Κάπου 76.000 Εβραίοι απελάθηκαν από τη Γαλλία στη διάρκεια του Β ΄Παγκόσμιου πολέμου – συγκεντρώθηκαν από τις αρχές της κυβέρνησης Πετέν, παραδόθηκαν στις γερμανικές αρχές και οδηγήθηκαν στα κρεματόρια. Στο υπουργικό συμβούλιο που αποφάσισε την επιχείρηση, η κυβέρνηση Πετέν υπερέβη των γερμανικών εντολών και συνελήφθησαν τα παιδιά μαζί με τους γονείς, σε μιαν ακραία υλοποίηση της εξολόθρευσης. Η αρχή έγινε στο Παρίσι, όπου τον Ιούλιο του ΄42, 12.000 Εβραίοι συγκεντρώθηκαν από τις γαλλικές αρχές στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο (Vel d'Hiv) και παραδόθηκαν – εν δόξη και τιμή – στις γερμανικές αρχές. Το θέμα της κυβέρνησης Βισί και της εξολόθρευσης των Εβραίων είναι ένα θέμα ταμπού για τη μεταπολεμική Γαλλία.
Ο Φρανσουά Μιττεράν είχε αναφερθεί σε κείνη την επονείδιστη ιστορία ως μια «παρένθεση» στην ιστορία της «πραγματικής και δημοκρατικής Γαλλίας», ενώ ο Ζακ Σιράκ – το 1995 – αναγνώρισε ότι η εξολόθρευση των Εβραίων ήταν μια κρατική πολιτική. Η επιτροπή Ματτεολί που ακολούθησε, κατέγραψε – το 1997 – τη δήμευση της εβραϊκής περιουσίας και μόλις πρόσφατα ο πρόεδρος Ολάντ, δημοσίως, ομολόγησε ότι «το έγκλημα αυτό συνέβη στη Γαλλία από τη Γαλλία. Κανένας Γερμανός στρατιώτης δεν χρησιμοποιήθηκε σ΄αυτό», τόνισε και διατύπωσε επισήμως το mea culpa της Γαλλίας και τις ευχαριστίες της χώρας στους Γάλλους πατριώτες που προσφέρθηκαν τότε να σώσουν Εβραίους διωκόμενους.
Η ευαίσθητη αυτή ιστορία, που κουκουλώθηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο της Γαλλίας, έμεινε άγνωστη – δύο στους τρεις Γάλλους αγνοούν την ιστορία του Vel d'Hiv, έδειξε μια πρόσφατη δημοσκόπηση – ενώ μια έκθεση στο Μουσείο Ολοκαυτώματος του Παρισιού ερεθίζει την κοινωνική συνείδηση.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι πριν από τον εκτοπισμό, επί μια διετία, η γαλλική κοινωνία παρακολουθούσε παθητικά την κρατική πολιτική μείωσης και περιορισμού των Εβραίων, την οικονομική και ψυχολογική τρομοκρατία που τους ασκούσε η κυβέρνηση του Βισί. Όπως αναφέρεται σε σχετική ανταπόκριση (Guardian), μια αφίσα στο Μετρό του Παρισιού έγινε πεδίο μιας «πολεμικής ανταλλαγής συνθημάτων». Δυο άνθρωποι – που χαζεύουν την κίνηση του δρόμου, από το τζάμι ενός μαγαζιού – του διάσημου καταστήματος υποδημάτων «André», όπου ευδιάκριτη φαίνεται η επισήμανση «εβραϊκή επιχείρηση», είναι το πεδίο της φραστικής αντιπαράθεσης.
Η ανταπόκριση σημειώνει ότι κυρίαρχη είναι η τάση μείωσης και σχετικοποίησης των ευθυνών του γαλλικού κράτους – «μην ξεχνάτε ότι η Γαλλία ήταν κατεχόμενη χώρα», είναι το σύνθημα που επανέρχεται στους τοίχους του παρισινού μετρό. Οι συντάκτες των μηνυμάτων – επίσης επιθετικά – κάνουν ένα ιστορικό άλμα και υπογραμμίζουν ότι η εξολόθρευση είναι «παρόμοια με την εξολόθρευση των Παλαιστίνιων από τους Εβραίους».
Ο πρόεδρος Ολάντ, σε μια επετειακή εκδήλωση, υπογράμμισε πως «θα αγωνιστεί κατά της λήθης» και ότι «η μνήμη του εκτοπισμού θα πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία και να μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά», τόνισε, μολονότι πολλοί δάσκαλοι σχολειών των προαστίων του Παρισιού διαμαρτύρονται ότι δεν μπορούν να διδάξουν το συγκεκριμένο κεφάλαιο, εξαιτίας της αντίδρασης μαθητών και γονιών. «Δεν θα υπάρχει στη γαλλική Δημοκρατία χαμένη μνήμη», είπε ο Ολάντ.
Τα γκράφιτι του παρισινού μετρό δείχνουν ωστόσο, πόσο δύσκολη είναι η αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης, όταν αυτή διαστρεβλώθηκε και παραποιήθηκε, επί σειρά ετών. Η ευθυκρισία, η παρρησία και η δημόσια παραδοχή, είναι μια επώδυνη διαδικασία που αγγίζει λεπτές χορδές του υποσυνείδητου και απαιτεί μια συλλογική και μεθοδική δουλειά. Η οποία, στις μέρες της κρίσης και της κοινωνικής αναταραχής, στις συνθήκες διάχυσης του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς ρητορείας, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Θυμηθείτε πόσο δύσκολη είναι – στα καθ' ημάς – η συζήτηση για το αν υπήρξε ή δεν υπήρξε το Κρυφό Σχολειό.