Μέσα στο χάος που επικρατεί στο Αφγανιστάν τις τελευταίες ημέρες, καθώς οι Ταλιμπάν σχηματίζουν κυβέρνηση στην Καμπούλ και ο πρόεδρος Ασράφ Γκάνι έχει ήδη τραπεί σε φυγή, το ερώτημα τι θα συμβεί με την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας, προς το παρόν μάλλον δεν απασχολεί πολύ κόσμο.
Αλλά όσοι ενδιαφέρονται για την τέχνη και τον πολιτισμό, ανησυχούν πολύ για τη μοίρα των πλούσιων και μοναδικών ιστορικών τεχνουργημάτων του Αφγανιστάν. Χάρη στη γεωγραφική της θέση, στον αρχαίο δρόμο του μεταξιού μεταξύ Κίνας και Ρώμης, η χώρα έχει συγκεντρώσει εδώ και χιλιετίες μια εκπληκτική σειρά αντικειμένων από πολλά έθνη και θρησκείες, από αρχαία βουδιστικά μοναστήρια μέχρι κειμήλια της Αλεξανδρινής Ελλάδας.
Δυστυχώς, η επιστροφή στην εξουσία ενός φονταμενταλιστικού ισλαμικού καθεστώτος, που αποστρέφεται την απεικόνιση ανθρώπων ή ζώων και έχει ένα ιστορικό πολιτιστικής καταστροφής, αποτελεί υπαρξιακή απειλή.
Ιδιαίτερα ευάλωτο είναι το Εθνικό Μουσείο του Αφγανιστάν στην Καμπούλ, στους θησαυρούς του οποίου περιλαμβάνονται μία από τις σημαντικότερες συλλογές Ελληνικών και Ρωμαϊκών νομισμάτων στον κόσμο, ένα αρχαίο ινδουιστικό άγαλμα από μάρμαρο, και μοναδικά αντικείμενα από μια πληθώρα αρχαίων πολιτισμών.
Η Σουζάνα Γκόλντσμπρο της βρετανικής Telegraph μίλησε με τον διευθυντή του Μουσείου, Φαχίμ Ραχίμι, ο οποίος τα τελευταία 24ωρα δίνει μαζί με το προσωπικό του μια εφιαλτική μάχη σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν τη συλλογή από λεηλασίες, αφού η αστυνομία, που είχε αναλάβει τη φύλαξη του χώρου, διαλύθηκε καθώς πλησίαζαν οι δυνάμεις των Ταλιμπάν. «Ποτέ δεν έχω ζήσει μια τόσο κακή μέρα σε όλη μου τη ζωή», λέει στην βρετανή δημοσιογράφο μέσω μιας κλήσης στο WhatsApp από την Καμπούλ.
Μέχρι στιγμής, (σσ: το μεσημέρι της Τετάρτης, 18 Αυγούστου) ο Ραχίμι έχει καταφέρει να παράσχει αρκετή ιδιωτική ασφάλεια στο μουσείο, αλλά η κατάσταση είναι εύθραυστη. Και τώρα περιμένει πλέον τους Ταλιμπάν να κτυπήσουν την πόρτα του μουσείου: «Είναι στην εξουσία τώρα», λέει. «Ελπίζω ότι θα έρθουν και θα αναλάβουν την ευθύνη για την προστασία του Μουσείου».
Ακούγεται ζοφερά παρηγορητικό, ωστόσο είναι γεγονός ότι η όποια λεηλασία του μουσείου της Καμπούλ θα είναι περιορισμένη, αφού πολλοί θησαυροί έχουν ήδη καταστραφεί. Κατά τη διάρκεια του σχεδόν 20χρονου πολέμου, που προηγήθηκε της πρώτης κατάληψης της χώρας από τους Ταλιμπάν το 1996, οι συλλογές ήταν σκόπιμα στοχευμένες. Βομβαρδίστηκαν και λεηλατήθηκαν. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το 70% των 100.000 αντικειμένων, που υπήρχαν αρχικά, έχουν καταστραφεί προ πολλού, γράφει η Γκόλντσμπρο στην Telegraph.
Ο κίνδυνος, λοιπόν, να καταστραφούν και πάλι ιστορικά κειμήλια του Αφγανιστάν μοιάζει τρομερά οικείος. Τον Μάρτιο του 2001, δύο κολοσσιαία αγάλματα του Βούδα στην απομακρυσμένη κοιλάδα του Μπαμιάν, που «επιβίωσαν επί 1.500 χρόνια για να καταστραφούν από το σκοτάδι των Ταλιμπάν», όπως είχε πει στο Protagon ο Ομάρ Σουλτάν, διακεκριμένος αρχαιολόγος, μαθητής του Ανδρόνικου, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού του Αφγανιστάν και ο πρώτος πρεσβευτής της χώρας του στην Ελλάδα, κατεδαφίστηκαν τελικά και έγιναν συντρίμια, αφού δέχτηκαν πυρά από τανκς, αντιαεροπορικά πυροβόλα και ανατινάχτηκαν με δυναμίτη.
Το θέαμα μεταδόθηκε ζωντανά σε όλο τον κόσμο. Ηταν μια σκόπιμη πράξη πρόκλησης, πέντε ημέρες μετά από ένα ξαφνικό διάταγμα του Μουλά Μοχάμεντ Ομάρ, τότε ηγέτη των Ταλιμπάν, ότι όλα τα αρχαία αγάλματα του Αφγανιστάν πρέπει να καταστραφούν.
