Στις αρχές του 1961 ο Αδόλφος Άιχμαν, κρατούμενος στην Ιερουσαλήμ περιμένοντας τη δίκη του, γίνεται αποδέκτης ενός απρόσμενου δώρου από τον φρουρό της φυλακής. Πρόκειται για ένα αντίτυπο της Λολίτας του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ που είχε εκδοθεί λίγους μήνες πριν. «Για ψυχαγωγία», εξηγεί ο φύλακας στον κρατούμενο καθώς του δίνει το βιβλίο. Δύο μέρες αργότερα ο Άιχμαν επιστρέφει το μυθιστόρημα φανερά αναστατωμένος, χαρακτηρίζοντάς το «Απεχθές!».
Δεν μάθαμε ποτέ τι ακριβώς ήταν αυτό που τόσο αναστάτωσε τον Άιχμαν στην ιστορία της Λολίτας, αλλά ούτε και τους λόγους για τους οποίους ο φρουρός αποφάσισε να του δωρίσει το αμφιλεγόμενο βιβλίο. Τι θα μπορούσε αλήθεια να προκαλέσει αναστάτωση στον άνθρωπο που υπήρξε υπεύθυνος για την οργάνωση της μεταφοράς αμέτρητων αθώων παιδιών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ήταν η ερωτική σχέση του μυθιστορηματικού ήρωα με τη νεαρή Λολίτα, ή μήπως απλά το γεγονός ότι ο ναζί αναγνώρισε μέρος του εαυτού του στην ιστορία του διαταραγμένου δολοφόνου που ενώ βρίσκεται στη φυλακή αναμένοντας τη δίκη του, γράφει τα απομνημονεύματά του–ακριβώς δηλαδή αυτό που έκανε και ο Άιχμαν εκείνη τη χρονική στιγμή;
Και ποια ήταν τα κίνητρα του φρουρού; Θέλησε απλά να δει πώς θα αντιδρούσε στην ιστορία που έθετε σε δοκιμασία τα ήθη της εποχής, ένας πραγματικός δολοφόνος; Ή μήπως ήθελε να βασανίσει τον Άιχμαν υπενθυμίζοντάς του τη μοίρα που τον περίμενε μετά τη δικαστική απόφαση;
Όσες υποθέσεις κι αν κάνουμε, δεν θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια. Άλλωστε αυτό που έχει σημασία, γράφει η Χάνα Άρεντ στην Κοινοτοπία του Κακού, είναι ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να αρέσει το αριστούργημα του Ναμπόκοφ στον Άιχμαν, αφού ο δολοφόνος αρχιναζί δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει, ούτε αυτό, ούτε οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό βιβλίο. Ο Άιχμαν, δεν μπορούσε να κατανοήσει τίποτα που έχει να κάνει με ανθρώπινες σχέσεις και συναισθήματα. Αδυνατούσε να μπει στη θέση οποιουδήποτε άλλου, και να «συναισθανθεί» τον τρόπο σκέψης του. Σύμφωνα με την Άρεντ, η απουσία σκέψης δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι κάποιος είναι ανίκανος να τελέσει μαθηματικές πράξεις ή να γίνει κάτοχος διαφόρων πληροφοριών, σημαίνει όμως ότι δεν μπορεί να δείξει ενσυναίσθηση και συνεπώς ότι δεν έχει την ικανότητα να μετέχει στον κοινό νου.
Άνθρωποι σαν τον Άιχμαν είναι ανίκανοι να εκφραστούν ολοκληρωμένα, γι' αυτό και επαναλαμβάνουν διαρκώς τα ίδια–ώσπου να γίνουν κλισέ. Αυτή ακριβώς η «αναπηρία» και η δυσκολία να καταλάβουν και να εκφράσουν οτιδήποτε αυθεντικό, τους τοποθετεί συχνά στην θέση του οπαδού που έχει άμεση ανάγκη την καθοδήγηση κάποιου αρχηγού που αναλαμβάνει να τους εξηγήσει πώς λειτουργεί ο κόσμος, συνήθως σύμφωνα με τις παράλογες, ανιστόρητες, και βαθιά διαταραγμένες απόψεις του. Αυτό ίσχυε για τους οπαδούς του Χίτλερ, αυτό ισχύει και για τους οπαδούς ξένων κι εγχώριων φασιστικών οργανώσεων.
Ναι, υπάρχουν πολλοί που ακολουθούν και ψηφίζουν τέτοιες ακραίες ομάδες λόγω ελλιπούς παιδείας, ή γιατί τους υποκινεί η επιθυμία να εκδικηθούν με βίαιο τρόπο όσους θεωρούν πως τους έχουν κοινωνικά αδικήσει, ή γιατί προσπαθούν να ικανοποιήσουν άμεσα προσωπικά συμφέροντα. Ο στενός κύκλος ωστόσο των ναζιστικών ομάδων αποτελείται από ανθρώπους που αδυνατούν να σκεφτούν, να νιώσουν, να κατανοήσουν, ανθρώπους που ορίζουν τον κόσμο μέσα από εξαιρετικά απλοϊκά σχήματα καλού-κακού αφού μόνο αυτά καταφέρνουν ν' αντιληφθούν. Η καθοδήγηση που αναζητούν προκειμένου να υποκαταστήσουν όλες αυτές τις αδυναμίες έρχεται συνήθως υπό τη μορφή ενός λόγου ξύλινου, αποσπασματικού, φανατικού–ενός λόγου αφασικού, σαν αυτόν που ακούγεται πλέον καθημερινά στη Βουλή των Ελλήνων.