Μιλούσα χθες το απόγευμα με έναν από τους πιο έμπειρους Έλληνες ανταποκριτές στις Βρυξέλλες. Όπως παρατήρησε, πολύ εύστοχα, αυτή είναι η 19η(!) κρίσιμη ή κρισιμότατη σύνοδος κορυφής της ΕΕ την τελευταία τετραετία της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτή η σύνοδος, που ξεκινά σε λίγες ώρες, είναι η “ώρα μηδέν” για την ευρωζώνη. Πιθανότατα, βρισκόμαστε πολύ κοντά, αλλά δεν αποκλείεται να μην προκύψουν αποφάσεις και να αναβληθούν αυτές για την αμέσως επόμενη – αρχές Ιουλίου.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, πλέον, τα λένε σχεδόν όλα έξω από τα δόντια: Η Μέρκελ διαμηνύει ότι καταφθάνει στις Βρυξέλλες αποφασισμένη να συγκρουστεί. Θέλει να επιβάλει τις απόψεις της, που συνοψίζονται στο δόγμα “πρώτα να διασφαλιστεί ο έλεγχος και η δυνατότητα παρέμβασης σε κρατικούς προϋπολογισμούς και μετά θα συζητήσουμε τί μπορούμε να κάνουμε για την ανάπτυξη”. Αισθάνεται ότι κρατά στα χέρια της τα ισχυρότερα χαρτιά. Η μία μετά την άλλη, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου μπαίνουν στη σειρά και καταθέτουν προσφυγές για βοήθεια από τον ευρω-μηχανισμό. Δηλαδή, ζητούν δανεικά που, κατά κύριο λόγο, διαθέτει η Γερμανία. Πολλοί – και όχι μόνο στην Ελλάδα – πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο οι Γερμανοί πάνε να κερδίσουν τον πόλεμο που δεν κατάφεραν να κερδίσουν με τα όπλα στην Ευρώπη.
Δηλαδή, αντιμετωπίζουν το αίτημα για αλληλεγγύη των υπολοίπων, σα να ήταν μία συνθηκολόγηση, όπου ο νικητής επιβάλει τους όρους του και ο ηττημένος τους αποδέχεται – θέλει δε θέλει. Υπάρχει και η άλλη ανάγνωση, ωστόσο. Αυτή που κάνει το Βερολίνο. Δηλαδή, ότι δεν πρόκειται για επιβολή επί των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά για διάσωση, με όρους «νοικοκυρέματος». Θεωρούν εμάς τους υπόλοιπους «μπαταχτσήδες» – περισσότερο από όλους τους Ελληνες – και έχουν μπει στη διαδικασία να μας διδάξουν, πως πρέπει να λειτουργεί ένα κράτος και μία οικονομία.
Ο Ολάντ είναι ο μοναδικός που μοιάζει (ακόμη) ικανός να πάει κόντρα στη λογική της Μέρκελ. Και, κατά τα φαινόμενα, έχει καταφέρει να την εκνευρίσει ιδιαίτερα. Εξελέγη πριν από ένα μήνα και «με το καλημέρα σας», αύξησε λιγάκι τον κατώτατο μισθό στη Γαλλία και κατέβασε το όριο συνταξιοδότησης από τα 62 στα 60. Εκανε, δηλαδή, όσα έλεγε προεκλογικά. Μόνο που, στο Βερολίνο, πολλοί πίστευσαν πως δεν τα πολυ-εννούσε και αιφνιδιάστηκαν.
Τώρα, ο Ολάντ ανθίσταται και στο κεντρικό ζήτημα της μετάβασης από τη σημερινή Ευρώπη στην Ευρώπη της ολοκλήρωσης, με κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες και εποπτεία στους κρατικούς προϋπολογισμούς, κοινό τραπεζικό σύστημα με εποπτεία και εγγύηση των καταθέσεων, αλλά και με ανάδειξη της ηγεσίας της ΕΕ (εκλεγμένου προέδρου και υπουργών αντί της Κομισιόν) από τους Ευρωπαίους πολίτες. O Ολάντ λέει: η Ευρώπη καταρρέει και χρειαζόμαστε καταπειγόντως ανάπτυξη. Γα να την έχουμε, μπορούμε να δεχθούμε την εποπτεία και τους αυστηρούς κανόνες της κυρίας Μέρκελ, αλλά ταυτόχρονα πρέπει και η Γερμανία να δεχθεί τα ευρωομόλογα – αν όχι τώρα, να δεχθεί ένα χρονοδιάγραμμα για την έκδοσή τους. Η Μέρκελ απαντά: τί δεν κατάλαβες Φρανσουά; εγώ δεν πρόκειται να βάλω τα ωραία μου ευρώ για καμία ανάπτυξη, εάν δεν βάλετε πρώτα εσείς τις υπογραφές σας, σε ένα ωραιότατο σύμφωνο σταθερότητας, που θα μου διασφαλίζει ότι στο εξής δε θα ξαναχρειαστεί να σας κάνω το παιδονόμο. Γιατί θα με έχετε αποδεχθεί όλοι σας, ως αστυνόμο!