Το διάταγμα ήταν ακόμα πιο τρομακτικό γιατί ήταν απροσδόκητο. Καθώς η κυριαρχία των Ταλιμπάν στη χώρα είχε σταθεροποιηθεί στα τέλη του 20ου αιώνα, τον Ιούλιο του 1999 ο Ομάρ είχε δηλώσει: «Η κυβέρνηση θεωρεί τα αγάλματα του Μπαμιγιάν παράδειγμα πιθανής κύριας πηγής εισοδήματος για το Αφγανιστάν από διεθνείς επισκέπτες. Οι Ταλιμπάν δηλώνουν ότι το Μπαμιγιάν δεν θα καταστραφεί αλλά θα προστατευθεί».
Η ξαφνική οπισθοδρόμηση δύο χρόνια αργότερα είναι ένας λόγος για τον οποίο πολλοί στο Αφγανιστάν σήμερα ελάχιστα θα εμπιστευτούν την τελευταία δήλωση των Ταλιμπάν, τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, σχετικά με τη διατήρηση ιστορικών τεχνουργημάτων. Σύμφωνα με τον ιστότοπό τους, όλοι οι αξιωματούχοι είναι υποχρεωμένοι «να προστατεύουν, να παρακολουθούν και να διατηρούν» την κληρονομιά της χώρας. Η λεηλασία και η πώληση στη διεθνή μαύρη αγορά απαγορεύονται. Ποιος μπορεί, όμως, να αγνοήσει το μάθημα των τεράστιων αγαλμάτων του Βούδα στο Μπαμιγιάν;
Ενας από τους δύο τεράστιους Βούδες που ανατινάχτηκαν στο Μπαμιγιάν
Η Σουζάνα Γκόλντσμπρο ρωτάει τον Ραχίμι τι πιστεύει ότι θα κάνουν οι Ταλιμπάν μόλις μπουν στο Εθνικό Μουσείο. Ορισμένα τμήματα της συλλογής σίγουρα θα διατηρηθούν, σκέφτεται ο τωρινός διευθυντής του μουσείου, «αλλά ίσως εξακολουθούν να είναι αντίθετοι σε τεχνουργήματα που με ανθρώπινες μορφές όπως τα αγάλματα», λέει. Και αν αυτό ισχύει τότε μπορεί κανείς να υποθέσει τι θα κάνουν τόσο στα αρχαιολογικά αντικείμενα όσο και σε εκείνους που τα φροντίζουν…
Ο Φαχίμ Ραχίμι ζει τώρα με τον φόβο για τη ζωή του (όπως, άλλωστε, κάθε υπάλληλος της ηττημένης αφγανικής κυβέρνησης): «Μπορεί να θέλουν εκδίκηση, μπορεί να έρθουν και να μας σκοτώσουν», λέει στην Telegraph. Ωστόσο, διατηρεί κάποια ελπίδα: «Δεν έχω όπλο. Κανένας από το προσωπικό μου δεν έχει όπλα. Δεν έχω ρίξει ποτέ σφαίρα στη ζωή μου. Εκείνοι έχουν όπλα [οι Ταλιμπάν], έχουν τη δύναμη. Εάν προσπαθούν πραγματικά να σχηματίσουν κυβέρνηση, είναι ευθύνη τους να προστατεύσουν το Μουσείο».
Δεν είναι ο μόνος που ελπίζει ότι η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας θα σωθεί. Η Κόνστανς Γουίνταμ, μέλος του University College του Λονδίνου, που ειδικεύεται στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και την εθνική ανασυγκρότηση στο Αφγανιστάν μετά το 2001, επιβεβαίωσε, ότι η καταστροφή των αγαλμάτων του Βούδα δεν ήταν τυπική της στάσης των Ταλιμπάν στα αρχαία αντικείμενα.
«Τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας τους στο Αφγανιστάν», είπε τηλεφωνικά από το Σίδνεϊ, στην δημοσιογράφο της Telegraph, «ανέλαβαν πολύ δυνατά την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Υπήρχαν ποινές για ανθρώπους που λεηλατούσαν αντικείμενα από μουσεία».
Η Γουίνταμ πιστεύει ότι η αλλαγή της στάσης του Ομάρ και η καταστροφή των αγαλμάτων του Βούδα, οφειλόταν στην πίεση του ισλαμιστικού τρομοκρατικού δικτύου της Αλ Κάιντα, που γινόταν όλο και πιο ισχυρό: «Είχε όλα τα χαρακτηριστικά της Αλ Κάιντα … αυτή η μεγάλη θεαματική πράξη για ένα διεθνές κοινό».
Αντίθετα, οι Ταλιμπάν είναι παραδοσιακά μια ντόπια οργάνωση εστιασμένη στην τοπική παράδοση, εξηγεί η Γουίνταμ στην Telegraph. Δεν έχουν τη φυσική τάση να ανατινάζουν την ιστορία τους, λέει. Και πιστεύει ότι οι συνέπειες ενός τόσο εντυπωσιακού κτυπήματος -υπήρξε αναμφισβήτητα έναυσμα για την εισβολή των αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων στη χώρα- θα αποθαρρύνει τους Ταλιμπάν από παρόμοιες κινήσεις αυτή τη φορά: «Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρονται να κάνουν ξανά [κάτι παρόμοιο]», λέει στην Γκόλντσμπρο.
Ωστόσο για εκείνους, που είναι αφοσιωμένοι στη διατήρηση της ιστορίας της χώρας τους -και για τους Αφγανούς γενικά- η όποια αισιοδοξία και η ασφάλεια είναι έννοιες φανταστικές. Μια μέρα πριν μιλήσει τηλεφωνικά με τη βρετανή δημοσιογράφο, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του από το Μουσείο, ο Φαχίμ Ραχίμι έπεσε σε τρεις διαφορετικές ενέδρες. Και είδε περαστικούς να πέφτουν νεκροί μπροστά του από πυροβολισμούς: «Δεν κοιμήθηκα χθες το βράδυ», λέει. «Ολοι φοβούνται».