Ένα νεκρό μικρό παιδί, ντυμένο, μπρούμυτα, σε στάση ύπνου, εκεί που μόλις σκάει το κύμα. Η ιστορία του τρίχρονου προσφυγόπουλου, Αϊλάν Κουρντί, τράβηξε την παγκόσμια προσοχή μέσα από αυτήν τη φωτογραφία. Είναι το ρίγος που προκαλεί και η ταχύτητα με την οποία κυκλοφορεί στον κόσμο των social media και του Διαδικτύου – γι’ αυτό έχει γνωστοποιηθεί με κάθε λεπτομέρεια η τραγωδία της συριακής οικογένειας Κουρντί. Οι περιπέτειες που πέρασε η οικογένεια όταν διέφευγε από τον πόλεμο στην Συρία (πρώτα από τη Δαμασκό, ύστερα από το Χαλέπι και τέλος από το Κομπάνι), και τα τρία χρόνια που πέρασαν τα τέσσερα μέλη της στην Τουρκία περιμένοντας τη χορήγηση του προσφυγικού ασύλου που δεν ήρθε ποτέ, έχουν φτάσει στα αυτιά μας μόνο επειδή αυτή η εικόνα αυτή έφτασε στα μάτια μας. Οι σκηνές που έζησε ο πατέρας του Αϊλάν, Αμπντάλα, προσπαθώντας να τραβήξει μία τον ένα του γιο και μία τον άλλον από τα κύματα και ουρλιάζοντας για να ακουστεί η φωνή του στη γυναίκα του μέσα στο σκοτάδι, δεν θα ήταν γνωστές (αν δεν είχε ο ίδιος επιζήσει και) αν δεν ήταν το βλέμμα του διεθνούς Τύπου στραμμένο στην ιστορία του. Κάπως έτσι μια εικόνα έχει διεγείρει και τα πιο μουδιασμένα αισθήματα οργής και αλληλεγγύης.
«Ποτέ δεν πίστευα ότι οι εικόνες αυτές θα είχαν τέτοιο αντίκτυπο», δήλωσε (αφού επεσήμανε ότι ήξερε ότι το παιδί ήταν ήδη νεκρό και δεν μπορούσε να το βοηθήσει) η φωτογράφος της εικόνας, Νιλιφέρ Ντεμίρ, που βρισκόταν σε μια παραλία της Αλικαρνασσού (Μπόντρουμ) όταν εντοπίστηκε, πρώτα το σώμα του Αϊλάν, ύστερα του αδελφού του, Γκαλίπ, και μετά της μάνας τους Ρεχάν. Πράγματι, οι φωτογραφίες του πεθαμένου προσφυγόπουλου έχουν ξεσηκώσει κύμα διαμαρτυρίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν δώσει ώθηση σε εκστρατείες άσκησης πίεσης κατά των ευρωπαίων πολιτικών και της στάσης που κρατούν στο μεταναστευτικό, έχουν δημιουργήσει ερωτηματικά για τη διαδικασία χορήγησης ασύλου ακόμη και στον Καναδά (όπου ονειρευόντουσαν να φτάσουν οι Κουρντί). «Θα το ήθελα πολύ η φωτογραφία μου να βοηθήσει να αλλάξει η κατάσταση», είπε η 29χρονη Ντεμίρ.
Αν θα αλλάξει την ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στο μεταναστευτικό μία φωτογραφία μένει να φανεί. Σίγουρα όμως θα προστεθεί στις φωτογραφίες που έχουν μετατραπεί σε σύμβολα και, παρά τις όποιες ενστάσεις, ίσως σ’ έναν χρόνο βραβευτεί κι αυτή με την ύψιστη τιμή της δημοσιογραφίας.
Κορίτσι ναπάλμ
Στη φωτογραφία ήταν μόλις 9 ετών, ενώ εκείνη τη χρονιά (1972) ζούσε μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους του Τρανγκ Μπανγκ, τον 17ο χρόνο του πολέμου στο Βιετνάμ. Στις 8 Ιουνίου βρισκόταν σε μια παγόδα με την οικογένειά της όταν ένας πιλότος της αεροπορίας του Νοτίου Βιετνάμ άρχισε να ρίχνει (νομίζοντας ότι στοχεύει εχθρούς) εμπρηστικές βόμβες ναπάλμ. «Ξαφνικά είδα φωτιά γύρω μου, έκαψε τα ρούχα μου», θυμόταν η Κιμ Πουκ σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις που έχει δώσει, «φοβόμουν κι άρχισα να κλαίω. Προσπάθησα να τρέξω για να φύγω από εκεί». Ακριβώς αυτό αποτυπώνει η φωτογραφία. Το τρομαγμένο ύφος ενός απογυμνωμένου κοριτσιού που τρέχει, αλλά την ίδια ώρα είναι σαν να έχει μείνει ακίνητη από το σοκ ή καθηλωμένη από τον ανείπωτο πόνο.
Αυτό το στιγμιότυπο συνέλαβε με την κάμερά του ο 24χρονος τότε φωτογράφος του Associated Press, Νικ Ουτ, δίνοντας στον κόσμο της Δύσης μία εικόνα από την πραγματικότητα ενός πολέμου που έμοιαζε να μην τελειώνει και στον ίδιο (αργότερα) ένα βραβείο Πούλιτζερ. Η φωτογραφία κυκλοφόρησε την επόμενη ημέρα στους New York Times, που ήταν η μόνη εφημερίδα που αποφάσισε να δημοσιεύσει μια εικόνα που (επίσης) εγείρει ηθικά διλήμματα – και όχι μόνο λόγω του γυμνού. Δεν άργησε όμως να αναπαραχθεί από αμέτρητα μέσα ενημέρωσης διεθνώς, και να δώσει νέα πνοή στο κύμα διαμαρτυρίας κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Μπορεί να μην σήμανε η ίδια η φωτογραφία το τέλος του πολέμου, καθώς σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης είχε ήδη προ πολλού στραφεί κατά της αμερικανικής πολιτικής στο Βιετνάμ, ενώ ο πόλεμος θα τελείωνε τρία μαρτυρικά χρόνια αργότερα, το 1975. Έμεινε όμως στην ιστορία ως μία φωτογραφία για την ειρήνη.
Σουδάν
Το όνομα του μικρού κοριτσιού από το Σουδάν που απεικονίζεται στη φωτογραφία δεν έγινε ποτέ γνωστό. Το μόνο που κυκλοφόρησε (στους New York Times, 26 Μαρτίου 1993) ήταν η εικόνα του ετοιμοθάνατου από την ασιτία κοριτσιού που δείχνει να μην έχει ούτε ίχνος δύναμης για να σηκώσει το κεφάλι της και να αντικρίσει το όρνιο που την περιμένει να ξεψυχήσει ώστε να την κατασπαράξει. Κι ο φωτογράφος γιατί δεν έδιωξε το όρνιο αλλά αποφάσισε να τραβήξει πρώτα τη φωτογραφία; Και τι απέγινε, τελικά, αυτό το παιδί; Ο φωτογράφος, ο Κέβιν Κάρτερ, τότε 32 χρόνων, δεν είχε απαντήσεις για όλες τις ερωτήσεις που θα δέχονταν ο ίδιος και η αμερικανική εφημερίδα μετά τη δημοσίευση της φωτογραφίας. Για πολύ καιρό έπρεπε να εξηγεί υπό ποιες ακριβώς συνθήκες έβγαλε τη φωτογραφία (το κορίτσι κατευθυνόταν σε κέντρο σίτισης) και να δέχεται μαθήματα ηθικής και βολές ότι ο ίδιος («σαν όρνιο») περίμενε για την καλύτερη δυνατή λήψη προτού βοηθήσει το κορίτσι. Βέβαια, αυτό δεν του στέρησε ένα Βραβείο Πούλιτζερ, ούτε τη «δόξα» μιας φωτογραφίας που έχει γίνει σύμβολο της «οδύνης της Αφρικής». Λίγους μήνες αφού τιμήθηκε με το Πούλιτζερ, ο Κάρτερ αυτοκτόνησε.
Μια δυναμική φωτογραφία που αποτυπώνει τον ανθρώπινο πόνο σχεδόν πάντοτε «σηκώνει» ενστάσεις και σχεδόν ποτέ δεν αλλάζει μια κατάσταση, αλλά πολύ εύκολα μπορεί να γίνει σύμβολό της. Θυμίζοντάς μας τι σημαίνει η προσφυγιά, ο πόλεμος, η πείνα γι’ αυτούς που τα βιώνουν.
*Η Μαρίσσα Δημοπούλου είναι δημοσιογράφος