Σε κανονικές περιόδους, η προσέγγιση με την οποία φτάνει κανείς σε στατιστικά συμπεράσματα προφανώς δεν είναι ένα θέμα εθνικής συζήτησης… Ωστόσο, οι καιροί μας δεν είναι κανονικοί.
Και δεν είναι κανονικοί, όχι μόνο γιατί ξαφνικά ολόκληρη η ανθρωπότητα δέχεται επιθέσεις από έναν (κοινό) εχθρό που δεν είναι άνθρωπος, τουλάχιστον αν ήταν εξωγήινος θα είχε περισσότερο σασπένς, αλλά δικός μας είναι κι αυτός, δημιούργημα του πλανήτη μας.
Είναι αντικανονικοί και διότι εκτός από τους βουλευτές του βρετανικού κοινοβουλίου και κατ΄επέκταση τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου, μπαίνουμε κι εμείς σιγά – σιγά στη διαμάχη δύο ερευνητικών ομάδων πολύ υψηλού επιπέδου: από τη μια είναι η ομάδα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, και από την άλλη του Ιμπίριαλ Κόλετζ του Λονδίνου
Είναι όμως δυνατόν αυτή αντιπαράθεση να ξεφεύγει από το ακαδημαϊκό επίπεδο, όπου και ανήκει;
Αναμφίβολα, το ζήτημα για το ποια προσέγγιση είναι η σωστή είναι το πιο σημαντικό στον κόσμο σήμερα, γράφει ο επιστημονικός συνεργάτης των The Times, Τομ Γουίπλ. Εάν η μια ομάδα έχει δίκιο, η καραντίνα τελειώνει. Εάν όμως η άλλη είναι πιο σωστή, θα κλειστούμε μέσα για έναν χρόνο.
Το πιο περίεργο από όλα, όμως, είναι ότι η αμφιλεγόμενη θέση δεν είναι αυτή των ερευνητών του Ιμπίριαλ, οι οποίοι πιστεύουν ότι η άρση των περιορισμών ενέχει τον κίνδυνο μαζικών θανάτων σε μια κλίμακα που δεν έχουμε ξαναδεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι η προφανώς λιγότερο ανησυχητική από την άποψη των ερευνητών της Οξφόρδης που πιστεύουν ότι όλα θα είναι καλά χωρίς καραντίνες .
Μόλις πριν από μια εβδομάδα ένας από τους ακαδημαϊκούς που συμβουλεύουν την βρετανική κυβέρνηση παρουσίασε μια ανάλυση που άλλαξε την πορεία της βρετανικής ιστορίας. Ο Νιλ Φέργκιουσον, του Ιμπίριαλ Κόλετζ, υπολόγισε ότι η μέχρι τώρα στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου όχι μόνο θα αποτύγχανε στη διαχείριση του ελέγχου του ξεσπάσματος του κορονοϊού, αλλά θα οκταπλασίαζε τις ανάγκες για μονάδες εντατικής θεραπείας και θα οδηγούσε σε 260.000 θανάτους.
Στο σημείο αυτό ξεκίνησε το lockdown στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αλλά την Τρίτη, 24 Μαρτίου, δημοσιεύθηκε η εργασία μιας ομάδας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης σύμφωνα με την οποία η απόφαση πάρθηκε βιαστικά, αφού ο μισός βρετανικός πληθυσμός έχει ήδη μολυνθεί από κορονοϊό. Η συγγραφέας της δημοσίευσης, Σουνέτρα Γκούπτα, δήλωσε: «Είναι πιθανό ότι όλο αυτό θα τελειώσει με ένα κλαψούρισμα, όχι με πάταγο».
Το συμπέρασμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο περισπούδαστο. Σύμφωνα με την προσέγγιση της καθηγήτριας Γκούπτα πρώτον, το ποσοστό θνησιμότητας είναι εξαιρετικά μικρό – λιγότερο από 1/1000- και δεύτερον, είμαστε ήδη στο επίπεδο της «ανοσίας της αγέλης», χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.
Χθες, απευθυνόμενος στο Κοινοβούλιο, ο καθηγητής Φέργκιουσον ανταπέδωσε τα πυρά. «Έχουμε αποκλείσει τα σενάρια που εξετάζονται σε αυτή την εργασία», δήλωσε μέσω Skype υποστηρίζοντας προσωπικά την κοινωνική αποστασιοποίηση που προτείνει.
