Πρόσκληση σε ελληνικό ταβερνείο στο βόρειο Λονδίνο. «Θα είμαστε γύρω στα 15 άτομα, έλα!». 15 ακούω και το ποδοβολητό του μυαλού μου προειδοποιεί με ένα τεράστιο κατακόκκινο STOP! Η αλήθεια είναι ότι είχα τραυματικές εμπειρίες σε μαζώξεις απόδημου ελληνισμού. Η αφετηρία πανηγυρική και στο τέρμα εμφύλιος πόλεμος! Και πάντα αυτή η ανεκδιήγητη ατάκα «τα μυαλά φεύγουν έξω, πέθανε η Ελλάδα». Και μέσα μου αλλεπάλληλοι μικροί θάνατοι. Είπα το "ναι" ευελπιστώντας σε μια ευχάριστη, αυγουστιάτικη καλοκαιρινή βραδιά. Αλί, ο χάρος βγήκε παγανιά και ξέχασα και το αλεξίσφαιρο σπίτι!
Η σύνθεση της παρέας προκλητική, ηλικίες 25-45 (αντιλαμβάνεστε τη σύγκρουση των γενεών), καλλιτέχνες, σερβιτόροι, γιατροί, αρχιτέκτονες, ακαδημαϊκοί. Ωραία, λέω, μοίρασμα εμπειριών! Με τον πολλαπλασιασμό του τσιπουρακίου, μπαμ, εκτοξεύεται η πρώτη βόμβα! «Εντάξει ρε, ξόφλησε η Ελλαδίτσα, ποιος μένει πια εκεί, τίποτα ταλαιπωρημένοι που δεν έχουν και τα κότσια να την κάνουν!». Ε, ρε και δεν έχω ούτε βαρβιτουρικά! Κάνε διαλογισμό, λέω στον εαυτό μου, συγκρατήσου! Ανταλλάσσουμε βλέμματα εμείς που ζούμε εδώ από 8χρονο και πάνω, σιωπηλοί. Προς το παρόν. Τα κότσια τα είχαν οι δικοί σου «παλικαρά», που ποιος ξέρει πόσες δουλειές κάναν οι άνθρωποι για να καλύψουν σπουδές 16 χιλιάδων λιρών για την πρόοδο του κανακάρη τους. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες για το τι επακολούθησε. Ελλάδα-Αγγλία, τελικός παγκοσμίου κυπέλλου ή μάλλον παν-γαλαξιακού! Εγώ κυρία, σσσ…
Η δεύτερη βόμβα ήταν πυρηνική! «Καλά, ήρθες εδώ για να γίνεις σερβιτόρος; Ας έμενες στην Ελλάδα, αν και οι Πακιστανοί θα μας πάρουν και αυτές τις δουλειές χαχαχα!». Ένσταση, κύριε δικαστά! Έλεος, ήμαρτον, σταματήστε τον βέβηλο! Δεν έχω και κάποιον επιθετικό προσδιορισμό εύκαιρο, μου ‘ρχεται στο νου το ποντιακό βλέμμα της γιαγιάς μου, καλή της ώρα εκεί που είναι, «Αφορισμέντζο, δέβα χαθ απαδακά!». Αφορισμός, μηδενισμός, ηττοπάθεια, τα καλά «μυαλά» του εξωτερικού και η λήθη, η ματαιοδοξία και το ανυπέρβλητο μίσος που τους έχει ζώσει για την πατρίδα. Ουδείς πιο αγνώμων του ευεργετηθέντος. Ο σερβιτόρος δουλεύει σε 2 bar και βοηθάει την οικογένειά του, τους «ταλαιπωρημένους» εκεί κάτω, δε χορεύει τσιφτετέλι στον ιδρώτα των γονιών του! Φτάνει πια με τα «καλά» μυαλά, πού πήγαν οι καλοί άνθρωποι, η ευγνωμοσύνη, οι διδαχές των γεροντότερων; Όλα στην πυρά λοιπόν, για να ξορκίσουμε τι; Tο εγώ μας; Την ανυπόταχτη ανθρώπινη φύση που μόλις παραλάβει οποιαδήποτε μορφή «εξουσίας» φυλακίζει ό,τι την ορίζει;
Ναι, η Ελλάδα επουλώνει πληγές ανοίγοντας ταυτόχρονα και άλλες. Η Ελλάδα όμως είμαστε όλοι εμείς. Είναι οι γονείς σου, οι πρόγονοί σου, φίλοι σου, οι «ταλαιπωρημένοι» που άφησες πίσω, αγαπητέ Βρικόλακα των Ταβερνείων. Και η πατρίδα που πάντα θα γυρνάς το καλοκαίρι και ας σου προσφέρουν φτηνότερα πακέτα διακοπών. «Ό,τι είμαι το χρωστάω στην καταγωγή μου, στο ταπεινό μου το χωριό. Εκείνο μ' έστειλε στους αγώνες. Δεν το πρόδωσα ποτέ». Ακούς;