Οι περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά στοιχίζονται ήδη πίσω από τη Μέρκελ, ενώ οι περισσότερες χώρες του νότου προσπαθούν να δώσουν κουράγιο στον Ολάντ (ή να κρυφτούν πίσω του).
Η Ελλάδα, εδώ και μερικές ώρες, αυτο-τοποθετείται στο μέτωπο του ευρωπαϊκού νότου με αρχηγό τον Ολάντ. Φυσικά, δε ρώτησε κανέναν, εάν είναι διατεθειμένος να ταυτιστεί μαζί μας και εάν θεωρεί ότι οι χώρες που τελούμε σε καθεστώς μνημονίων και τρόικας «είμαστε όλοι το ίδιο». Το πιθανότερο είναι ότι οι απαντήσεις που θα λαμβάναμε, δε θα μας άρεσαν καθόλου. Γιατί, σε αυτό το σημείο, συμβαίνει όλοι ανεξαιρέτως οι εταίροι μας – βόρειοι και νότιοι, Γερμανοί και Γάλλοι, δανειστές και δανειζόμενοι, Ευρωπαίοι αλλά και… Αμερικανοί – να συμφωνούν απολύτως σε ένα πράγμα: ότι, για να αποκτήσουμε εμείς οι Ελληνες το δικαίωμα να ελπίζουμε σε παραμονή στην ευρωζώνη, πρέπει επιτέλους να καταβάλουμε ως κράτος και ως κυβέρνηση μία προσπάθεια. Όχι την προσπάθεια που (αναγνωρίζουν ότι) καταβάλουμε εμείς οι πολίτες – κυρίως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, που ως εύκολα θύματα πληρώνουμε φόρους μέχρι τρέλας και βλέπουμε το εισόδημά μας να πετσοκόβεται, ή τις δουλειές μας να χάνονται. Αλλά την προσπάθεια που αναλογεί στην κυβέρνηση και στο κράτος: να γίνει έστω μία ιδιωτικοποίηση – να κλείσει έστω ένας άχρηστος δημόσιος οργανισμός – να απολυθεί έστω ένας δημόσιος υπάλληλος (εκτός εάν πιστεύουμε στα σοβαρά ότι… δεν περισσεύει κανένας) – να χτυπηθεί έστω μία από τις ομάδες που διατηρούν την ασυλία της φοροδιαφυγής.
Η διαφορά μας από όλες τις άλλες χώρες, που φαντασιωνόμαστε ότι ανήκουμε μαζί τους, είναι ότι στην Ελλάδα δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα από τα παραπάνω. Φαντασιωνόμαστε, ότι τάχα θα παίξουμε κάποιο ρόλο στην κρισιμότερη μάχη, βαδίζοντας αμέριμνοι και παρακολουθώντας από μακριά τις εχθροπραξίες. Πιστεύουμε στα σοβαρά, ότι θα κάνει την παραμικρή διαφορά αν πάει στις Βρυξέλλες ο Σαμαράς αντί του Παπούλια, αν θα συνοδεύεται ή όχι από τους Βενιζέλο – Κουβέλη, ή αν θα πάει μεθαύριο ο Τσίπρας να το παίξει σκληρός διαπραγματευτής; Γιατί δε ρωτάμε την Ισπανία, ή την Πορτογαλία, ή την Ιρλανδία – να μην πω και την Κύπρο – εάν θεωρούν ότι βρισκόμαστε μαζί τους, στην ίδια κατάσταση; Δηλαδή, τα δικά τους μνημόνια «βγαίνουν» και μόνο το δικό μας χρειάζεται «επαναδιαπραγμάτευση»; Και δεν είναι ολοφάνερο, ότι η υλοποίηση (τουλάχιστον ορισμένων) από τις δεσμεύσεις, αποτελεί προϋπόθεση και κομμάτι μίας πιθανής, μελλοντικής επαναδιαπραγμάτευσης;
Η ταυρομαχία άρχισε. Ο ταύρος έχει μπει μαινόμενος στην αρένα και οι ταυρομάχοι παίρνουν τις θέσεις τους για να τον αντιμετωπίσουν. Από την έκβαση της μάχης, θα κριθεί και η δική μας επιβίωση. Εμείς, όμως, παριστάνουμε τους θεατές.