Εξετάζοντας, για παράδειγμα, τα μαζικά τεστ αντισωμάτων κορονοϊού, που έγιναν σε ιταλικά χωριά «όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι δεν είμαστε σε καμία περίπτωση κοντά σε ένα σενάριο Γκούπτα», είπε ο Φέργκιουσον.
Η διαφορά μεταξύ των προσεγγίσεών τους μπορεί -εντελώς χονδρικά- να περιγραφεί με τον (οικονομικό) όρο «top down versus bottom up», με άλλα λόγια στη μία περίπτωση το φαινόμενο αντιμετωπίζεται από πάνω προς τα κάτω (top down) και στην άλλη από τη βάση προς τα πάνω (bottom up).
Με βάση όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι τώρα -μολυσματικότητα, ευαισθησία, σοβαρότητα- ο καθηγητής Φέργκιουσον και οι συνάδελφοί του έφτιαξαν ένα μοντέλο για την πιθανή μελλοντική εξάπλωση του ιού.
Οι ερευνητές της Οξφόρδης έκαναν τα πράγματα αλλιώς. Ξεκίνησαν με ένα πρότυπο μοντέλο για το ξέσπασμα του κορονοϊού, γνωστό ως «ευαισθησία – κρούσματα – αποθεραπευμένοι» και στη συνέχεια άλλαξαν τις παραμέτρους του για να δουν ποια εκδοχή ταιριάζει καλύτερα με τα υπάρχοντα δεδομένα. Η εκδοχή στην οποία κατέληξαν, που εξηγεί καλύτερα το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα, ήταν αυτή που πρότεινε ότι οι περισσότεροι Βρετανοί είχαν ήδη μολυνθεί.
Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια;
Κανένα μοντέλο δεν είναι τέλειο. Πολλοί λοιμωξιολόγοι θεωρούν τα μαθηματικά μοντέλα κάτι σαν επιστημονική μαγεία, όπου οι προβλέψεις αλλάζουν «άγρια», ανάλογα με την κατανόηση του παρόντος. Ορισμένοι, ιδιωτικά, εξέφρασαν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι τόσο μεγάλο μέρος της βρετανικής πολιτικής φαίνεται να εξαρτάται από ένα μοντέλο.
Ο λόγος που το έκαναν μόνο ιδιωτικά είναι ότι ο (διακεκριμένος) καθηγητής Φέργκιουσον (που επηρεάζει το βρετανικό πολιτικό σύστημα) συνιστούσε γρήγορη λήψη σκληρών μέτρων, μια πολιτική που τώρα αμφισβητείται από την Οξφόρδη.
Ο Πολ Χάντερ, από το Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αγγλίας, δήλωσε χθες ότι δεν τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα η προσέγγιση της Οξφόρδης: «Όλα τα μοντέλα είναι λάθος, απλά μερικά είναι πιο λάθος από άλλα. Δεν το βλέπω ως σοβαρή συνεισφορά στην επιδημιολογία. Είναι πολύ αφελές και κάνει υποθέσεις που δεν είναι σαφές πώς προέκυψαν», λέει.
Οι περισσότεροι ερευνητές με τους οποίους επικοινώνησαν οι Times ανέφεραν ότι συμφωνούν με την εκτίμηση του καθηγητή Χάντερ. Ή, όπως το έθεσε κάποιος, η ομάδα της Οξφόρδης χρησιμοποίησε «πολύ εξελιγμένες μεθόδους για να αναδείξει κάτι που δεν αξίζει»
Τελικά, και οι δύο ομάδες συμφωνούν σε ένα πράγμα: αυτή η αντιπαράθεση δεν θα επιλυθεί με εξισώσεις. Η Βρετανία έχει παραγγείλει 3,5 εκατ. τεστ αντισωμάτων. Αυτά θα τους πουν ποιος είναι θετικός στον κορονοϊό και ποιος όχι. Μόνο τότε θα μάθουν αν είναι ασφαλές να βγουν από το σπίτι τους ή όχι.
Οσο για μας, #μένουμεσπίτι μέχρι νεοτέρας