Αν ο νέο-ναζί, ο ρατσιστής, ο Χρυσαυγίτης, είναι ο άνθρωπος της «διπλανής σας πόρτας», αν είναι ο συνάδελφος ή ο γείτονας με τον οποίο πρέπει από κοινού να διαχειριστείτε την καθημερινότητά σας, ποια είναι η στάση σας, ποια είναι τα αισθήματα ανοχής που έχετε, δεν έχετε ή πρέπει να έχετε απέναντί του/της; Το ερώτημα αυτό δεν είναι ατομικό, είναι βαθύτατα πολιτικό και απασχολεί πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Πρόσφατα το θέμα ήρθε στην επικαιρότητα στο Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά επίσης το ίδιο θέμα απασχολεί τη Γερμανία. Στο Στρασβούργο, στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Ιταλίδα βουλευτής (του κόμματος Μπερλουσκόνι) Φιάμμα Νιρενστάιν έθεσε ζήτημα αποκλεισμού δύο συναδέλφων της, της Ελληνίδας κ. Ελ.Ζαρούλια από τη Χρυσή Αυγή και του Ούγγρου Ταμάς Γκάουντι Νάγκυ από το κόμμα Jobbik. Υποστηρίζοντας ότι αμφότεροι ανήκουν σε «ρατσιστικά και αντι-σημιτικά κόμματα», οι αξίες των οποίων βρίσκονται σε σύγκρουση με τα ιδανικά και τις αρχές του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Ιταλίδα βουλευτής ζήτησε να ακυρωθούν οι διαπιστεύσεις τους από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του ευρωπαϊκού οργανισμού. Με την υποστήριξη 10 βουλευτών από 5 διαφορετικές χώρες, η κ.Νιρενστάιν κατήγγειλε ότι η κ.Ζαρούλια εντός του ελληνικού Κοινοβουλίου είχε αναφερθεί στους μετανάστες ως « υπάνθρωπους, που δεν έχουν φορέσει το χακί και εισβάλλουν στην Ελλάδα με τις κάθε λογής αρρώστιες που κουβαλάνε». Αντιστοίχως είχε, επίσης, καταγγείλει ότι ο κ.Νάγκυ είχε υποστηρίξει στο Κοινοβούλιο της Ουγγαρίας πως «πρέπει να συνταχθεί μια λίστα Εβραίων, επειδή συνιστούν απειλή στη δημόσια ασφάλεια κι επειδή εκμεταλλεύονται το Ολοκαύτωμα για να ηγεμονεύσουν στον κόσμο».
Η έγερση του θέματος προκάλεσε συζήτηση στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου υποστηρίχθηκε ότι δεν είναι δουλειά του οργανισμού να κρίνει «αν οι Ούγγροι ή οι Έλληνες ψήφισαν σωστά ή εσφαλμένα», όπως είπε χαρακτηριστικά ο Γάλλος Πρόεδρος Ζ.Κ.Μινιόν και τελικά η αρμόδια επιτροπή απέρριψε το αίτημα. Με την αυστηρή πρόσθετη διευκρίνιση πως «η απόφαση αυτή δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως έκφραση υποστήριξης ή αναγνώρισης, έστω και εμμέσως, της δράσης, των ιδεωδών, των πράξεων ή των πολιτικών τους θέσεων, που η Κοινοβουλευτική Συνέλευση καταγγέλλει κατά τα 63 έτη ύπαρξής της».
Ανάλογο θέμα έχει εγερθεί στη Γερμανία, όπου βρίσκεται υπό συζήτηση το αίτημα όλων των κρατιδίων να απαγορευθεί η δράση του νέο-ναζιστικού κόμματος NPD, που υποστηρίζει ότι το Σύνταγμα της χώρας «υπαγορεύθηκε από τις δυτικές δυνάμεις έπειτα από τον Β΄Παγκόμσιο πόλεμο». Το ίδιο αίτημα προς το Συνταγματικό δικαστήριο είχε υποβληθεί το 2003 και είχε απορριφθεί, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι είχαν διεισδύσει στο κόμμα πολλοί πράκτορες και πληροφοριοδότες και άρα δεν ήταν σαφές αν το αποδεικτικό υλικό ήταν αυθεντικό ή παραποιημένο.
