Τι μεσολάβησε στην Τουρκία και ο Ταγίπ Ερντογάν μεταβλήθηκε μέσα σε ένα χρόνο, από λαοφιλής ηγέτης και αναμορφωτής της οικονομίας σε «δικτάτορα»; Τα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού με το πάρκο Γκεζί και η αντιδημοκρατική αντιμετώπιση διαδηλωτών με αστυνομική βία, θα ήταν μια πρόχειρη και εύκολη απάντηση. Αυτό είδαμε εμείς στις τηλεοράσεις μας. Τι ήταν, όμως, αυτό που μεσολάβησε; Εκτός αν θεωρήσουμε ότι είναι επαρκής απάντηση, ότι ο Ερντογάν καβάλησε το καλάμι, επειδή συνήθισε στην εξουσία», ή «τρελάθηκε»…
Ας το πάρουμε αλλιώς τώρα. Αυτό που σίγουρα άλλαξε την τελευταία διετία, είναι η σχέση της Τουρκίας με την Ουάσινγκτον. Η αρχή έγινε, όταν ο Ερντογάν και ο Νταβούτογλου άρχισαν να φλερτάρουν με τους Παλαιστίνιους, για να καταλήξουν σε «υψηλές επαφές» με τη Χαμάς. Στο «λογαριασμό» πρέπει να προσθέσουμε και την ιστορία του «Μαβί Μαρμαρά», με το παιχνίδι εντυπώσεων που έκανε ο Τούρκος πρωθυπουργός κόντρα στο Ισραήλ, επιχειρώντας να αναδειχθεί σε ηγέτη του αραβικού κόσμου. Οι Αμερικανοί δεν το είδαν με καθόλου καλό μάτι και του το έδειξαν. Ο Ερντογάν δεν υποχώρησε, ενδεχομένως λόγω έπαρσης -αλλά και λόγω κακών υπολογισμών. Αυτό αποδείχθηκε λίγο αργότερα, όταν ξέσπασε η «αραβική άνοιξη» (που εκ των υστέρων, μάλλον πρέπει να αποκαλούμε «αραβική κρίση»). Οι Αμερικανοί φρόντισαν να κάνουν εγκαίρως μια περίεργη στροφή, παίρνοντας θέση υπέρ της αλλαγής καθεστώτων στην Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Τυνησία, με αποτέλεσμα οι φιλοδοξίες και οι σχεδιασμοί του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου να πέσουν στα βράχια. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, όμως, όταν κορυφώθηκε η κρίση στη Συρία.
Η Τουρκία ποντάρισε από την αρχή στους αντικαθεστωτικούς και διεκδίκησε ρυθμιστικό ρόλο στον εμφύλιο. Ο Ερντογάν πίστεψε ότι το στοίχημα θα του βγει, όταν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι έφτασαν στο σημείο να συζητούν επέμβαση για να ανατρέψουν το καθεστώς Άσαντ. Όμως, η ισχυρή παρέμβαση της Μόσχας και οι «χειρισμοί για διπλωματικό σεμινάριο» από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, άλλαξαν τον ρου των πραγμάτων. Ομπάμα και Πούτιν τα βρήκαν και ο Άσαντ έμεινε στη θέση του, ενώ ο εμφύλιος συνεχίζεται ακόμη. Η Τουρκία βρέθηκε, κατά τα φαινόμενα, για μια ακόμη φορά στη λάθος πλευρά. Τότε, ο Ερντογάν πίστεψε ότι του απέμενε το «χαρτί» του Ιράν. Ήταν συνομιλητής της Τεχεράνης -όταν η Δύση είχε κατεβάσει τα τηλέφωνα- και ήλπιζε σε ένα ρόλο «μεσάζοντα». Ούτε αυτό του βγήκε. Ακόμη ψάχνει να καταλάβει, πώς «ίσιωσαν» τα πράγματα ξαφνικά, μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν…
