Την άμεση αποπομπή του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο, προτού δηλαδή εκπνεύσει η θητεία του, εισηγείται ένας από τους πιο γνωστούς συντηρητικούς δημοσιογράφους των ΗΠΑ, τιμημένος και με Πούλιτζερ. Οι κατηγορίες που εξαπολύει ο Μπρετ Στίβενς στους New York Times και τις οποίες προτείνει προς άμεση υιοθέτηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους συμπυκνώνονται στο ότι ο Τραμπ είναι συνειδητός εμπρηστής της συνταγματικής τάξης των ΗΠΑ.
Αυτές οι αρμόδιες αρχές δεν είναι άλλες από τους θεσμούς της αμερικανικής Δημοκρατίας, από τα δύο Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία. Την ανακλαστική αντίδρασή τους απαιτεί ο αρθρογράφος ώστε ο Τραμπ να απομακρυνθεί μια ώρα αρχύτερα από το Οβάλ Γραφείο. Ο Στίβενς επισημαίνει ότι πρέπει να του αφαιρεθεί και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, ώστε να μην αποπειραθεί να διεκδικήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για τις επόμενες προεδρικές εκλογές.
«Το να επιτρέψουμε στον Τραμπ να ολοκληρώσει τη θητεία του, και ας του μένουν μόνο λίγες ημέρες, θέτει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Η επίθεση στο Κογκρέσο υποβοηθήθηκε από έναν άνομο, ανήθικο και τρομακτικό πρόεδρο» γράφει επί λέξει και στολίζει τον απερχόμενο πρόεδρο με βαριά απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς: «Υπήρξε κακοήθης, νάρκισσος, απατεώνας (στις ιδιωτικές μπίζνες του), δημαγωγός», ενώ «του έλειπαν οι ιδέες, αν και είχε πλεόνασμα φανατισμού και ντροπιαστικής αυτοπεποίθησης».
Το χαλασμένο κόμμα
Στη συνέχεια ο Στίβενς στρέφει τα πυρά του εναντίον του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που αρχικώς «παραδόθηκε σε έναν κακοποιό» (thug στο πρωτότυπο – πολύ βαριά κουβέντα) και κατόπιν «δικαιολόγησε τον λόγο και τα έργα του». Και σε αυτό το σημείο ο νυν υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο διακωμωδείται για τις ανακολουθίες του όσον αφορά τις κρίσεις του για το πρόσωπο του Τραμπ.
Από την πενταετία του αίσχους ο αρθρογράφος εξαιρεί μερικούς Ρεπουμπλικανούς που «διατήρησαν τις αρχές και την τιμή τους και κράτησαν ψηλά το κεφάλι», αναφέρει μάλιστα τους Μπραντ Ραφενσπέργκερ, Μιτ Ρόμνεϊ, Ντένβερ Ρίνγκλεμαν, Λάρι Χόγκαν και Μπεν Σάσι ως τέτοια παραδείγματα.
Από την άλλη μεριά όμως κατακεραυνώνει τους «τσαρλατάνους» που κατέστησαν «συνένοχοι» του Τραμπ, και σε αυτήν την κατηγορία περιλαμβάνει τον Ρούντι Τζουλιάνι, τον ραδιοσχολιαστή Μαρκ Λέβιν, τους 126 Ρεπουμπλικανούς βουλευτές, τον Τεντ Κρουζ (τον οποίο αποκαλεί «φίδι αλειμμένο με βαζελίνη»!), τον Τζος Χόλεϊ και «τους υπολοίπους κυνικούς της Γερουσίας» και, βέβαια, τον Μάικ Πενς.
Τον τσαρλατανισμό που επικαλείται ο αρθρογράφος τον δικαιολογεί με τα αλλεπάλληλα tweets τα οποία φτερούγισαν από τα κομπιούτερ των παραπάνω μόλις ξέσπασε η βία στο Καπιτώλιο. Ολοι τους προσπάθησαν, εκ των υστέρων, να αποστασιοποιηθούν, «με προσεχτικά διατυπωμένες εκφράσεις». Δηλαδή, δεν είναι παρά υποκριτές. Ε, για τον Στίβενς «αυτοί έκαναν μεγαλύτερη ζημιά στο Κογκρέσο από ό,τι έκανε ο όχλος». Το λέει και επιγραμματικώς: «Οι σπασμένες πόρτες επιδιορθώνονται, τα χαλασμένα κόμματα όμως όχι…»
Ο Τραμπ, βέβαια, «δεν είναι συνένοχος, είναι ένοχος». Και μάλιστα «αναμφισβήτητα και ασυγχώρητα ένοχος». Διότι, με την ανοχή και τη συνενοχή των Ρεπουμπλικανών, «υποβάθμισε την πολιτική κουλτούρα, διεξήγαγε πόλεμο εναντίον των θεσμών, υπέθαλψε την οχλοκρατία». Ο Στίβενς, κλείνοντας, υπενθυμίζει ότι η αξιοπρέπεια κάθε κοινωνίας εξαρτάται από τα ανακλαστικά της και επανέρχεται στην εισαγωγική πρότασή του για τον Ντόναλντ Τραμπ: «Αφαιρέστε του το αξίωμα του προέδρου τώρα! Απαγορεύστε του για πάντα τη διεκδίκηση του Οβάλ Γραφείου!»