Επί πολλές δεκαετίες, από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έως και πριν από μερικά χρόνια, πάρα πολλοί επιφανείς Αμερικανοί, βλέποντας αφ’ υψηλού τους άλλους λαούς, διερωτώνταν: «Πότε θα γίνουν σαν εμάς; Πότε θα ωριμάσουν οι Ιάπωνες και θα αντιληφθούν ότι πρέπει να ανοίξουν την οικονομία τους; Πότε θα εγκαταλείψουν οι χώρες της ΝΑ Ασίας τον καπιταλισμό της διαπλοκής; Πότε θα μειώσουν οι Γάλλοι τις ημέρες διακοπών;», γράφει σε κείμενό του ο Σάιμον Κούπερ των Financial Times.
Μετά τον πόλεμο διαμορφώθηκε, διαδόθηκε και τελικά επικράτησε η άποψη πως η τέλεια κοινωνία ήταν η αμερικανική και αρκετοί ξένοι ηγέτες την ενστερνίστηκαν. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, για παράδειγμα, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της ούτως ώστε να «αμερικανοποιήσει» τη Βρετανία, υπενθυμίζει ο βρετανός αρθρογράφος.
Πλέον, όμως, συμβαίνει κάτι αναπάντεχο καθώς είναι οι ΗΠΑ αυτές που επιδιώκουν να μοιάσουν στην Ευρώπη. «Σημαντικό κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας εξευρωπαΐζεται. Ο Τζο Μπάιντεν πραγματοποιεί βήματα με στόχο να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε κάτι που θα μοιάζει με μία ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Αντί να απομακρύνονται, όπως υπέθεταν πολλοί Ευρωπαίοι, οι δύο ακτές του Ατλαντικού εξελίσσονται μαζί», υποστηρίζει ο Κούπερ.
Από τον Αρη και από την Αφροδίτη
Ο σταδιακός εξευρωπαϊσμός της αμερικανικής ζωής δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Οι Αμερικανοί γεννούν λιγότερα παιδιά και στην πατρίδα τους εισέρχονται λιγότεροι μετανάστες, όπως και στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού των ΗΠΑ να είναι ο χαμηλότερος από τη δεκαετία του 1930. Ολοένα περισσότεροι ακολουθούν τα παράδειγμα των Ευρωπαίων και εγκαταλείπουν τη θρησκεία, δεν μετακομίζουν τόσο συχνά ενώ κάποιοι απαρνιούνται ακόμα και την οδήγηση.
Επί μακρόν σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη ήταν η βία, με τους Αμερικανούς να την ασκούν σαφώς περισσότερο σε σχέση με τους Ευρωπαίους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. «Οι Αμερικανοί είναι από τον Αρη και οι Ευρωπαίοι από την Αφροδίτη», είχε υποστηρίξει πριν από μία εικοσαετία ο αμερικανός πολιτικός στοχαστής Ρόμπερτ Κέιγκαν.
«Πλέον, όμως, οι Αμερικανοί εγκαταλείπουν τον θεό του πολέμου», γράφει ο Κούπερ. Παρότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας παρατηρήθηκε αύξηση, τα βίαια εγκλήματα μειώνονταν έως τότε σταθερά επί σχεδόν μία τριακονταετία στις ΗΠΑ, η θανατική ποινή έχει πέσει σε αχρηστία, το ποσοστό των κρατουμένων είναι το χαμηλότερο από το 1995 ενώ ο Τζο Μπάιντεν αποσύρει τα εναπομείναντα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν, λαμβάνοντας υπόψη τα αντιπολεμικά αισθήματα ολοένα περισσότερων συμπατριωτών του.
Οι ανάγκες των millennials
Ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου έλαβε επίσης υπόψη τις απόψεις και τις ανάγκες των millennials. Επτά στους δέκα Αμερικανούς που έχουν γεννηθεί από το 1980 έως το 1994 δηλώνουν πλέον πως θα ψήφιζαν έναν «σοσιαλιστή», έχοντας στο μυαλό τους όχι έναν «βενεζουελάνο σφετεριστή» αλλά έναν «σκανδιναβικού τύπου σοσιαλδημοκράτη».
Οπότε ο Μπάιντεν τους προσέφερε προσιτή προσχολική φροντίδα, αναρρωτική άδεια μετ’ αποδοχών, δωρεάν φοίτηση για δύο χρόνια σε κοινοτικά κολέγια, εκπτώσεις φόρου λόγω τέκνων ενώ για να καλύψει τις αυξημένες οικονομικές ανάγκες του κράτους προβαίνει «α λα ευρωπαϊκά» στην φορολόγηση των πλουσίων.