Ας κάνουμε τώρα μισό βήμα πίσω, για να δούμε τι στ' αλήθεια συνέβη στις χώρες της «αραβικής άνοιξης», τι παραλίγο να συμβεί στη Συρία και τι συνέβη στην Ουκρανία. Θα βρούμε έναν κοινό παρονομαστή: οι δυτικές κοινωνίες έχουν γίνει ευαίσθητες -ίσως και υπερευαίσθητες- στο άκουσμα και μόνο της είδησης (ή της «είδησης»), ότι ένας δικτάτορας σε κάποια μακρινή χώρα καταδυναστεύει ένα λαό. Αυτή η «ευαισθησία» μετατρέπεται εύκολα και γρήγορα σε οργή, όταν τα διεθνή τηλεοπτικά αρχίσουν να μεταδίδουν εικόνες από επεισόδια, καταγγελίες για αστυνομική βία και αριθμούς νεκρών διαδηλωτών. Ορισμένοι αναλυτές -θα μπορούσα να σας πω εύκολα και κανα δύο ονόματα σοβαρών Αμερικανών αναλυτών- επεσήμαναν με αφορμή την περίπτωση της Ουκρανίας, ότι οι δυτικές κοινωνίες «θολώνουν» και έχουν φτάσει στο σημείο να μην κοιτάζουν, ποιος ακριβώς κυνηγά ποιον σε μια πλατεία. Απαιτούν να σταματήσει η βία «χθες», με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να γνωρίζουν, ή να μπορούν να φανταστούν, τι σημαίνει μια ξαφνική αλλαγή εξουσίας σε μια μακρινή χώρα.
Δεν είμαι, ούτε θέλω να γίνω υπερασπιστής του Γιανουκόβιτς, ή του Ερντογάν, ή πολύ περισσότερο ενός Άσαντ, Μουμπάρακ ή Καντάφι. Όμως, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε σε αυτές τις περιπτώσεις, μοιάζει επαναλαμβανόμενη…
΄Οσο οι ανατροπές καθεστώτων συμβαίνουν μακριά μας, έχουμε την πολυτέλεια να τις σχολιάζουμε. Αν συμβούν στην διπλανή μας πόρτα, τότε καλό είναι να γνωρίζουμε από πριν, τι μπορεί να επακολουθήσει. Ο Ερντογάν δεν είναι άγιος. Αλλά επί μία δεκαετία και βάλε, υπήρξε παράγων σταθερότητας και ομαλότητας στα ελληνοτουρκικά. Δεν ξέχασε τις διεκδικήσεις, αλλά και δεν ξεπέρασε ποτέ το όριο… Τώρα, ορισμένοι φαντασιώνονται εδώ στην Αθήνα, ότι αυτοί που τον αντιπολιτεύονται είναι γνήσιοι δημοκράτες. Χμ… Θα το ξανασκεφτόμουν δύο και τρεις φορές. Θα θυμόμουν, για παράδειγμα, ότι τα Ίμια τα ζήσαμε επί Τσιλέρ -δηλαδή επί πρωθυπουργίας μιας κυρίας που εκπροσωπούσε το «κοσμικό» τουρκικό καθεστώς. Αυτό που ευθύνεται για κάμποσα πραξικοπήματα, τα αμέσως προηγούμενα από τον Ερντογάν χρόνια. Εκπρόσωποι των «κοσμικών» -που πήγαιναν πάντοτε αγκαλιά με τον στρατό- ήταν ξέρετε και εκείνοι που εισέβαλαν στην Κύπρο. Τώρα, ακόμη και μέσα στην αδιαμφισβήτητη έπαρση και στις ακρότητές του, ο Ερντογάν εμφανίζεται να συγκεντρώνει σαρωτικά ποσοστά -πάνω από 40%, στη χειρότερη περίπτωση. Αυτοί που τον αντιπολιτεύονται (μεταξύ των οποίων και ο εθνικιστής Μπαχτσελί που «συγγενεύει» με τους Γκρίζους Λύκους), δεν φτάνουν στα ποσοστά του, ούτε αν τους αθροίσουμε όλους μαζί.
Τι σημαίνει ακριβώς «περισσότερη δημοκρατία στην Τουρκία»; Είμαστε σίγουροι, ότι θέλουμε να φύγει ο Ερντογάν; Και πόσοι από εμάς έχουν σκεφθεί, τι σημαίνει αυτό που εύχονται;