ότι έγραψε ένα σημείωμα όπου δήλωνε ότι και ο Σκέμπρι και ο Φένεχ διέταξαν την εκτέλεση της Γκαλιζία. Στο δικαστήριο όμως, κράτησε αποστάσεις από την κατηγορία, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν είχε καμία απόδειξη.