Το γεγονός δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση γιατί μεταξύ των Δημοκρατικών είναι πλέον εξαιρετικά δημοφιλείς οι απόψεις και οι θέσεις κορυφαίων ευρωπαίων οικονομολόγων, του Τζον Μέιναρντ Κέινς, του Τομά Πικετί, του Γκαμπριέλ Ζουκμάν. Ομως, περισσότερο από συνειδητή επιλογή, αυτή η «ευρωπαϊκή» στροφή των ΗΠΑ οφείλεται «σε μία γενικευμένη απογοήτευση όσον αφορά την “αμερικανική εξαίρεση”», υποστηρίζει ο Κούπερ, σημειώνοντας πως εάν είσαι ο μοναδικός που οδηγεί αντίθετα στο ρεύμα, μπορείς να σκεφτείς ότι αποτελείς την εξαίρεση και όλοι οι υπόλοιποι κάνουν λάθος, ή να καταλήξεις τελικά στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αλλάξεις εσύ.
Οσον αφορά το αντίπαλο δέος, τους Ρεπουμπλικάνους, παρότι το κόμμα εναντιώνεται σε αυτήν την στροφή, πολλοί ψηφοφόροι του βλέπουν με καλό μάτι τις «σοσιαλδημοκρατικές» πολιτικές της κυβέρνησης Μπάιντεν. Αλλά και το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα «εξευρωπαΐζεται εν μέρει», θεωρεί ο Κάπερ, καθώς μεταμορφώνεται από ένα μιλιταριστικό κόμμα που επιδιώκει τη διάχυση του πλούτου προς τα πάνω σε ένα ευρωπαϊκού τύπου νατιβιστικό κίνημα αλλά με αμερικανικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο των Financial Times φαίνεται πως στις ΗΠΑ το δίπολο φιλελευθερισμός – συντηρητισμός τείνει να αντικατασταθεί από το δίπολο σοσιαλδημοκρατία – νατιβισμός.
Το σταυροδρόμι δύο κόσμων
Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως οι πολιτικοί των ΗΠΑ που ενστερνίζονται την πολιτική πλατφόρμα «των millennials και των zoomers», όπως οι Δημοκρατικοί Αλεξάντρια Οκάσιο – Κορτέζ και Πιτ Μπούτιτζετζ, μπορούν να συνεχίσουν να είναι ενεργοί για πάρα πολλά χρόνια ακόμη ενώ την ίδια ώρα οι Ρεπουμπλικάνοι γερνούν ανησυχητικά. Για αυτό, στις πολιτείες που κυβερνούν, περνούν νόμους που στερούν το εκλογικό δικαίωμα πολιτών που ψηφίζουν τους Δημοκρατικούς όμως «η Αμερική του μέλλοντος μπορεί να έχει μία τραμπική ρεπουμπλικανική διακυβέρνηση ή μία δημοκρατική διακυβέρνηση αλλά μάλλον δεν μπορεί να τα έχει και τα δύο», προβλέπει ο Κούπερ.
Ολοι όσοι διαφωνούν με αυτόν τον σταδιακό εξευρωπαϊσμό των ΗΠΑ, επισημαίνουν καταρχάς πως μία πιο ευρωπαϊκή Αμερική δεν θα είναι τόσο νεωτεριστική. Υποστηρίζουν, για παράδειγμα, πως μπορείς να έχεις είτε υψηλή φορολογία και γενναιόδωρα επιδόματα ανεργίας είτε τη Σίλικον Βάλεï, όχι και τα δύο.
Ο Κούπερ αναγνωρίζει πως από την βιομηχανική επανάσταση και έπειτα «το μέλλον της ηπειρωτικής Ευρώπης το εφεύρισκαν, αρχικά βρετανοί και στη συνέχεια αμερικανοί νεωτεριστές». Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι κατά την προηγούμενη «σοσιαλδημοκρατική φάση» τους (από το 1933 έως το 1980) οι ΗΠΑ συνέχισαν να καινοτομούν, στέλνοντας, για παράδειγμα, ανθρώπους στο φεγγάρι ενώ «είναι αμφίβολο πως πρόσφατες αμερικανικές καινοτομίες, όπως το Facebook και η Amazon, συμβάλλουν στην αύξηση της ανθρώπινης ευτυχίας», υπενθυμίζει ο αρθρογράφος.
Οσον αφορά την Ευρώπη και τα κράτη της, εάν συνεχίσουν οι ΗΠΑ να «εξευρωπαΐζονται» και να καθίστανται ολοένα πιο σοσιαλδημοκρατικές, κατά πάσα πιθανότητα θα πάψουν να είναι πρόθυμες να σπαταλούν ανθρώπινο δυναμικό και πόρους για την προάσπιση της Γηραιάς Ηπείρου καθώς «προτεραιότητα των σοσιαλδημοκρατιών είναι η βελτίωση της ζωής των δικών τους πολιτών».
Αρχικά ο Μπαράκ Ομπάμα και στη συνέχεια και ο Ντόναλντ Τραμπ άσκησαν πιέσεις στην Ευρώπη ούτως ώστε να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες προς τα αμερικανικά επίπεδα αλλά τελικά άρχισε να συμβαίνει το αντίθετο, με τις στρατιωτικές δαπάνες των πανίσχυρων ΗΠΑ να μειώνονται σταδιακά κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. «Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη καθίστανται εκείνη η κοινότητα αξιών που πάντα υποστήριζαν πως συναποτελούν», καταλήγει ο Σάιμον Κούπερ.