Η «κόπωση της Κρίσης» είναι το σύμπτωμα που μελετούν οι πολιτικοί αναλυτές ανά την Ευρώπη, υποστηρίζοντας ότι αυτό εκδηλώνεται (συνήθως) τον δεύτερο χρόνο στην άσκηση μιας πολιτικής λιτότητας. Η ανεργία του 20% στην Ισπανία, του 10% στη Γαλλία, του 13.6% στην Ιρλανδία,, του 9.4% στην Πολωνία και του 11% στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με προγράμματα που προβλέπουν περικοπές των δημοσίων δαπανών, των μισθών, των επιδομάτων και των συντάξεων, αυξήσεις των φόρων, των εφάπαξ καταβολών και των δασμών, αναθεωρήσεις στις νομοθεσίες προς την κατεύθυνση ενός σκληρού εργασιακού πλαισίου, δημιουργούν ένα βαρύ περιβάλλον. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες στενάζουν και δυσφορούν. Διαδηλώσεις, απεργίες και πορείες οργανώνονται σε κάθε άκρη της ηπείρου, μολονότι «όλοι γνωρίζουμε απολύτως, πως οι αντιδράσεις μας είναι μάχες οπισθοφυλακής» – πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα;
Στην Ελλάδα έχουμε βουτηχτεί στην κατήφεια της ιδιαιτερότητάς μας, όμως το πρόβλημα σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό επίπεδο εκκίνησης, είναι παρόν και δύσπεπτο σε όλη την ήπειρο. Εκατοντάδες αναλύσεις διαπιστώνουν ότι τα αυστηρά δημοσιονομικά προγράμματα επιταχύνουν την καθοδική πορεία εθνικών κυβερνήσεων και παραπέμπουν στις περιπτώσεις της Ουγγαρίας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, ενδεχομένως της Ισπανίας και της Γαλλίας, όπου η φθορά των κυβερνήσεων εμπεδώνεται σε αναλογία με την εφαρμογή των σκληρών μέτρων. Τα διάδοχα σχήματα δεν μπορούν ωστόσο να δραπετεύσουν από το αδήριτο πλαίσιο και το σπιράλ συνεχίζεται…
Οι κοινωνικές αντιδράσεις είναι έντονες – στην Ισπανία, για πρώτη φορά στα τελευταία οχτώ χρόνια, οργανώθηκε γενική απεργία. Η απεργία νέκρωσε τη Γαλλία τις προάλλες, ενώ στην Ελλάδα δεκάδες επιμέρους απεργίες γεμίζουν την καθημερινότητά μας. Ωστόσο, και σε αυτόν τον τομέα βλέπουμε ότι η εθνική κουλτούρα διαφοροποιεί τις αντιδράσεις – ο «εθνικός συνδικαλιστής» της Ιρλανδίας Τζακ Ο΄Κόννορ δήλωσε τις προάλλες την αντίθεσή του σε παρατεταμένες απεργίες, γιατί «αυτές υπονομεύουν την αξιοπιστία των κρατικών ομολόγων». Ο ΓΓ των ευρωπαϊκών συνδικάτων Τζον Μόνκς επέκρινε τις προάλλες τις κυβερνήσεις – «σκοτώνουν την οικονομία με τα προγράμματα λιτότητας» είπε – και αντιπρότεινε χαλάρωση των μέτρων ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται αύξηση του χρέους, καθώς το πάγωμα των μισθών οδηγεί σε μείωση της ζήτησης. Συγχρόνως όμως υπογράμμισε, πως απαιτείται μια αναθεώρηση του συνταξιοδοτικού συστήματος και ζήτησε κίνητρα για την επιμήκυνση του συνταξιοδοτικού ορίου.
Οι πάντες αναγνωρίζουν σήμερα πως η κοινωνική δυσφορία μπορεί τελικά να ανακόψει την εφαρμογή των διαρθρωτικών προγραμμάτων – «η κοινωνική αντίδραση αλλάζει το κλίμα της σκέψης στην Ευρώπη, κάνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όλο και πιο δύσκολες, ενώ απειλεί τη σταθερότητα, ακόμη και την επιβίωση, του ευρω» σημειώνεται χαρακτηριστικά. Οι προτάσεις Μόντι εξάλλου (που προβλέπουν απελευθέρωση των υπηρεσιών και του τομέα της ενέργειας, προκειμένου να συμπληρωθεί η ενιαία αγορά και να δοθεί νέα ώθηση στη λειτουργία της οικονομίας) προκαλούν τριβές στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου οι (συνταξιοδοτικές και φορολογικές αντιστοίχως) μεταρρυθμίσεις έχουν ξεσηκώσει θύελλα.
Στις Σκανδιναβικές χώρες, όπου η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε ο βασικός πυλώνας διαμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, την τελευταία πενταετία έχει εδραιώσει την πολιτική της ηγεμονία η δεξιά. Η υποχώρηση του «κοινωνικού κράτους» (που υπήρξε το σύμβολο των σοσιαλιστικών κομμάτων) παρέσυρε σε συνολική υποχώρηση τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα και η λαϊκιστική ρητορεία, που προσφέρει εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα, αποκτά όλο και μεγαλύτερα ερείσματα. «Τα σοσιαλιστικά κόμματα αντί να γίνουν το καταφύγιο των θυμάτων των κρίσης, έγιναν τα ίδια θύματα της κρίσης» παρατηρεί ο πολιτικός αναλυτής Λ.Μπουβέ.
Πού θα οδηγηθούν οι εξελίξεις, είναι το «ερώτημα του ενός δις δολλαρίων». Ο Λουξεμβούργιος πρωθυπουργός Ζ.Κ.Γιούνκερ, με την ευθικρισία που τον διακρίνει, έχει πεί μια φράση που έμεινε ιστορική και διαχρονικά επίκαιρη: «όλοι ξέρουμε, τι πρέπει να κάνουμε» είχε σημειώσει. «Όμως, δεν ξέρουμε πώς θα επανεκλεγούμε, αν κάνουμε αυτά που γνωρίζουμε ότι πρέπει να κάνουμε»…