Μπορούν η δολοφονία μιας βραβευμένης δημοσιογράφου και ένα (πιθανό, αλλά απευκταίο) Βrexit με «σκληρά σύνορα» να ανοίξουν ξανά τον ασκό του Αιόλου στην Ιρλανδία, το πολύπαθο νησί που μέχρι το 1998 και την «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» είδε να σκοτώνονται πανω από 3.700 άνθρωποι (Ιρλανδοί και Βορειοϊρλανδοί) εξαιτίας των λεγόμενων Ταραχών (αγγλιστί Troubles);
Αυτό αναρωτιέται η Corriere στο οδοιπορικό της στην βορειοϊρλανδική πόλη, που βρίσκεται στα σύνορα με την Ιρλανδία.
Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την δολοφονία της 29χρονης βορειοϊρλανδής δημοσιογράφου Λάιρα Μακί από τον στρατό του «Νέου IRA», οι πληγές όχι μόνο δεν έχουν κλείσει, αλλά ανοίγουν και άλλο.
Η Μακί έπεσε νεκρή στα τέλη του Απριλίου όταν χτυπήθηκε από σφαίρα στο Λοντοντέρι (ή απλώς «Ντέρι» σύμφωνα με τους Προτεστάντες και τους ιρλανδούς εθνικιστές), κατά τη διάρκεια επεισοδίων.
Η βραβευμένη ρεπόρτερ στεκόταν κοντά σε αστυνομικούς όταν χτυπήθηκε από σφαίρα στο κεφάλι, στο Κρέγκαν, ένα προάστιο του Λοντοντέρι, την παραμονή του Σαββατοκύριακου του Πάσχα των καθολικών, κατά το οποίο οι οπαδοί της επανένωσης της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας τιμούν την επέτειο της Εξέγερσης του Πάσχα του 1916 εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας.
«Είμαστε η γενιά των ειρηνευτικών συμφωνιών, δεν θέλουμε μια πιο ενωμένη Ιρλανδία ή ένα πιο ξεχωριστό Αλστερ: θέλουμε μια καλύτερη ζωή», είχε γράψει η Μακί λίγο πριν σκοτωθεί.
«Ήταν μια νεαρή δημοσιογράφος που μίλησε για τα προβλήματα και τα βάσανα μιας αβέβαιης γενιάς, αποδεκατισμένης από το αλκοόλ, τις αυτοκτονίες και τα ναρκωτικά, στην πόλη όπου ο “Νέος IRA” επανέφερε με την δράση του κάποια από τα φαντάσματα του Εμφυλίου Πολέμου», σημειώνει ο απεσταλμένος της ιταλικής εφημερίδας, που περπατάει τους δρόμους του Ντέρι θαυμάζοντας τα τεράστια γκραφίτι που απεικονίζουν τους νεκρούς του εμφυλίου, κυρίως εκείνους που σκοτώθηκαν στις 30 Ιανουαρίου του 1972, στα γεγονότα της «Ματωμένης Κυριακής».
Πλέον, πολλοί είναι οι κάτοικοι της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Βόρειας Ιρλανδίας που φοβούνται πως μετά την δολοφονία της Μακί και ειδικά στην περίπτωση ενός μελλοντικού Brexit με «σκληρά σύνορα», όχι μόνο θα πληγούν οικονομικά, αλλά θα ανοίξει ένας νέος κύκλος βίας που είχε κλείσει (σχεδόν) οριστικά πριν 20 χρόνια.
Σήμερα δεν υπάρχουν σύνορα ή δασμοί στα προϊόντα που διακινούνται μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
«Καταλαβαίνει πως άλλαξες χώρα, μόνο όταν εμφανίζεται μπροστά σου μια πινακίδα με το όριο ταχύτητας να αναγράφεται σε χιλιόμετρα αντί για μίλια».
«Δεν έχουμε προβλήματα εδώ, αλλά μέχρι πότε;», αναρωτιέται η συνταξιούχος Μέρι Σάλιβαν στην επαρχία Μόναγκαν, υπονοώντας τους αδέξιους χειρισμούς της αγγλικής κυβέρνησης στο ζήτημα του Brexit.
Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία αποτελούν επί του παρόντος μέρος της ενιαίας αγοράς της ΕΕ και της τελωνειακής ένωσης, τα προϊόντα δεν χρειάζεται να επιθεωρούνται αλλά μετά το Brexit, όλα αυτά θα μπορούσαν να αλλάξουν.
Γι’ αυτό και σε όλη την Ιρλανδία «καίγονται», αλλά ταυτόχρονα φοβούνται το backstop, ένα είδος οικονομικού «διχτυού ασφαλείας» με σκοπό να εξασφαλίσει ότι ανεξάρτητα με το τι συμβαίνει με τις υπόλοιπες διαπραγματεύσεις, δεν θα υπάρξει ένα «σκληρό» σύνορο μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας που θα σημάνει ξαφνικά συνοριακούς έλεγχους και περιορισμούς διακίνησης ανθρώπων και αγαθών στο νησί της Ιρλανδίας.
Η μεταβατική λύση του backstop δεν γίνεται δεκτή κυρίως από τα (εθνικιστικά) προτεσταντικά συνδικάτα, τα οποία υποστηρίζουν την κυβέρνηση του Λονδίνου και φοβούνται ότι ένα τέτοιο βήμα θα είναι το πρώτο προς την επανένωση όλης της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
«Η Ιρλανδία φοβάται σοβαρές συνέπειες για την οικονομία της, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρώπης. Θα επιστρέψουν άραγε τα συνοριακά συρματοπλέγματα και οι ατέλειωτες ώρες και ουρές για να διασχίσουν οι πολίτες τα μεταξύ τους σύνορα όπως στην εποχή του εμφυλίου;», τονίζει η Corriere.
Και όλα αυτά, ενώ η αστυνομία τόσο της Βόρειας Ιρλανδίας, όσο και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει, από την αρχή του 2019, ότι η επαναφορά ενός σκληρού συνόρου ανάμεσά τους μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, απειλεί με επιστροφή της βίας.
«Το ενδεχόμενο επαναφοράς των συνόρων στο νησί θα ήταν ένα νέο είδος τείχους στην Ευρώπη, τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου», επισημαίνει η εφημερίδα.
«Κυρίως όμως, όλα αυτά αποτελούν μια τρομερή ευκαιρία για όλους όσοι θέλουν να αναζωπυρώσουν τα πάθη του εμφυλίου πολέμου», καταλήγει με νόημα η βορειοϊρλανδή δημοσιογράφος Σούζαν Μακέι.