Η απαγόρευση λειτουργίας του ακροδεξιού κόμματος βρίσκεται «στην κόψη του ξυραφιού», λένε σήμερα αναλυτές, καθώς αν επαναληφθεί απορριπτική απόφαση του δικαστηρίου (επειδή δεν θα υπάρχει επαρκές αποδεικτικό υλικό) ο αντίκτυπος θα είναι πολύ ηχηρός. «Η ύπαρξη ενός αντι-δημοκρατικού προγράμματος προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης», επισημαίνεται και τονίζεται πως «μόνον αν υπάρξουν μαρτυρίες πως το κόμμα οργανώνει την ανατροπή της δημοκρατικής τάξης στη χώρα, μπορεί να υποστεί την απαγόρευση της λειτουργίας του».
Το 2011 στη Γερμανία απαγορεύθηκε η λειτουργία της οργάνωσης HNG που συνέδραμε τους ακροδεξιούς φυλακισμένους και τις οικογένειές τους, δοξάζοντας τον εθνικο-σοσιαλισμό για να διατηρεί την επιρροή της αλλά και να συντηρεί τις πεποιθήσεις των προστατευομένων της. Η οργάνωση έκλεισε μετά από έφοδο της αστυνομίας σε γραφεία της σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, από όπου συγκεντρώθηκε υλικό που αποδείκνυε μια επιθετική στάση εναντίον της «ελεύθερης, δημοκρατικής τάξης».
Για το ίδιο θέμα, το 2007 ο Ιταλός επίτροπος Φρ.Φραττίνι (του κόμματος Μπερλουσκόνι επίσης) είχε υποστηρίξει την ιδέα απαγόρευσης της λειτουργίας του NPD, «ως αντίδραση αλλά και ως πρόληψη», όμως η Γερμανίδα Καγκελάριος σήμερα διστάζει μπρος στον πολλαπλασιαστικό απόηχο που μπορεί να έχει η απόρριψη του αιτήματος.
Εξάλλου, υπενθυμίζεται σχετικά, τον Φεβρουάριο του 2000, οι 14 της Ε.Ε. είχαν επιβάλει κυρώσεις στον 15ο εταίρο, την Αυστρία, καθώς είχε συγκροτηθεί μια κυβέρνηση συμμαχίας από το συντηρητικό και το
ακροδεξιό κόμμα (του Γ.Χάιντερ). Αντιδρώντας στον νεοναζιστή πολιτικό, που εξυμνούσε τον ρόλο των SS και την «πολιτική απασχόλησης» του Γ΄Ράιχ, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θέλησαν να κρατήσουν αποστάσεις δημιουργώντας έναν κλοιό απομόνωσης γύρω από την Αυστρία.
Οι οπαδοί και οι πολέμιοι των κυρώσεων είχαν τότε αμφότεροι επικαλεστεί τις «δημοκρατικές αρχές». Οι μεν υποστήριζαν ότι είναι «οι κοινές μας αρχές που μας επιβάλλουν να τηρήσουμε αποστάσεις από τις προσβλητικές και ρατσιστικές θεωρίες του Χάιντερ», οι δε αντέτειναν ότι οι κυρώσεις συγκρούονται με «το θεμελιώδες δικαίωμα της κάθε δημοκρατίας να αποφασίζει ελεύθερα τις ηγεσίες της».
Στην πραγματικότητα, οι διώξεις και οι διακρίσεις εναντίον των μεταναστών αποτελούν μέρος της καθημερινότητας στην Ε.Ε. Η ακροδεξιά κουλτούρα αξιοποίησε τη συγκυρία της κρίσης, αφενός στρέφοντας την οργή και τον θυμό μιας κοινωνίας που δοκιμάζεται προς τις πιο αδύναμες, ευάλωτες και ανυπεράσπιστες ομάδες, τους μετανάστες, και αφετέρου καλύπτοντας το κενό που δημιουργείται σε ένα πολιτικό σύστημα που αποδομείται.
Κι αν οι κυρώσεις που επέβαλε το 2000 η Ε.Ε στην Αυστρία είχαν αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, καθώς το κόμμα του Χάιντερ κατρακύλησε στις επόμενες εκλογές (από το 27% στο 10%) αλλά στις μεθεπόμενες ξανανέβηκε, το βέβαιο είναι ότι εκείνη η κυβερνητική συμμαχία έφερε ένα νέο ποιοτικά στοιχείο στην ευρωπαϊκή πολιτική: έσπασε ένα ταμπού κι έκανε την ακροδεξιά κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτή.