«Κατά τη μακρά διαδικασία μετάβασης της εξουσίας που άρχισε χθες το βράδυ στη Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία καλούνται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο». Μερικές ώρες μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος της εκλογικής αναμέτρησης που έλαβε χώρα στη Γερμανία για την ανανέωση της γερμανικής Βουλής και την ανάδειξη του νέου καγκελαρίου, ο γάλλος σοσιαλιστής πρώην πρωθυπουργός Εμανουέλ Βαλς εμφανίζεται πεπεισμένος πως κατά τους επόμενους μήνες το μέλλον της ΕΕ θα διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό στο Παρίσι και στη Ρώμη.
«Η μετά Μέρκελ εποχή αρχίζει με ένα κενό ηγεσίας στην Ευρώπη», υπογράμμισε καταρχάς ο Βαλς συνομιλώντας με την Αναΐς Τζινόρι, ανταποκρίτρια της La Repubblica στο Παρίσι. Οσον αφορά το ποιος θα καλύψει το κενό αυτό, ο γάλλος πολιτικός έκανε λόγο για «terra incognita». Ωστόσο ανεξάρτητα από πώς θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Βερολίνο, «όταν θα υπάρξει τελικά ένας καγκελάριος και ένας κυβερνητικός συνασπισμός, δεν είναι σίγουρο ότι η Γερμανία θα ξαναβρεί το κύρος που κέρδισε η Ανγκελα Μέρκελ στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή. Στην παρούσα φάση η ηγεσία της Ευρώπης περνάει στον Εμανουέλ Mακρόν και στον Μάριο Ντράγκι. Οι δύο ηγέτες θα φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη για την προστασία της ΕΕ που παραμένει ένα εύθραυστο οικοδόμημα», σημείωσε ο Βαλς.
Αλλά τι, ακριβώς, μπορούν να κάνουν οι ηγέτες της Γαλλίας και της Ιταλίας στην μετά Μέρκελ εποχή; «Εχουν ουσιαστικό ρόλο στην προάσπιση των θεμελίων του ευρωπαϊκού μοντέλου που αποτελεί ένα πολιτισμικό μοντέλο μοναδικό στον κόσμο. Βλέπουμε πως αυξάνονται οι απειλές κατά της Ευρώπης που συνθλίβεται στο παιχνίδι των υπερδυνάμεων. Από αυτή τη σκοπιά είναι επίσης σημαντικές η διαμόρφωση ενός στρατηγικού οράματος και η επίσπευση της δημιουργίας μίας κοινής άμυνας. Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί αλλά η αβεβαιότητα στο Βερολίνο θα επιβαρύνει την κατάσταση και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στο απώτερο μέλλον εκλογές θα διεξαχθούν και στη Γαλλία και στην Ιταλία», ανέφερε ο Βαλς.
Το ότι ο Μάριο Ντράγκι επιδιώκει εδώ και πολλούς μήνες τη δημιουργία ενός νέου άξονα Γαλλίας – Ιταλίας επισημαίνει σε ανάλυσή του και ο Τομάζο Τσιριάκο, επίσης της La Repubblica. Στην ανάλυσή του υπογραμμίζει πως εξαιτίας της μετεκλογικής αβεβαιότητας που επικρατεί από το βράδυ της Κυριακής στο Βερολίνο, ο ιταλός πρωθυπουργός προετοιμάζεται να αξιοποιήσει στο έπακρο την ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στη Ρώμη και το Παρίσι «για να σωθούν οι μεταρρυθμίσεις που προγραμματίστηκαν τους τελευταίους μήνες. Και για να διασφαλιστεί ότι η Ευρώπη δεν θα χαθεί μέσα στην πολιτική φόρμουλα με την οποία η Γερμανία επιδιώκει να οικοδομήσει το μέλλον μετά τα δεκαέξι χρόνια της καγκελαρίου», εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος.
Ομως, καλώς ή κακώς, αποτελεί γεγονός πως δίχως το Βερολίνο, η περαιτέρω ενοποίηση της ΕΕ για την οποία εργάζονται το Ελιζέ και το Παλάτσο Κίτζι καθίσταται ακόμη πιο σύνθετη. Για τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης θα χρειαστούν εβδομάδες, εάν όχι μήνες όπως συνέβη το 2017, και η μεγάλη ανησυχία αφορά το ενδεχόμενο η διαδικασία μετάβασης της εξουσίας στη Γερμανία «να ακινητοποιήσει την ΕΕ ακριβώς όταν θα έπρεπε να τρέχει, μπλοκάροντας συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που απασχολούν ιδιαίτερα τον ιταλό πρωθυπουργό σχετικά με το προσφυγικό, την κοινή άμυνα και το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας».
Ο Τομάζο Τσιριάκο υποστηρίζει πως ο Μάριο Ντράγκι δεν θα κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα, ούτε ο Εμανουέλ Μακρόν φυσικά. «Αντιθέτως προετοιμάζονται να συνάψουν μία συμμαχία χωρών που θα ηγείται της ΕΕ σε αυτήν την μεταβατική περίοδο που κανένας δεν γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει».
Σε αυτό το πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη ότι έως ότου να σχηματιστεί η νέα γερμανική κυβέρνηση, ο ρόλος της Ανγκελα Μέρκελ θα είναι σχεδόν αποκλειστικά διαχειριστικός, σχεδόν αυτομάτως ο Εμανουέλ Μακρόν καθίσταται ο ευρωπαίος ηγέτης με τη μεγαλύτερη επιρροή.
Ο Μακρόν άρχισε να εργάζεται με στόχο την ανανέωση και την ενίσχυση του γαλλογερμανικού άξονα (που αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης από τη δεκαετία του 1950) αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία. Και είναι αλήθεια πως η απερχόμενη γερμανίδα καγκελάριος συνεργάστηκε στενά μαζί του για τη διαχείριση πολλών ζητημάτων, δίχως, ωστόσο, να ασπαστεί πλήρως και, κυρίως, να στηρίξει με όλες τις δυνάμεις, τις δικές της και της πατρίδας της, το όραμά του για μία πιο ενωμένη και ισχυρή Ευρώπη. Τώρα ο γάλλος ηγέτης έχει την ευκαιρία, σε συνεργασία με τον Μάριο Ντράγκι, να θέσει τις βάσεις για την επίσπευση των διαδικασιών με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2022 την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα την ασκεί η Γαλλία και ο Μακρόν αναμένεται να αξιοποιήσει το εν λόγω διάστημα για να πείσει τους ευρωπαίους εταίρους του καταρχάς για την ανάγκη να αποκτήσει η ΕΕ περισσότερη «στρατηγική αυτονομία» από τις ΗΠΑ, ειδικά μετά την χαοτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν και τη σύναψη της AUKUS.
Ωστόσο η αποστολή του θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Κυρίως γιατί σε αντίθεση με την Ανγκελα Μέρκελ που τόσο στην εγχώρια όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή «ήταν επιφυλακτική και πραγματίστρια και ενεργούσε μέσω σύναψης συμμαχιών», όπως αναγνωρίζουν και οι λονδρέζικοι Times, «ο Μακρόν ευνοεί τολμηρές κινήσεις που μπορούν να αποξενώσουν όσο και να συσπειρώσουν» τους εταίρους του.
Αρκετές πιθανότητες υπάρχουν επίσης να δυσκολευτεί ιδιαίτερα να διασκεδάσει τις ανησυχίες και τις υποψίες αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ότι οι εκκλήσεις του για μία περισσότερο ενωμένη και ισχυρή Ευρώπη αποτελούν «κεκαλυμμένες απόπειρες αύξησης της γαλλικής επιρροής και αποδυνάμωσης της Αμερικής, μία τακτική που έχει ήδη εφαρμοστεί δεκαετίες πριν από τον πρόεδρο Ντε Γκολ», υπενθυμίζει η βρετανική εφημερίδα.
Η πρώτη μεγάλη πρόκληση που θα κληθεί θα αντιμετωπίσει ο Εμανουέλ Μακρόν στην πορεία προς την «στρατηγική ανεξαρτησία» της ΕΕ είναι η δημιουργία μίας ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης κρούσεως. Πρόσφατα η γερμανίδα πρόεδρος της Κομισιόν υποστήριξε ενώπιον των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πως «είναι καιρός να περάσει η Ευρώπη στο επόμενο επίπεδο», ούτως ώστε να μπορεί να επεμβαίνει στρατιωτικά οπουδήποτε στον κόσμο δίχως την αρωγή των ΗΠΑ. Η Ούρσουλα φον ντε Λάιεν σημείωσε επίσης πως η ΕΕ δεν έχει καταφέρει ακόμα να αναπτύξει μία δική της στρατιωτική δύναμη, κυρίως επειδή δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση. Την οποία, ωστόσο, έχει, όπως δηλώνει ο ίδιος εδώ και καιρό, ο Εμανουέλ Μακρόν. Πλέον, όμως, καλείται να την επιδείξει και στην πράξη.
«Το αναμενόμενο πολιτικό κενό στη Γερμανία κατά τους επόμενους μήνες θα αποτελέσει ευκαιρία και πρόβλημα για τον Μακρόν», συνοψίζουν οι Times. Η Ανγκελα Μέρκελ δεσμεύτηκε να κάνει «ό,τι είναι δυνατό, από την πλευρά της Γερμανίας, ούτως ώστε να μην σημειωθούν καθυστερήσεις όσον αφορά τις απαραίτητες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν» στην ΕΕ.
Αλλά αυτό σίγουρα δεν σημαίνει πως η γερμανίδα ηγέτιδα θα εγκρίνει τις όποιες πρωτοβουλίες του Εμανουέλ Μακρόν. Ο οποίος και να θέλει δεν μπορεί να έχει την προσοχή του αποκλειστικά στην Ευρώπη. Εκ των πραγμάτων καθώς η προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία ενόψει των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Απριλίου έχει ήδη αρχίσει. Δεν αποκλείεται, οπότε, ο γάλλος πρόεδρος να μπορέσει να αποπειραθεί (εάν επανεκλεγεί) να ενώσει και να ενισχύσει περαιτέρω την ΕΕ μετά τον Απρίλιο, και έως τότε κατά πάσα πιθανότητα η κατάσταση στη Γερμανία θα έχει σταθεροποιηθεί και ο νέος καγκελάριος θα έχει εδραιωθεί στη θέση του.